Τρίτη 14 Μαΐου 2019

(100).ΚΑΤΟΧΙΚΑ και ΕΜΦΥΛΙΑΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΑΧΛΑΔΟΚΑΜΠΟΣ ΑΡΓΟΛΙΔΟΣ /Μάχη ΕΛΑΣιτών και Ταγματασφαλιτών!



ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ !
Ο Αχλαδόκαμπος είναι ορεινό χωριό το οποίο ανήκει στην Αργολίδα. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, στις νότιες πλαγιές του όρους Αρτεμίσιο και είναι χτισμένος σε υψόμετρο 479 μέτρων.
Από την περιοχή του Αχλαδοκάμπου διέρχονταν στο παρελθόν ο βασικός οδικός άξονας της κεντρικής και νότιας Πελοποννήσου και σιδηροδρομική γραμμή.
Το τμήμα του δρόμου που ξεκινούσε έξω από τους Μύλους Αργολίδας και έφτανε σχεδόν μέχρι την κορυφή του βουνού δίπλα στον Αχλαδόκαμπο έχει μείνει γνωστό με το όνομα «Κολοσούρτης». Ο δρόμος είναι πολύ ανηφορικός, με πολλές ανάποδες στροφές και μάλιστα 180 μοιρών.
Την 30 Νοεμβρίου 1943 αντάρτες από τον Πάρνωνα εξολοθρεύουν την φρουρά των γερμανών(13 φονευθέντες Γερμανοί και 2 αντάρτες) του σιδηροδρομικού σταθμού του χωριού Αδρίτσης(περιοχή-οικισμός του Αχλαδοκάμπου). Ως αντίποινα οι Γερμανοί την 3ην Δεκεμβρίου  μετέφερον εκ των φυλακών Μολάων και Τριπόλεως 52 Έλληνας, τους οποίους απηγχόνισαν εις τα δένδρα του εν λόγω σιδηροδρομικού σταθμού.
Την 17 Μαϊου 1944 γίνεται άλλο σπουδαίο και επιτυχημένο «σαμποτάζ» , των ανταρτών του ΕΛΑΣ/6ο Σύνταγμα/ΙΙ Τάγμα/6ος Λόχος, κατά αυτοκινητιστικής φάλαγγας των Γερμανών επί του «Κολοσούρτη» , η οποία μετέφερε στο Άργος, επίλεκτα στελέχη-μηχανικούς της  στρατιωτικής μονάδας εφέδρων αξιωματικών του μηχανικού τους. Αποτέλεσμα της σύγκρουσης ήταν ο θάνατος περίπου 50 Γερμανών στρατιωτών, και 2 ανταρτών, ενώ ο αντίκτυπος της μάχης ήταν τέτοιος ώστε, ο γερμανός στρατηγός πτέραρχος Χέλμουτ Φέλμυ, διοικητής του 68ου Σώματος στρατού με έδρα την Αθήνα  κήρυξε μετά δύο ημέρες (19 Μαου 1944) την Πελοπόννησο εμπόλεμη ζώνη διορίζοντας τον στρατηγό Λε Σουίρ διοικητή της άμυνας της Πελοποννήσου. Στην Αργολιδο-Κορινθία από 21-5-1944 έως 9-6-19444 , 3 ομάδες μάχης (υπό την διοίκηση των Μπαρτ(Bath), Κάσπας(Kaspar), Γλιτς(Glitz) μαζί με Ταγματασφαλίτες (Γερμανοτσολίαδες), εξαπολύονται στην φοβερή,φονική, εκκαθαριστική επιχείρηση-παγανιά, με τ΄όνομα «κοράκι», με σκοπό δήθεν «την εξόντωση των ομάδων του ΕΛΑΣ στην περιοχή Κορίνθου – Άργους,», και χτενίζοντας κάθε σπιθαμή γης,  εφόνευσαν αδιακρίτως 235 Ελληνες (Γέρους, νέους, παιδιά, γυναίκες, κομμουνιστές, εθνικόφρονες  και…!) *
*{ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Στις εφημερίδες της 20ης Μαϊου η παρακάτω ΑΝΑΚΟΊΝΩΣΗ -κήρυξη ολόκληρης της Πελοποννήσου σε πολεμική ζώνη (Στα χωριά της υπαίθρου ρίχτηκαν σχετικές προκηρύξεις από αεροπλάνα) :

«20 Μαϊου 1944
Λόγω των πολλαπλασιαζομένων επιθέσεων εξ ενέδρας, των δολοφονιών και των πράξεων σαμποτάζ των διαπραττομένων υπό των κομμουνιστών συμμοριών, ολόκληρος η Πελοπόννησος εκηρύχθη πολεμική ζώνη. Διατάσσω σχετικώς τα εξής:
1)    Αι ώραι διακοπής της κυκλοφορίας δι΄ ολόκληρον την Πελοπόννησον καθορίζονται από της 18.00 μέχρι της 06.00 ώρας.
2)    Όλα τα καφενεία και τα ζαχαροπλαστεία, όλα τα κέντρα και τα οινοπωλεία, όλοι οι κινηματογράφοι και τα θέατρα οφείλουν να κλείσουν, καθώς και όλαι αι  εκκλησίαι. Η θεία λειτουργία επιτρέπεται να τελήται μόνον την Κυριακήν προ μεσημβρίας.
3)    Απαγορεύεται πάσα συνάθροισις πέρα των πέντε προσώπων, ως και οι συγκεντρώσεις, επίσης δε και αι αγοραί, εις υπαιθρίους τόπους και εντός κτηρίων.
4)    Απαγορεύεται εις τον αστικόν πληθυσμόν οιαδήποτε ταχυδρομική και τηλεγραφική επικοινωνία ως και η επικοινωνία  διά τηλεφώνου. Επιτρέπεται μόνον η λειτουργία του υπηρεσιακού ταχυδρομείου των νομαρχών. Η μεταφορά θα διενεργήται αποκλειστικώς μέσω της Φένλντκομμανταντούρ 1042.
5)    Διακόπτεται πάσα συγκοινωνία διά την Πελοπόννησον και εκ Πελοποννήσου από της 18/5/44. Ώρα 06.00.
6)    Αναστέλλεται πάσα σιδηροδρομική συγκοινωνία διά τον αστικόν πληθυσμόν.
7)    Απαγορεύεται πάσα συγκοινωνία δι΄ αυτοκινήτων και τροχοφόρων, συμπεριλαμβονομένων και των ποδηλάτων, εις την Πελοπόννησον.
7α) Έξω των χωρίων η επιβατική συγκοινωνία επιτρέπεται μόνον επί οδών και αμαξητών δρόμων, αποκλειομένων των ορεινών περιοχών. Κάθε προσέγγιος εις τας παρυφάς των ορέων συνεπάγεται τον κίνδυνον αμέσου συλλήψεως ή τυφεκισμού. Έντός των ορεινών περιοχών απαγορεύεται επίσης και η από τόπου εις τόπον μετάβασις.
8)    Απαγορεύεται πάσα αστική διά πλοίων συγκοινωνία. Ως προς την αλιείαν θα εκδοθώσιν ειδικαί διαταγαί.
9)    Η ισχύς των μέτρων τούτων άρχεται την εσπέραν της 19/5/44 ώραν 18.00.
10) Περί των κινήσεων του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού προς την Πελοπόννησον και εν τη Πελοποννήσω θα εκδοθώσιν ειδικαί διατάξεις.

Ο Αρχηγός της Αμύνης της ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ
19/5/1944 » *

* ΠΗΓΗ- ΒΙΒΛΙΟ: ΓΡΗΟΡΙΑΔΗΣ  ΣΟΛΩΝ-ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΡΟΝΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ  1941-1974


Τα πρωτοφανή αυστηρά μέτρα προκάλεσαν την αντίδραση και του Νοϋμπάχερ «Ειδικού Πληρεξουσίου Εξωτερικών του Ράιχ δια την Νοτιοανατολήν» Επρόκειτο για έκτατο απεσταλμένο από το Βερολίνο με πλήρεις διοικητικές αρμοδιότητες για τα πολιτικά και οικονομικά θέματα της Ελλάδας. Ο Νοϋμπάχερ απαίτησε από την στρατιωτική διοίκηση να άρει τον αποκλεισμό της Πελοποννήσου γιατί ισοδυναμούσε με καταδίκη της εις θάνατο. Οι στρατιωτικοί υποχώρησαν και ο αποκλεισμός ήρθη μετά 15 ημέρες αφού είχε τελείωση η φοβερή παγανιά στην Αργολιδο-Κορινθία!}
















Eικόνα: Γερμανική Αυτοκινητοπομπή στον "Κολοσούρτη" Αχλαδοκάμπου !

        Προπαγανδίστηκε από τους Γερμανούς και συνεργάτες των ότι οι ανωτέρω πολεμικές ενέργειες των ανταρτών, έγιναν μόνο για να αναγκαστούν οι "αδρανούντες" κάτοικοι του Αχλαδοκάμπου, να ενταχθούν στις τάξεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΚΚΕ-ΟΠΛΑ. ((Οι ανταρτοκομμουνιστές πράγματι είχαν ταχτική να κάνουν κάποια «ελαφριά σαμποτάζ» για να πιέζεται ο πληθυσμός από τ'  αντίποινα των κατακτητών και να «βγαίνει στα βουνά» , όμως για τα «βαριά σαμποτάζ» όπως τα ανωτέρω, είναι ιστορική ατιμία ο ισχυρισμός ότι γίνονταν γι΄αυτό το σκοπό, άλλωστε αυτά συνήθως γίνονταν κατ΄εντολή του (Σ).Σ.Μ.Α ((Συμμαχικό) Στρατηγείο Μέσης Ανατολής)) και εις γνώση και έγκριση των εδώ Άγγλων αντιπροσώπων)).
Οι Γερμανοί και οι αρχισυνεργάτες τους με απειλές οτι θα εκτελέσουν 350 κατοίκους του Αχλαδοκάμπου και θα κάψουν το χωριό, ως αντίπινα των «σαμποτάζ», τους έπεισαν με το: «μεταξύ δύο κακών το μη χείρον βέλτιστον»  και τους όπλισαν, συγκροτώντας το Τάγμα Ασφαλείας Αχλαδοκάμπου. Το Τάγμα αυτό χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως υποκείμενη φρουρά, για την ελεύθερη μετακίνηση των Ούννων κατακτητών στην συγκεκριμένη στρατηγική –γεωγραφική θέση, για την άμυνα του χωριού από τυχόν επιθέσεις των ανταρτοκομμουνιστών ,αλλά και για την συμμετοχή του σ΄ εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και πλιάτσικου των Γερμανών στην ευρύτερη περιοχή.
Οι Γερμανοί αποχωρούν από την περιοχή Αχλαδοκάμπου 13 Σεπτεμβρίου 1944 αφού ανατίναξαν την εκεί αμαξιτή Γέφυρα και αφού 9 Σεπτεμβρίου 1944 είχαν ανατινάξει  ανενόχλητοι το μεγάλο έργο υποδομής, την εκεί σιδηροδρομική γέφυρα (Νέα γέφυρα κατασκευάστηκε μετά από πολλά χρόνια-Δεκέμβριος 1973!) 
Μετά λίγες ημέρες, την 18ην Σεπτεμβρίου 1944 οι Αχλαδοκαμπίτες προτιμούν κυριολεκτικά να αυτοκτονήσουν φανατισμένοι από τους Αξιωματικούς του Τ.Α.,τους αρχικομματάρχες και τον παπά του χωριού. Το Τάγμα Ασφαλείας , αποφασίζει πολεμική σύγκρουση, η οποία τελικά διεξήχθη με τον Ε.Λ.Α.Σ. , παρ΄ότι γνώριζε ότι η στρατιωτική ισχύ του Ε.Λ.Α.Σ. και στην Πελοπόννησο είχε γίνει ακαταμάχητη, όπως και ότι τις ημέρες αυτές, δηλ. από 9 Σεπτεμβρίου 1944, η Μεσσηνία βαφόταν κόκκινη και η πηγάδα της γέμιζε με αίμα Ελληνικό , υπό τις διαταγές του αρχηγού, άρη Βελουχιώτη και τις ευλογίες των ινστρουχτόρων Νικ. Μπελογιάννη και…..!!!
Ευτυχώς στην δυστυχία, που αρχηγός του Ε.Λ.Α.Σ. στην μάχη του Αχλαδοκάμπου ήταν ο «κομμουνιστής» , μόνιμος αξιωματικός  συνταγματάρχης Εμμ. Βαζαίος,  γιατί θα είχαμε ολοκληρωτικό ολοκαύτωμα και αιματοχυσία και είναι υπολειπόμενο που στο βιβλίο του ο Βαζαίος ,στην σχετική αναφορά για την μάχη, δεν αναφέρθηκε ή αγνόησε ή κάλυψε, σοβαρότατα «έκτροπα» των «λυσσιασμένων» συναγωνιστών του, μόλις μετά το τέλος της καθ΄ αυτήν μάχης, άλλωστε αυτά εμμέσως τα ομολογεί στα γραφόμενά του: «Ομολογώ ότι δεν είχον την ικανότητα να πράξω περισσότερα διά την σωτηρίαν του Αχλαδοκάμπου»!
Κατωτέρω παρουσιάζονται αποσπάσματα του βιβλίου, του Αχλαδοκαμπίτη Ιωαν. Σπ. Αναγνωστόπουλου(1928-1993) «Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΧΛΑΔΟΚΑΜΠΟΥ» γραφθέντος το 1961, τα αφορούντα μόνο, τα παραπάνω κατοχικά και εμφύλια δρώμενα της περιοχής Αχλαδοκάμπου, τα οποία είναι αξιόλογα, διότι ο συγγραφεύς ως γεννηθείς το 1928, είχε συνείδηση και ήταν παρών και γνώριζε τότε γεγονότα και ονόματα, τα οποία παρουσιάζει προς τιμή του, αρκετά αντικειμενικά, παρ΄ ότι ήταν δεινοπαθείς άφού φονεύθηκε άτιμα ο πατήρ του από τους ΕΛΑΣίτες, στο τέλος της εν λόγω μάχης. (Ο συγγραφέας αφαιρεί τελείως από την αφήγηση την φυσική του παρουσία στα δρώμενα,  όπως και την αναφορά, του ότι ο φονευθείς Σπυρίδων Ιωαν. Αναγνωστόπουλος ήταν ο πατήρ του!)
Η ψηφιακή επιμέλεια, των παρουσιαζομένων αποσπασμάτων του βιβλίου, κάποιες αποσαφηνίσεις, σημειώσεις, υπογραμμίσεις, επισημάνσεις, υπομνηματισμοί, και ψηφιακή παραβολή σχετικών κειμένων από άλλα βιβλία,  υπ΄ εμού.
*(Ευχαριστίες στην κ. Σοφία Σπ. Αναγνωστοπούλου-Δράκου αδερφή του Ιωάν. Σπ. Αναγνωστοπούλου για την "παραχώρηση" του βιβλίου!)       

Σελ. 96
ΚΕΦ.ΣΤ΄
Ο ΑΧΛΑΔΟΚΑΜΠΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΓΕΡΜΑΝΟΪΤΑΛΙΚΗΝ ΚΑΤΟΧΗΝ
                                                                                           «Φίλος μεν Πλάτων
                                                                                                          Φιλτάτη δε αλήθεια»
                                                                                                                (Αριστοτέλης)

1.Η φυγή των Άγγλων και η εισβολή των Γερμανών.
[……………………………………………………………!]

2.Θύματα πολέμου κατά τον Ελληνοϊταλικόν πόλεμον 1940-1941.

1) Δημήτριος Ηλ. Διολίτσης.
2) Σπυρίδων Γωρ. Ντούλιας.
3)Χρίστος Αλεξ. Πανάγος.
4) Ιωάννης Περ. Σελληγιώργης.
5) Κωσταντίνος Κων. Σελλής.

Σελ.97
3. Ο Αχλαδόκαμπος κατά την πείνα του 1942-1943.
Άμα τη εισβολή των Γερμανών και εν συνεχεία των Ιταλών εις την Ελλάδα, ένεκα του αποκλεισμού τροφίμων από τα ξένα κράτη και λόγω παραμελήσεως της καλλιεργείας της γης εκ του πολέμου, επήλθε πείνα και δυστυχία γενική, η οποία εδημιούργησε την «Μαύρη αγορά» και την ανταλλαγήν όλων των ειδών με είδη διατροφής.
Ο Αχλαδόκαμπος την πείνα αντιμετώπισε με το άφθονον ελαιόλαδον, με τα κτηνοτροφικά προϊόντα, εξαιρέτως δε με την αφθονίαν του αραβοσίτου, ο οποίος το 1942 παρήχθη υπέρ τας 300 χιλιάδας κιλών, εις την κοιλάδα του Αχλαδοκάμπου, συνεπεία θαυμαστού φαινομένου, πρωτοφανούς εις την γεωργικήν ζωήν του χωρίου, της εξαπολύσεως των υδάτων της περιοδικής πηγής «Σκίτσα» από Φεβρουαρίου μέχρι τέλη Σεμτεμβρίου 1942.
Η κατά την κατοχήν έλλειψις βασικών τροφών επέδρασε πρωτίστως επί του βρεφικού και παιδικού κόσμου, η καχεκτικότης του οποίου είχε φθάσει εις ανησυχητικόν βαθμόν.
Η κατάστασις αυτή συνεκίνησαν ιδιαιτέρως τον εν Αθήναις Αχλαδοκαμπίτην Καθηγητήν του Ε.Π.Πολυτεχνείου, Γεώργιον Ν. Αναγνωστόπουλον, ο οποίος διά της προσωπικής αυτού γνωριμίας μετά του εν Αθήναις Σουηδού αντιπροσώπου του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, επέτυχε την έγκρισιν ιδρύσεως, εν Αχλαδοκάμπω «Παιδικού Συσσιτίου» δυνάμεως 500 παίδων. Τούτο παρείχε καθ΄εκάστην 500 μερίδας γάλακτος και 500 φγητού.
Ελλειτούργησεν ανελλιπώς επί διετίαν, κατά τρόπον λίαν ικανοποιητικόν, αφ,  ενός μεν, λόγω της κατά μήνα ανανεώσεως των τροφίμων, εξασφαλιζομένων διά των συνεχών ενεργειών του Γ. Αναγνωστοπούλου εις το εν Αθήναις κέντρον του Δ.Ε.Σταυρού. εφ΄ ετέρου δε, χάρις εις την δραστηρίαν επιτροπήν εκ των 1) Κων. Λομβαρδιά, ιατρού, 2) Ευαγγέλου Ψυχογυιού,3) Ιωανν. Μπαρμούλη, δημοδιδασκάλων 4) Νικ. Ντούσια 5) Ανδρ. Αναγνωστοπούλου και 6) Δημ. Καλοπίση.

4. Αι εθνικαί αντάρτικαι ομάδες και το Ε.Α.Μ.
[……………………….!]
Σελ. 99
H Αγγλία επιτύγχανε των σκοπών της, δια των Άγγλων αξιωματικών, οι οποίοι παρέμειναν εν Ελλάδι μετά τον Αλβανικόν πόλεμον και δ΄άλλων στελεχών, τα οποία έρριψεν δι΄αλεξιπτώτων εις τα όρη της πατρίδος μας, όπως έρριψε τον Ιούλιον του 1943, εις τον Ταϋγετον, τον Νεοζηλανδόν λοχαγόν Φρέϋζερ, καθηγητήν πανεπιστημίου, και άλλους πολλούς.
 Συμπλοκή ανταρτών εθνικοφρόνων και ανταρτοκομμουνιστών εις την περιοχήν Αχλαδοκάμπου εγένετο εν Κρύα-Βρύση εις την θέσιν «Βρωμοπήγαδον» την 13ην Σεπτεμβρίου 1943, κατά την οποίαν υπερίσχυσαν οι ανταρτοκομμουνισταί, φονευθέντος ενός εξ αυτών υπό το ψευδώνυμον Πάρης και κατεδίωξαν τους εθνικόφρονας αξιωματικούς της Αργολίδος. Μετά των ανταρρτοκομμουνιστών ήσαν και Άγγλοι μετ΄ασυρμάτου και εκατοντάδων χρυσών λιρών δια τας ανάγκας του πολέμου. Ο επικεφαλής των Άγγλων Φρέϋζερ, διέταξε και ερρίφθησαν πολεμοφόδια από αγγλικά αεροπλάνα εις την περιοχήν Σάγκα της Μαντινείας, τα οποία μεταφερθέντα δια μέσου Κρύα-Βρύσης την 10ην Νοεμβρίου 1943, διενεμήθησαν εις τους ανταρτοκομμουνστάς της περιοχής του Πάρνωνος.
Ούτω λοιπόν από τα τέλη του 1943 εφάνησαν καθαρώς τα αντεθνικά αυτών σχέδια. Κατερχόμενοι εις τα χωρία και τας πόλεις της Ελλάδος προσεπάθουν να οργανώσουν τους κατοίκους και να εξεγείρουν τους πάντας εις το «κλαρί». Ήλθαν πολλάκις και εις τον Αχλαδόκαμπον, αλλ΄εύρον μεγίστας αντιδράσεις, παρά τας απειλάς και την οδηγίαν πολλών σημαινόντων προσώπων εις τους Καπεταναίους των, εις τα γύρω της περιοχής του Αχλαδοκάμπου μαντριά, εις την Κρύα-Βρύσην και Άγιον Ιωάννην Κυνουρίας.
Εν τω μεταξύ είχον αρχίσει τα σαμποταρίσματα αυτών κατά των Γερμανών εις ευρείαν κλίμακα. Με σύνδεσμον εκ Κρύα-Βρύσης έκαψαν τρία Γερμανικά αεροπλάνα εις το αεροδρόμιον Κουτσοποδίου, ομού μετ΄Αγγλων, την 21ην Σεπτεμβρίου 1943. Τα ίχνη των Άγγλων από την περιφέρειαν Αχλαδοκάμπου εχάθησαν την παραμονήν των Χριστουγένων του 1943, ότε με σύνδεσμον εν Κρύα-Βρύσης έφθασαν εις Άστρος διεπαιραιωθέντες εκείθεν δι΄υποβρυχίου εις την πατρίδα των. Οι ανταρτοκομμουνισταί το φθινόπωρον του 1943 ανετίναξαν την γέφυραν «Μαδούρου», κάτωθεν της Ανδρίτσης και την αμαξιτήν γέφυραν εις το Γύρον.

5. Η σφαγή της Γερμανικής φρουράς του σιδηροδρομικού σταθμού Αδρίτσης (30 Νοεμβρίου 1943) και η απαγχόνισις 52 Ελλήνων (3 Δεκεμβρίου 1943).
Τον Νοέμβριον του 1943 η γερμανική φρουρά της περιοχής Αδρίτσης είχε το κέντρον της εις το φυλάκιον του σιδηροδρομικού σταθμού. Άλλοι Γερμανοί εφύλαττον εις τας μικράς γεφύρας καθ΄όλην την περιοχή «Ποταμιά». Οι ανταρτοκομμουνισταί την 30ήν Νοεμβρίου, προερχόμενοι από τον Πάρνωνα, απεφάσισαν

Σελ. 100
να κτυπήσουν και να εξοντώσουν την φρουράν της Ανδρίτσης. Ήσαν περί τους 7 και εκρύβησαν γύρωθεν του σταθμού.
Μόνον δύο επλησίασαν τον σταθμόν και την φρουράν από το απόγευμα, προσποιούμενοι δε τους χωρικούς συνωμίλουν μετά των Γερμανών. Όταν ήρχισε να νυκτώνη, επέβησαν εμπορικής αμαξοστοιχίας, κατευθυνομένης προς Τρίπολιν, από την οποίας ευκόλως κατέβησαν λόγω της ανωφερείας, ολίγας εκατοντάδας μέτρων άνωθεν και εκρύβησαν μέχρις αργά την νύκτα. Περί το μεσονύκτιον, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί, εφόνευσαν διά μαχαίρας τους σκοπούς, ο είς τον σκοπόν του φυλακίου εντός του οποίου εκοιμώντο 10 Γερμανοί, ο έτερος τον σκοπόν της οικίας Λοβαρδά, εντός της οποίας εκοιμάτο Αυστριακός αξιωματικός και γερμανός υποκόμος του. Αθορύβως κατηυθύνθησαν προς το φυλάκιον του σταθμού και με αυτόματον όπλον, το οποίον έλαβον από τον φονευθέντα σκοπόν εισήλθεν ο είς εις το φυλάκιον και εφόνευσεν όλους τους Γερμανούς, αλλ΄ εφονεύθη και αυτός από τον έξωθεν αναμένοντα, επειδή εξήλθεν εκ του παραθύρου και όχι εκ της θύρας, ως είχον συμφωνήσει εκ των προτέρων. Εν τω μεταξύ οι γύρω ευρισκόμενοι αντάρται επλησίασαν προς το φυλάκιον του σταθμού και έλαβον τα όπλα των Γερμανών. Είς αντάρτης όπισθεν δένδρου του σταθμού ήνοιξε πύρ με τον Αυστριακόν αξιωματικόν εις την οικίαν του Λομβαρδιά, τον οποίον εφόνευσεν. Επέζησε μόνον ο υποκόμος του αξιωματικού.
Η άλλη φρουρά των γύρωθεν του σταθμού φυλακίων, και της περιοχής «Ποταμιά» καταδιώξασα εγκαίρως τους αντάρτας, κατώρθωσε να λάβη, πάλιν τα γερμανικά όπλα άνωθεν του χωρίου Ανδρίτσης και να φονεύση και τον έτερον αντάρτην. Οι φονεύσαντες και φονευθέντες ανταρτοκομμουνισταί ωνομάζοντο Φρίξος Ανδριανόπουλος και Κων/νος Βρύννιος. Οι φονευθέντες Γερμανοί ετάφησαν εις τον ναόν του Αγίου Βασιλείου Άργους.
Την επομένην, 1ην Δεκεμβρίου, το γεγονός τούτο διαδόθη αστραπιαίως εις όλην την περιοχήν Αχλαδοκάμπου. Φόβος και τρόμος κατέλαβε τους γεωργούς, ιδίως της περιοχής Αδρίτσης και του σιδηροδρομικού σταθμού Αχλαδοκάμπου. Οι οποίοι εγκαταλείψαντες την περισυλλογήν των ελαιών εκρύβησαν διά να αποφύγουν τον βέβαιον θάνατον εκ μέρους των λυσσώντων Γερμανών.
Την 3ην Δεκεμβρίου οι Γερμανοί μετέφερον εκ των φυλακών Μολάων και Τριπόλεως 52 Έλληνας, τους οποίους απηγχόνισαν εις τα δένδρα του σιδηροδρομικού σταθμού. Τα πτώματα έμειναν εωρούμενα επί δύο ημερόνυκτα. Την 5ην Δεκεμβρίου οι Γερμανοί μετ΄επιτροπής Ελλήνων, εκ του πρωτοσυγγέλου Τριπόλεως και του Νομάρχου, ήλθον εις Ανδρίτσαν και βοηθούμενοι από τους άνδρας της ομάδος της Σ.Π.Α.Π. και της Πολιτοφυλακής Ανδρίτσης και Αχλαδοκάμπου, κατεβίβασαν τα πτώματα και τα έθαψαν κατά σειράν εις τάφους ανοιχθέντας δεξιά άνωθεν της σιδηροδρομικής γραμμής προς Άργος. Επί του τάφου ενός εκάστου εστήθη μικρός ξύλινος σταυρός μετά των στοιχείων ταυτότητος, όσων ήτο δυνατόν να ευρεθούν εκείνην την στιγμήν. Οι συγγενείς των απαγχονισμένων,

Σελ. 101
μετά  την αποχώρησιν των Γερμανών παρέλαβον πολλών τα οστά, όσων τα ονόματα ενεγνώρισαν. Πολλών, μη αναγνωρισθέντων, τα οστά παραμένουν ακόμη εις τους εκεί τάφους, οι οποίοι από 17ετίας τώρα πλέον δεικνύονται υπό των επιβατών των εκείθεν διερχομένων αμαξοστοιχιών, η δε ανάμνησις του απαγχονισμού αποτελεί θέμα ατελευτήτου συζητήσεως.

6. Η φονική ενέδρα των ανταρτοκομμουνιστών κατά των Γερμανών εις την θέσιν «Νταούλι» (16 Μαϊου 1944).
Οι ανταρτοκομμουνισταί, καθ΄ όλον τα διάστημα του χειμώνος 1943-1944, ενοχλούντες τον Αχλαδόκαμπον κατώρθωσαν τυπικώς να ιδρύσουν τας οργανώσεις Ε.Τ.Α. Ε.Π.Ο.Ν. και Ο.Π.Λ.Α., παρέσυρον δε και τους Δημήτριον Κων. Τασούλην και Βασίλειον Κων. Ψυχογυιόν οι οποίοι ακολουθήσαντες αυτούς κατ΄αρχάς επέστρεψαν τον Ιούνιον του 1944, όταν ιδρύθησαν εν Αχλαδοκάμπω Τάγματα Ασφαλείας.
Οι ανταρτοκομμουνισταί βλέποντες την αδράνειαν αυτήν των Αχλαδοκαμπιτών απεφάσισαν να στήσουν μίαν φονικήν ενέδραν κατά των Γερμανών επί της αμαξιτής οδού, εντός του Αχλαδοκάμπου, ώστε, υποστάντος του χωρίου τα αντίποινα των Γερμανών, να εξεγερθή εις το «κλαρί» εκδικούμενον πλέον αυτούς.
Φοβηθέντες όμως μήπως προδοθούν, απεφάσισαν εις άλλο μέρος δι΄ άλλην φοράν. Κατ΄ αρχάς επεσήμαναν την θέσι «Λιά-Ρέμα» ή τα στροφάς του «Κολοσούρτη» αλλά τελικώς προετίμησαν την θέση «Νταούλι», εφ΄ ενός μεν ένεκα των τριών συνεχομένων στροφών της θέσεως «Πλατάνια», αφ΄ ετέρου δε, δια να έχουν ορατότητα προς το «Λυκάλωνο» και πρόχειρον την φυγήν μετά την συμπλοκή προς τα μέρη «Κόλλια» και «Νερά» διά Κρύα Βρύσην και εκείθεν προς τα κρησφύγετά των.
Από της εσπέρας της 15ης Μαϊου 1944, περί τους 120 ανταρτοκομμουνισταί υπό τον Τούτουνα, και χωρικοί από τα μέρη Κρύα-Βρύσης, εις τους οποίους προσετέθησαν και Αχλαδοκαμπίται γεωργοί συλληφθέντες την πρωϊαν καθ΄ οδόν, κατέλαβον την θέσιν «Παληά Καζάρμα» της περιοχής «Νταούλι» μεθ΄υποζυγίων και αρκετού οπλισμού. Οι χωρικοί και τα υποζύγια έμειναν εκεί, ενώ οι ανταρτοκομμουνισταί, ενωρίς την πρωϊαν της 16ης Μαϊου, κατέλαβον τα υψώματα της θέσεως «Πλατάνια» ένωθεν της αμαξιτής οδού, κατασκευάσαντες εντός των σπαρτών και των θάμνων «ταμπούρια» και εκεί τρυπωμένοι ανέμενον με τας χειροβομβίδας και τα αυτόματα εις τας χείρας πέντε γερμανικά αυτοκίνητα πλήρη στρατού, πορευόμενα από Τριπόλεως προς Κόρινθον.
Εν τω μεταξύ εν Αχλαδοκάμπω ευρέθη τυχαίως σημείωμα των ανταρτοκομμουνιστών, απευθυνόμενον προς Περιφερειακόν Σύνδεσον, τον οποίον ενημέρωνεν ότι κατά τας ημέρας εκείνας θα εκτύπων πλησίον του Αχλαδοκάμπου γερμανικά αυτοκίνητα.

Σελ. 102
Το σημείωμα εκείνο απεστάλη εις τον Γερμανόν Διοικητήν των Μύλων, ο οποίος αν και εθεώρησε το πράγμα γελοίον, έλαβε τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας, κινητοποιήσας την πρωϊαν της 16ης Μαϊου μικράν δύναμιν στρατού προς τα μέρη του Αχλαδοκάμπου, αλλ΄ εν τω μεταξύ οι Γερμανοί είχον κατακρεουργηθή εις το «Νταούλι».
Την προσέγγισι και τον αριθμόν των αυτοκινήτων επεσήμανε αντάρτης από την θέσι «Κούρο», διά της κινήσεως πεντάκις μανδηλίου λευκού και ούτω έλαβον γνώσιν οι περί το Νταούλι, οι οποίοι ανέμενον καταλλήλως τοποθετημένοι εις μήκος 300 μέτρων άνωθεν της οδού. Επικεφαλής των αυτοκινήτων ήρχετο μοτοσυκλέττα, την οποίαν άφησαν να προσπέρασε. Τα αυτοκίνητα ερχόμενα εις απόστασιν 30 μέτρων το έν από του άλλου έπεσαν εις τας ριπάς των πολυβόλων και από τας χειροβομβίδας, αι οποίαι έπιπτον εντός αυτών.
Οι Γερμανοί του τετάρτου αυτοκινήτου, προέλαβον, και ώρμησαν έξαλλοι προς την παρακειμένην χαράδραν και δια μέσου της θέσεως «Λαγγέϊκα μαντριά» και «Μαραντά» έφθασαν άνευ απωλειών εις Ανδρίτσαν. Το τελευταίον αυτοκίνητον επέστρεψεν εις Τρίπολιν.
Οι ανταρτοκομμουνισταί λεηλατήσαντες τα αυτοκίνητα και λαβόντες τον οπλισμόν και άλλα χρειώδη, ως και δύο τραυματίας των, κατηυθύνθησαν προς τα μέρη της Κρύας-Βρύσης και του Αρτεμισίου, αφήσαντες περίπου 60 νεκρούς και τραυματίες Γερμανούς εις τον τόπον της ενέδρας.
Εν τω μεταξύ η εξ Άργους προς ανίχνευσιν της οδού αποσταλείσα μικρά στρατιωτική δύναμις έφθασεν επί τόπου, αλλ΄ήτο πλέον αργά. Οι νεκροί και τραυματίαι περισυλλεγέντες μεταφέρθησαν εις Κόρινθον. Εναντίον των ανταρτοκομμουνιστών εκινητοποιήθη μικρά δύναμις και από άλλους εν τώ μεταξύ καταφθάσαντας Γερμανούς.
Εις την θέσιν «Λογγάκι», εις στεφανοειδή βράχον, άνωθεν της εκείθεν διερχομένης αγροτικής οδού, οι Γερμανοί εφόνευσαν τον ποιμένα Πέτρον Διαμ. Σελλήν εκλάβόντες αυτόν εκ της ιδιαζούσης ποιμενικής ενδυμασίας του, ως αντάρτην, ή μάλλον επειδή από τον φόβον του δεν έδωσε θετικήν απάντησιν εις την ερώτησιν, προς ποίον σημείον κατηυθύνθησαν οι ανταρτοκομμουνισταί.
Οι Αχλαδοκαμπίται μαθόντες το γεγονός εταράχθησαν και εγκαταλείψαντες τας οικίας των εκοιμήθησαν εις τα μανδριά, εις τα σπήλαια και εις τους υδρομύλους Κεφαλαρίου, διότι ήρχισε να πίπτη βροχή και να επικρατή ψύχος.
Όλοι ανέμενον με αγωνίαν τα αντίποινα των Γερμανών. Διεδίδοντο γνώμαι ότι οι Γερμανοί θα πυρπολύσουν το χωρίον και θα απαγχονίσουν όλους τους άνδρας του Αχλαδοκάμπου εις τα Πλατάνια –Νταούλι.
Την επομένην 17 Μαϊου εκινητοποιήθησαν μεγάλαι στρατιωτικαί συνάμεις προς όλας τας κατευθύνσεις άνευ αποτελεσμάτων. Οι ανταρτοκομμουνισταί ευρίσκοντο ήδη μακράν. Οι Γερμανοί συνέλαβον τον Ευάγγελον Χρ. Ντρούλιαν

Σελ. 103
εις την θέσιν «Βίλλια» και ετυφέκισαν αυτόν παρά το «Λυκάλωνο», το πτώμα του οποίου ευρέθη υπό των οικείων του έπειτα από δύο εβδομάδας, καθώς και τον Κων/νον Π. Μακρήν.

7. Η  ίδρυσις Λόχου Ταγμάτων Ασφαλείας εις τον Αχλαδόκαμπον.
Ο Αχλαδόκαμπος την 17ην και την 18 Μαϊου 1944 επολιορκήθη από μεγάλας στρατιωτικάς δυνάμεις των Γερμανών. Απηγορεύθη δε η έξοδος και πάσα κυκλοφορία εντός του χωριού. Ο Γερμανός Διοικητής Πελοποννήσου, εδρεύων τότε εις το Περιγιάλι της Κορινθίας διέταξε να απαγχονισθούν 308, να κατακρεουργηθούν οι υπόλοιποι και να πυρποληθούν πάσαι αι οικίαι του χωριού.
Ο τότε Πρόεδρος της Κοινότητος Αχλαδοκάμπου Τρύφων Τριανταφύλλης, παρουσιασθείς αυτοπροσώπως εις τον Γερμανόν Διοικητήν, κατώρθωσε να πείση αυτόν περί της αθωότητος του χαρίου και να σώση τους κατοίκους. Την σωτηρίαν ανήγγειλε δημοσία εις το προαύλιον του ναού της Αγίας Κυριακής παρουσία και Γερμανού αξιωματικού, με την προϋπόθεσιν ότι-μεταξύ δύο κακών το μη χείρον βέλτιστον –να λάβουν οι κάτοικοι όπλα και να ιδρύσουν Λόχον Ταγμάτων Ασφαλείας.
Συμβούλιον εγένετο από τα σπουδαιότερα ιθύνοντα πρόσωπα, Τρύφωνα Τριανταφύλλην, Δημοσθένην Μιχαλάκην, ιερέα Γεώργιον Μαρούτσον, Σπυρίδωνα Παραβάντην, Γεώργιον Σελλήν, Βασίλειον Σαμπάνην, Κωσταντίνον Παραβάντην, Γεώργιον Παραβάντην*(*σ.εμού:Γεώργιος Παραβάντης του Νικολάου (1898 - 1971). Δικηγόρος. Εξελέγη αρχικά βουλευτής το 1932 και το 1933 (Άργους). Στις εκλογές του 1935 εξελέγη βουλευτής Αργολιδοκορινθίας με το Λαϊκό Κόμμα. Επανεξελέγη το 1936 και το 1946 με το ίδιο κόμμα.Υπηρέτησε ως υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ στην κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Τσαλδάρη από τις 18 Απριλίου 1946 ως τις 4 Νοεμβρίου 1946.), Θρασύβουλον Αργύρην. Ιωάννην Ντούσιαν και άλλα, κατά το οποίον επεφασίσθη όπως ο Αχλαδόκαμπος λάβη , όπλα και ιδρύση Τάγματα Ασφαλείας, αποφεύγων απί του παρόντος, τα αντίποινα των Γερμανών.
Επιτροπή αποτελούμενη από τον Ιωάννην Ντούσιαν, Θρασύβουλον Αργύρην και Γρηγόριον Διολίτσην, απεστάλη προς τον εν Τριπόλει Διοικητήν του Β΄ Αρχηγείου Χωροφυλακής συνταγματάρχην Διονύσιον Παπαδόγκονα διά να ζητήση όπλα. Ο Παπαδόγκονας ακούσας μετά προσοχής τα αιτήματα της επιτροπής και αναπτύξας εις αυτήν όλας τας συνεπείας και τους κινδύνους, τους οποίους διέτρεχον οι ταγματασφαλίται του Αχλαδοκάμπου, εκ των ανταρτοκομμουνιστών, λόγω του απομεμονωμένου του χωρίου και της μεγάλης του αποστάσεως από Άργος και Τρίπολιν, αναλύσας δε και τας υποχρεώσεις και τα καθήκοντα των ταγματασφαλιτών και αποκαλύψας και την νέαν φάσιν του επερχόμενου κινδύνου, εκ του Κομμουνισμού, παρεχώρησεν 100 όπλα και δύο οπλοπολυβόλα, τα οποία μετά δύο ημέρας έφερεν η επιτροπή εις Αχλαδόκαμπον εδρεύοντα κατ΄ αρχάς εις το κτίριον του Δημοτικού Σχολείου.

Σελ. 104
Από της στιγμής της συγκροτήσεως Λόχου Ταγμάτων Ασφαλείας εις τον Αχλαδόκαμπον, το χωρίον περιέπεσεν εις την μήνιν των ανταρτοκομμουνιστών.
Ο Λόχος του Αχλαδοκάμπου, ωργανώθη καλλίτερον τον Ιούλιον ότε οι Αχλαδοκαμπίται ταγματασφαλίται ήλθον από τον λόχον της Βλαχοκερασίας εις τον Αχλαδόκαμπον, οι δε εν Αχλαδοκάμπω Βαλτετσαίοι και άλλοι μετέβησαν εις τα οικεία μέρη, συνεπληρώθη δε και η γύρω του χωρίου περιοχή δι΄οχυρών φυλακίων και μετεφέρθη η διοίκησις του λόχου εις το κέντρον του χωρίου. Κατά τας διενεργηθείσας, τον Ιούλιον και Αύγουστον του 1944, εκκαθαριστικάς επιχειρήσεις υπό των Γερμανών, συνακολουθούντων αναγκαστικώς και ταγματασφαλιτών, συνέβησαν πολλά, ως μη ώφειλεν, εις βάρος των ανταρτοκρατουμένων χωρίων.
Οι Αχλαδοκαμπίται ταγματασφαλίται εξετέθησαν εις τα όμματα των ανταρτοκομμουνιστών, όταν, διενεργούντες οι Γερμανοί επιχειρήσεις προς τα μέρη της Κρύα- Βρύσης και ακολουθούντες κατ΄ ανάγκην Αχλαδοκαμπίται και Βαλτετσαίοι, διαρπάγησαν υπό των Γερμανών κτηνοτροφικά προϊόντα, εκάησαν εξ οικίαι, και μεταφέρθησαν 150 πρόβατα με τον ιδιοκτήτην των εις Αχλαδόκαμπον. Αλλά και η κράτησις ωρισμένων κατοίκων της Κρύα-Βρύσης επί δίμηνον εν Αχλαδοκάμπω είχε δυσάρεστα αποτελέσματα και μεγάλον αντίκτυπον.
Τον μεγαλύτερον αντίκτυπον νομίζομεν ότι είχεν η συμμετοχή των ταγματασφαλιτών Αχλαδοκαμπιτών μετά των Γερμανών εις την συμπλοκήν μεθ΄ ομάδος ανταρτών εις την θέσι «Ψηλά λιθάρι» του Αρτεμισίου, εξ αφορμής της αρπαγής υπό των ανταρτοκομμουνιστών των αιγοπροβάτων της οικογενείας Καρυοφύλλα, την 6ην Σεπτεμβρίου 1944, κατά την οποίαν μόλις εσώθησαν, οπισθοχωρήσαντες άμα τη θέα των ταμπουρίων των ανταρτών. Οι ανταρτοκομμουνισταί ήσαν ολίγοι και μόλις εκράτουν τας θέσεις των, οι δε Γερμανοί φοβηθέντες να προχωρήσουν, διότι δεν εγνώριζον τι εκρύπτετο όπισθεν των φαινομένων ανταρτών, αφού αντήλλαξαν πυροβολισμούς τινάς επέστρεψαν άπρακτοι.
Ο κίνδυνος εκ μέρους των ανταρτοκομμουνιστών εκ της επικειμένης αποχωρήσεως των Γερμανών εγένετο οσημέραι και μεγαλύτερος.
Ολίγας ημέρας, πριν ή φύγουν οι Γερμανοί, επιτροπή εξ Αχλαδοκάμπου απαρτιζομένη από τον Γεώργιον Παραβάντην, ιερέα Γεώργιον Μαρούτσον, Σπυρίδωνα Παραβάντην, Ιωάννην Καρβελάν και Γεώργιον Σελλήν επιβιβασθείσα αυτοκινήτου από την θέσι «Μπάκα» παρουσιάσθη εις τον Δ. Παπαδόγκονα εν Τριπόλει, ζητούσα νέα όπλα διά την ενίσχυσι του Λόχου ταγματασφαλιτών του Αχλαδοκάμπου, ένεκα της επιειμένης αποχωρήσεως των Γερμανών.
Ο Δ. Παπαδόγκονας ήκουσε μετά δισταγμού τας αιτήσεις της επιτροπής. Ετόνισεν ότι οι ανταρτοκομμουνισταί είναι πολλοί, ότι η υπόθεσις αυτών έχει πολιτικόν και ουχί στρατιωτικόν χαρακτήρα. Επρότεινε δε να συμπυχθή ο Λόχος ταγματασφαλιτών του Αχλαδοκάμπου με τα Τάγματα Ασφαλείας Τριπόλεως, άμα τη αποχωρήσει των Γερμανών, διότι ο Αχλαδόκαμπος

Σελ. 105
ως απομεμακρυσμένος δεν θα είναι δυνατόν να δεχθή επικουρίας, όταν προσβληθή, ως έχων δε ολίγα όπλα, αρεά φυλάκια και φρουράν ουχί εκ στρατιωτών καταλλήλως γεγυμνασμένων, αλλ΄ εκ χωρικών, δεν θα δυνηθή ν΄ ανθέξη ούτε εις τα πρώτα κτυπήματα των ανταρτοκομμουνιστών, οι οποίοι πολεμούν διά την επικράτησι των ιδεών των μετά λύσσης και με ολοέν αυξάνοντα ρυθμόν.
Τελικώς υποχωρήσας παρεχώρησε 40 όπλα, τα οποία αφίχθησαν εις τον Αχλαδόκαμπον. Ούτως η φρουρά του Αχλαδοκάμπου πριν ή φύγουν οι Γερμανοί διέθεταν 148 όπλα, 5 οπλοπολυβόλα, 1 όλμον και σχετικήν ποσότητα σφαιρών.
Φυλάκια υπήρχον κατά σειράν εις τας θέσεις «Κριθαριά», «Αϊ-Γιώργη», «Τζούμα». «Στρουγγίτσα», «Μυγδαλίτσα», «Αλώνι Γεραμά», «Ντελή», «Αλώνια», «Άϊ-Δημήτρη» και αλλού μικρότερα.
Αξιωματικοί ήσαν οι εξής: 1) Ο λοχαγός Ιωάννης Μπούκας, Διοικητής του Λόχου, 2) Ο υπολοχαγός Κων/νος Παπαχριστοδούλου, 3) Ο υπολοχαγός Εμμανουήλ Αλεξάκης 4) Ο ανθυπολοχαγός Μιχαήλ Ασημάκης και 5) Ο ανθυπασπιστής Γεώργιος Μπαλάσκας.
Πάντες πλέον σταθερώς απεφάσισαν να πολεμήσουν τους ανταρτοκομμουνιστάς, εις περίπτωσι κατά την οποίαν θα προσέβαλλον τον Αχλαδόκαμπον.

8. Η ανατίναξις της Μεγάλης σιδηροδρομικής Γεφύρας του Αχλαδοκάμπου υπό των οπισθοχωρούντων Γερμανών (9 Σεπτεμβρίου 1944) και της αμαξιτής Γεφύρας (13 Σεπτεμβρίου 1944).
Την 9ην Σεπτεμβρίου 1944, η τελευταία γερμανική αμαξοστοιχία διαβάσα την Μεγάλην Γέφυραν (βλ. Εικόνα) εστάθμευσε παρά την άκρην. Ειδικά συνεργεία Γερμανών ήρχισαν να τοποθετούν εις τας βάσεις και τους αρμούς του οριζοντίου δοκού της γεφύρας, μεγάλας ποσότητας εκρηκτικών υλών. Από την 10ην πρωϊνήν ώραν 

Σελ. 106
μέχρι της 4.30΄ απογευματινής. Από τον Αχλαδόκαμπον πάντες παρετήρουν μακράν τα γενόμενα και ανέμενον από στιγμής εις στιγμήν την ανατίναξιν και τον απαίσιον κρότον, ο οποίος κατά τας διαδόσεις ανεμένετο πολύ μεγάλος.


Γερμανική δύναμις κατέχουσα το κέντρον του χωρίου απηγόρευε τας συγκεντρώσεις. Την 4.25΄ η αμαξοστοιχία εξεκίνησε κατευθυνομένη προς την θέσιν «Λιναρόλακα», όπου και εστάθμεσεν, ενώ εις το μέσον του οριζοντίου δοκού της γεφύρας ενεφάνη μικρά φλόξ και γαλάζιος καπνός. Εις ολίγα λεπτά της ώρας εγένετο αυτομάτως η ανατίναξις της γεφύρας ως εξής: Ο οριζόντιος κύριος δοκός αυτής εσχίσθη εις το μέσον, υψώθησαν δε τα δύο τεμάχια εις τρόπον ώστε εσχηματίσθη ορθή γωνία, ενώ ταυτοχρόνως οι κάθετοι κίονες υψώθηκαν περί τα 100 μέτρα και διελύθησαν προς διαφόρους κατευθύνσεις, το όλον δε συγρότημα της γεφύρας κατέπεσεν εις την χαράδραν. Φοβερός κρότος ηκούσθη εις απόστασιν δεκάδων χιλιομέτρων, τον οποίον ουδέποτε θα λησμονήσουν όσοι τον ήκουσαν.(βλ. Εικόνα)
Η Μεγάλη Γέφυρα του Αχλαδοκάμπου συνολικού μήκους 252 μ. και ύψους 170 μ.  ευρισκομένη παρά το 91ον χιλιόμετρον από Καλαμών, κατεσκευάσθη το 1891 υπό Ιταλών μηχανικών. Ήτο συνεχής σιδηρούς δοκός με πέντε ανοίγματα στηριζόμενος εις τέσσαρας σιδηρούς κίονας. Μέχρι σήμερον δεν αποκατεστάθη λόγω του πολυδαπάνου του έργου. Η συγκοινωνία εξυπηρετείται δια μέσου της χαράδρας «Κάτω-Βρύσης».
Την 13ην Σεπτεμβρίου 1944 περί την 11ην βραδυνήν ώραν η τελευταία Γερμανική φάλαγξ, διελθούσα την γέφυραν της αμαξιτής οδού, κάτωθεν του Αχλαδοκάμπου, ανετίναξεν αυτήν, τοποθετήσασα επί του λιθίνου θόλου εκρηκτικάς ύλας. Έκτοτε οι Γερμανοί εγκατέλειψαν τελείως τον Αχλαδόκαμπον, όπως και ολόκληρον την Πελοπόννησον. Την συγκοινωνίαν εξυπηρέτησε πρόχειρος δρόμος διά μέσου των κτημάτων διασκελίζων την γραμμήν παρά την θέσιν «Γεφυρούλα» και ενούμενος εις την θέσιν «Μονόπωρη» μέχρι του 1947, ότε αποκατεστάθη η γέφυρα εκ θόλου από τσιμέντον.

Σελ. 107
9. Θύματα εξ Αχλαδοκάμπου κατά την Γερμανοϊταλικήν Κατοχήν.

α) Εκ μέρους των Γερμανών.
1) Ιωάννης Παν. Γκαμίλης
2) Ιωάννης Γεωρ. Κόκκαλης
3) Κων/νος Παν. Μακρής.
4) Ευάγγελος Χρ. Ντρούλιας.
5) Ιωάννης Δημ. Παράσχος.
6) Πέτρος Διαμ. Σελλής.
7) Σπυρίδων Κυρ. Σελλής.
8) Χρίστος Αθ. Σελλής.
9) Ευάγγελος Ανδρ. Μύλης (εξ Αδρίτσης).

β) Εκ μέρους των ανταρτοκομμουνιστών.
1) Αναστάσιος Βας. Γάτσιος (εκ Κρυονερίου).
2) Παναγιώτης Νικ. Γερτός
3) Κων/νος Γεωργ. Γκιουλές(ιερεύς Κρυονερίου).
4) Δημήτριος Ιωάνν. Λάμπρος.
5) Νικόλαος Χαρ. Μπαλάσκας.
6) Δημήτριος Ανδρ. Παράσχος.
7) Δημήτριος Κων. Τασούλης.

Σελ. 108
Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΑΧΛΑΔΟΚΑΜΠΟΥ 18-9-1944
«Κράτιστοι δ΄ αν ψυχήν δικαίως κριθείεν
                                              οι τα τε δεινά και ιδέα σαφέστατα
                                          γιγνώσκοντες και διά ταύτα μη
                                                 αποτρεπόμενοι εκ των κινδύνων»
                                                                                                          (Περικλής)
1. Ο Αχλαδόκαμπος από της αποχωρήσεως των Γερμανών 13-9-44, μέχρι της 18-9-44.
Άμα τη αποχωρήσει των Γερμανών οι ανταρτοκομμουνισταί ανενοχλήτως, καθ.  ομάδας, περιφέροντο καθ΄ όλην την περιοχήν Αχλαδοκάμπου. Η κυκλοφορία των κατοίκων προς τους αγρούς απηγορεύθη αυστηρώς από τον Διοικητήν του Λόχου.
Οι ποιμένες, όσοι συνελήφθησαν γύροθεν υπό των ανταρτών εκρατούντο υπ΄ αυτών, οι δε άλλοι μετά δυσκολίας συνετήρουν τα ποίμνιά των εις τα παρακείμενα του χωριού δάση. Οι αγροφύλακες εκρατήθησαν εις το χωρίον διά να χρησιμεύσουν ως στρατιώται εις περίπτωσι μάχης. Πάσα συγκοινωνία εξέλιπεν ένεκα της ανατινάξεως των γεφυρών, νέα δε περί της κινήσεως των ανταρτών γύρωθεν, εξ εγκύρου πηγής, δυσκόλως έφθανον μέχρις Αχλαδοκάμπου.
Οι ανταρτοκομμουνσταί δια πολλών σημειωμάτων και επιστολών ηξίουν την παράδοσιν της φρουράς του Αχλαδοκάμπου, υποσχόμενοι πως ουδείς θα πάθη κακόν. Αλλ΄  ουδείς ήθελεν ν΄ ακούση τι, ούτε εκ των κατοίκων, ούτε εκ των ταγματασφαλιτών περί παραδόσεως όπλων ή συνθηκολογήσεως μετά των ανταρτοκομμουνιστών. Πάντες με σταθεράν απόφασιν και εν γνώσει των συνεπειών της αντιστάσεως του χωρίου προς τα σχέδια αυτών, απεφάσισαν να αμυνθούν.
Την 14ην Σεπτεμβρίου 1944 επιστολή γραφείσα εις το γραφείον του Λόχου απεστάλη προς τον Δ. Παπαδόγκονα την 15ην , δια του Νικολάου Τσατσαφούλη, εις την οποίαν μεταξύ άλλων έγράφετο: «Τη παρακλήσει του Λόχου Ταγμάτων Ασφαλείας του Αχλαδοκάμπου να αποσταλώσι όπλα και όλμοι, διότι σκοπός του Λόχου είναι ν΄ανατιτάξη αντίστασιν ερρωμένην εις περίπτωσιν προσβολής. Μέχρι στιγμής ουδέν άλλο λέγομεν προς αυτούς παρά το ηρωϊκόν «μολών λαβέ…».
Αλλ΄ ο Τσατσαφούλης συλληφθείς καθ΄ οδόν υπό των ανταρτών  *(* σ.εμού: Κατά την επακολουθήσα μάχη φονεύτηκε ο γυιός του -Κων/νος Νικ. Τσατσαφούλης )

Σελ. 109
και φοβηθείς από τας απειλάς των απεκάλυψε τον σκοπόν της αποστολής του. Ευρεθέντος δε και του σημειώματος, εντός του υποδήματος αυτού και αναγνωσθέντως, εξεμάνησαν με το περιεχόμενόν του και ιδίως με την φράσιν «μολών λαβέ». Κρατήσαντες τον Τσατσαφούλην ήρχισαν βεβιασμένως να ετιμάζωνται διά την προσβολήν της φρουράς του Αχλαδοκάμπου.
Ενώ αυτά συνέβαινον έξω του Αχλαδοκάμπου και χωρίς να έχη πληροφορηθή ο Λόχος υπ΄ ουδενός ότι η επιστολή με τον Τσατσαφούλην έπεσεν εις χείρας των αντατροκομμουνιστών-ηπόρει μάλιστα δια την χρονοτριβήν της αποστολής επικουρικής δυνάμεως-εντός του χωρίου εγένοντο αι τελευταίαι ζυμώσεις. Τελικώς απεφασίσθη καθ΄ ομόθυμον αποδοχήν πάντων των κατοίκων, όπως ο Αχλαδόκαμπος αντισταθή εις πάσαν επίθεσιν και προσβολήν.
Την 17ην Σεπτεμβρίου, κυριακήν, αργά το απόγευμα, ενώ εστάλη Δευτέρα επιστολή προς τον Δ. Παπαδόγκονα, εν Τριπόλει, δια του ποιμένος Ιωάννου Μαντή, γράφουσα μεταξύ άλλων: «ο κίνδυνος καθίσταται μέγας και αναπόφευκτος προμηθεύσατε ημάς δύο όλμους», εψάλη Εσπερινός και Παράκλησις εις τον ναόν του Αγίου Δημητρίου, τον οποίον είχον κατακλύσει οι κάτοικοι διά ναπροσευχηθούν.
Ο Ιωάννης Αρ. Ντούσιας εξουσιοδοτηθείς από τον Λόχον ταγματασφλιτών, ωμίλησε προς το εκκλησίασμα, αναλύσας τους σκοπούς και τα σχέδια των αντατροκομμουνιστών και την απόφασιν των ταγματασφαλιτών, όπως πολεμήσουν αυτούς, όταν προσβάλλουν το χωρίον.
Εχαρακτήρισεν ούτος ως «εχθρούς της Πίστεως και της Πατρίδος» ως «μη έχοντες Ιερόν και όσιον», ως «φυγάδας», ως «πλανωδίους», ως «προδότας της Ελληνικής φυλής» και ως τα «περιτρίμματα της κοινωνίας».
Περαίνων τον λόγον του αντιπαρέβαλεν την θέσι του Αχλαδοκάμπου, προς τη θέσι της Κων/ως κατά το 1453, ότε επολιορκήθη υπό των Τούρκων, και είπεν ότι: «όπως ο Κων/νος ο ΙΑ΄ ο Παλαιολόγος ηρνήθη να παραδώση την πόλιν εις τους Τούρκους, ούτω και ο Αχλαδόκαμπος λέγει σήμερον εις τους Κομμουνιστάς «μολών λαβέ».
Την εσπέραν εκείνην τη γνωμοδοτήσει του Λόχου απεστάλησαν εις Ελαιοχώριον ο Λοχαγός-Διοικητής Ιωάννης Μπούκας και ο λοχίας Βασίλειος Σαμπάνης διά να συζητήσουν ζητήματα αφορώντα και εις τον εκεί Λόχον Ταγμάτων Ασφαλείας και ν΄ αναγγείλουν την απόφασιν του Λόχου Αχλαδοκάμπου. Ουδείς δε εγνώριζε ποίαν ημέρα θα ήρχοντο οι αντατροκομμουνισταί, ούτε ο λόχος είχε πληροφορηθή πως η επιστολή με τον Τσατσαφούλην περιήλθεν εις χείρας εχθρικάς.
Ο Αχλαδόκαμπος την μοιραίαν συμπλοκήν δεν ηδυνήθη ν΄ αποφύγη, και λόγω της θέσεως του και ένεκα της ψυχοσυνθέσεως των κατοίκων του. Την νύκτα αργά κατέφθασαν οι ανταρτοκομμουνισταί αρειμάνιοι και απειλητικοί

Σελ. 110
δια να βαφή ο βραχώδης χώρος του χωρίου εις το αίμα δια να γίνη ο Αχλαδόκαμπος μία πρώτη θυσία και εν πρώτον ολοκαύτωμα εις τον υπέρ της Ελευθερίας αγώνα απάσης της ανθρωπότητος, δια να θυσιάση εις τον βωμόν των Ελληνοχριστιανικών παραδόσεων το αλκιμώτερον στοιχείον του άρρενος πληθυσμού του, αλλά και διά να αντηχήση, κατά την χαραυγήν της 18ης Σεπτεμβίου 1944, εις τας χαράδρας και τας πλαγιάς αυτού, ελληνικώτερος ο παιάν των Σαλαμινομάχων διά την περιφρούρησιν του Ελληνοχριστιανικού πολιτισμού.

1. Το 6ον Σύνταγμα Κορίνθου και ο Λόχος του Τούτουνα εκκινούν κατά του Αχλαδοκάμπου.
Την 17 Σεπτεμβρίου, Κυριακήν, περί υην εσπέραν, εξεκίνησαν οι ανταρτοκομμουνισταί από την περιοχήν «Βουβάλα» και «ποταμιά», όπου ευρίσκοντο στρατοπεδευμένοι και από τα ορεινά χωρία της Αρκαδίας, περί τους 2500, των οποίων η δύναμις απετέλει το 6ον Σύνταγμα Κορίνθου, συμμετέσχε δε και ο ανεξάρτητος Λόχος του Τούτουνα, ως και εκετοντάδες άλλων χωρικών, αποτελούντων το επικουρικόν τμήμα του Ε.Λ.Α.Σ.
Αρχηγοί ήσαν ο συνταγματάρχης Βαζαίος και ο Πελοπίδας, συναρχηγός και Πολιτικός Καθοδηγητής. Άλλοι αξιωματικοί ήσαν οι ταγματάρχαι Βάγιος, Παπανικολής, Γρίβας, ο λοχαγός Τούτουνας και άλλοι.
Ερχόμενοι προς τον Αχλαδόκαμπον εχωρίσθησαν εις δύο μέρη. Το μεγαλύτερον μέρος του στρατού κατέλαβε τας θέσεις από «Χορευτού» μέχρι «Στρουγγίτσα». Το άλλο μέρος κατέλαβε τας θέσεις ανατολικώς του χωρίου, από σιδηροδρομικήν γραμμήν μέχρι της θέσεως «Νταλή». Όταν είχον ήδη τακτοποιηθή αντηλλάγησαν φωτοβολίδες από της θέσεως «Χορευτού», όπου έδρευε και το Στρατηγγείον των, και από της θέσεως «Ντελή», προς συνεννόησιν. Ότι οι πάντες ετακτοποιήθησαν.
Οι φρουροί των φυλακίων, οι αξιωματικοί και λοιποί στρατιώται, αμέσως αντελήφθησαν ότι περικυκλώθησαν υπ΄ αυτών, και ότι ήδη ευρίσκονται απέναντι των φυλακίων, κατ΄ εκείνην την ασέληνον νύκτα, την οποίαν έκαμνεν απαισίαν και φοβεράν ο δαιμονιώδης άνεμος, ο οποίος ενέσκυψε κατ΄ αυτήν ως κακός οιωνός.
Όλοι έμενον εις τας θέσεις των και δεν αντηλλάγησαν πυροβολισμοί. Εντός του χωρίου ελάχιστοι αντελήφθησαν τας φωτοβολίδας και την άφιξη των ανταρτοκομμουνιστών.

Σελ. 111
3.Η έναρξη της μάχης και τα αποτελέσματα αυτής.
Περί την 4.30΄πρωϊνήν ώραν της 18ης Σεπτεμβρίου οι ανταρτοκομμουνισταί έβαλον πρώτοι δώσαντες το σήμα διά περιστρόφου από της θέσεως «Κοτρώνι» προς το φυλάκιον της θέσεως «Τζούμα». Οι πυροβολισμοί, απ΄ άκρου εις άκρον, επανελήφθησαν και μάχη πεισματώδης ήναψε γύροθεν του χωρίου, παρομοίαν της οποίας, άλλην, κατ΄εμφύλιον πόλεμον, δεν αναφέρει η Ιστορία διά την περιοχήν αυτήν.
Όπλα, οπλοπολυβόλα και χειροβομβίδες αντήχησαν φονικά μέσα εις το φοβερόν σφύριγμα του ανέμου, ο οποίος εδιπλασίαζε τον φόβον και την φρίκην. Πολλοί νέοι ριψοκινδυνεύοντες μετέφερον από την αποθήκην του Λόχου πυρομαχικά προς όλα τα φυλάκια.
Οι ανταρτοκομμουνισταί εμάχοντο μετά λύσσης. Εφώναζον, ύβριζον και ηπείλουν τους πάντας δια σφαγής. Οι ταγματασφαλίται εκράτουν τας θέσεις των και οι αμυνόμενοι επροξένουν σημαντικάς απωλείας εις τους επιτιθεμένους, μάλιστα δε, εάν είχον όλμους θα εξεμηδένιζον αυτούς.
Παρά τον πεισματώδη αγώνα, αφ, εκατέρωθεν, η μάχη μέχρι της 8ης πρωϊνής δεν είχε σημειώσει ουδεμίαν πρόοδος.
Αλλ΄ έξαφνα το οπλοπολυβόλον της κεντρικωτάτης οχυράς θέσεως «Στρουγγίτσα» με οπλοπολυβολητήν τον Γεώργιον Γρ. Βραχνόν έπαθεν εμπλοκήν, διότι κάλυξ σφαίρας ενσηνωθείς εις την κάννην δεν ηδύνατο να εξέλθη δια του κινητού, παρά τας προσπαθείας του Βραχνού και των άλλων στρατιωτών. Κατελθών ούτος προς το φυλάκιον της θέσεως «Μυγδαλίτσα» κατώρθωσαν οι εκεί στρατιώται να εξαγάγουν τον κάλυκα. Αλλ΄εν τω μεταξύ οι ανταρτοκομμουνισταί, ευρόντες ευκαιρίαν από την βλάβην του οπλοπολυβόλου, κατέκλυσαν τον χώρον γύρω της Δεξαμενής και επροχώρουν ενενόχλητοι σχεδόν προς τας πρώτας οικίας του χωριού. Ο Γεώργιος Βραχνός κατερχόμενος προς το χωρίον ετραυματίσθη. Οι ανταρτοκομμουνισταί απ΄όλα τα σημεία, ενεργήσαντες γενικήν έφοδον, και διά φωνών «επάνω τους τους φάγαμε» και «αέρα» επροχώρουν προς κατάληψιν των φυλακίων ενώ αι σάλπιγγες αυτών διέτασσον: «προχωρείτε», «πρωχωρείτε».
Εις το φυλάκιον της «Τζούμας» οπλοπολυβολητής ήτο ο Ευάγγελος Γρ. Βραχνός αδερφός του προαναφερθέντος Γεωργίου. Ούτος όταν έπαυσε ν΄ ακούη εις το απέναντι φυλάκιον το οπλοπολυβόλον του αδερφού του ενόμισεν ότι θα εφονεύθη. Εξαγριωθείς παρεκίνει τους στρατιώτας του ν΄ αμυνθούν μέχρι σταγόνος του αίματος των, αυτός δε εξελθών ολίγον του φυλακίου και βάλλων κατά των κατερχομένων ανταρτών, εφονεύθη.
Οι ανταρτοκομμουνισταί καταλαβόντες τα φυλάκια «Κριθαριάς». «Αγίου Γεωργίου» και «Τζούμας». Ωδήγησαν τους άνδρας αυτών, περί τους 40, εις τον ναόν του Αγίου Γεωργίου δια να τους εκτελέσουν. Εκεί ενώπιον όλων

Σελ. 112
ετυφέκισαν τον Ορέστην Λίτσαν. Οι άλλοι εσώθησαν, τη επεμβάσει του Πελοπίδα, ο οποίος δια αγγελιοφόρου διέταξε τον επικεφαλής εκεί αξιωματικόν, να οδηγήση αυτός σώους εις το Δημοτικόν Σχολείον.
Ενώ αυτά συνέβαινον εις το άνω μέρος του χωρίου, το οπλοπολυβόλον του φυλακίου του Αγίου Δημητρίου, με οπλοπολυβολητήν τον Τιμόθεον Πορτιάν, πότε εκ του προαυλίου του ναού και πότε εκ των παραθύρων των πλησίων εκεί οικιών έβαλλε προς τον ανερχόμενον εχθρόν.
Αλλ΄ οι ανταρτοκομμουνισταί ήσαν πολυάριθμοι και κατώρθωσαν να γίνουν κύριοι και του κάτωθεν του χωρίου μέρους.
Τελευταίον εξ όλων των φυλακίων εκάμφθη το φυλάκιον της θέσεως «Ντελή» του οποίου οι άνδρες συμπτυχθέντες προς τας πρώτας οικίας ανατολικώς του χωρίου ηθέλησαν δι΄ οδομαχιών να εμποδίσουν τους εχθρούς. Αλλ΄ ένεκα των φωνών των κατοίκων, εκ των αναριθμήτων κατερχομένων ανταρτών και του θορύβου εκ της καιομένης, συνεπεία εκρήξεως χειροβομβίδος, οικίας Λαθούρη, εγκατελήφθη το σχέδιον της οδομαχίας.
Οι ανταρτοκομμουνισταί πλησιάσαντες τας πρώτας οικίας έσφαξαν τον Γεώργιον Μαντήν και ετυφέκισαν την σύζυγόν του Χριστίνα. Ολίγον ύστερον εις την αυτήν συνοικίαν έσφαξαν τον Ιωάννην Λαγγήν και τον υιόν του Παναγιώτης, τον δε έτερον υιόν του Μιλτιάδην ως και τον Ελαιοχωρίτην Δημήτριον Σκλιμπώσην ετυφέκισαν εκεί. Έσφαξαν επίσης εκεί και τον Σταύρον Λαγγήν και τον Ιωάννην Αργύρην.
Από το γραφείον του Λόχου, εν τω μέσω του χωρίου, ομάς ταγματασφαλιτών, συγροτηθείσα από τους καταφθάσαντες εκεί, Αθανάσιον Ιατρίδην, Δημήτριον Χιώτην, Ιωάννην Ντούσιαν, Αθανάσιον Τζούραν, Επαμεινώνδα Καρβελάν, Γεώργιον Μπαλάσκαν, τον υπολοχαγόν Κων/νον Παπαχριστοδούλου και άλλους, επεχείρησεν έξοδον διά μεσου της χαράδρας «Νίκα-Ρέμα» αλλ΄ ημποδίσθη, παρά την θέσιν «Κουτσούρι», από πολυβόλον των ανταρτοκομμουνιστών, βάλλον εκ της θέσεως «Βατάκι» και μόνον όταν τούτο έστρεψε τα πυρά του κατά των καταφθασάντων Ελαιοχωριτών, κατώρθωσε να κατέλθη προς την θέσιν «Καλαμποκάλωνα». Οι 112, εκ της ομάδος αυτής, περί τον Γεώργιον Μπαλάσκαν, ανταλλάξαντες πυροβολισμούς τινάς, μεθ΄ ομάδος ανταρτοκομμουνιστών παρά την θέσι «Λυκογούβια». Ηκροβολίσθησαν κατά το Παρθένιον όρος και σώοι έφθασαν εις την Τρίπολιν, εξαιρέσει του Γ. Μπαλάσκα αλλάξαντος πορείαν προς την Δάφνην.
Ο Ιωάννης Ντούσιας και ο υπολοχαγός Παπαχριστοδούλου υπεχώρησαν προς την Ανδρίτσαν κατ΄ αρχάς, έπειτα προετίμησαν, ως ασφαλέστερον μέρος, σπήλαιόν τι παρά τα Κάτω Δολιανά της Κυνουρίας.
Αλλ΄ άς επανέλθωμε να παρακολουθήσωμε την συγκέντρωσι των πάντων εις τον χώρον του Δημοτικού Σχολείου.

Σελ.113
4. Η συγκέντρωσις των ταγματασφαλιτών, ανταρτοκομμουνιστών και του αμάχου πληθυσμού εις τον χώρον του Δημοτικού Σχολείου. Ημέρα φρίκης και αγωνίας.
Οι ταγματασφαλίται, οι ανταρτοκομμουνισταί και σύμπας ο άμαχος πληθυσμός του Αχλαδοκάμπου, συνεκεντρώθησαν περί την 9ην πρωϊνήν ώραν, εις τον χώρον του Δημοτικού Σχολείου. Τους ευρεθέντας εις τας οικίας των γέροντας, Πέτρον Στέργιον και Κων/νον Παναγάκην έσφαξαν, κατετρύπησαν δε διά ξιφολόγχης τον Γεώργιον Αράλην και τον Δημήτριον Ντρούλιαν.
Οι ανταρτοκομμουνισταί ύβριζον, έσπρωχνον, εκτύπων και βιαίως προσεπάθουν να συγκεντρώσουν τα γυναικόπαιδα εις την κάτωθεν του Δημ. Σχολείου μάνδραν, εκεί όπου ίστανται σήμερον τα Λουτρά Κανελλοπούλου.
Ήσαν πάσης ηλικίας άνθρωποι, από 17 ετών μέχρις 70, πάσης μορφής και παντός χαρακτήρος. Στρατός ανταρτοκομμουνιστών με αξιωματικούς γενειοφόρους, ενδεδυμένος καλώς, αναμεμειγμένος μετά ρακενδύτων χωρικών του επικουρικού σώματος. Πάντες εξωσμένοι δια μαχαιρών, περιστρόφων και σταυρωτών σειρών σφαιρών, εφαίνοντο άγριοι και αιμοδιψείς.
Πολλούς ταγματασφαλίτας εξεγύμνωσαν και εκτύπων εντός παρεκειμένης καλύβης, αποκαλούντες αυτούς «προδότας» και «ταγματαλήτας».
Εις νεαρός ανταρτοκομμουνιστής περιφερόμενος εντός του πλήθους, επλησίασε τον Αντώνιον Παναγάκην εκλαβών αυτόν, πιθανώς, ως αξιωματικόν και είπεν εις αυτόν ν΄ ανοίξη το στόμα του. Δια μιάς σφαίρας περιστρόφου άφησεν αυτόν νεκρόν.
Έτερος ανταρτοκομμουνιστής παρέλαβε τους Ιωάννην Ψυχογυιόν, Σπυρίδωνα Αναγνωστόπουλον*(* σ.εμού: Πατήρ του Συγγραφέως) και Ανδρέαν Ντρούλιαν και ετυφέκισεν εκατόν μέτρα κάτωθεν, εις την θέσιν «Χωραφάκια»
Σκηναί φρίκης, τρόμου , από 17 ετών και άνω, χωρήσαντες, έκλεισαν εις το Δημοτικόν Σχολείον, δι΄ αγνώστον τύχην, τα δε γυναικόπαιδα απεφάσισαν να εκτελέσουν ομαδικώς εντός της μάνδρας. Προς τούτο έστρεψαν τα οπλοπολυβόλα προς τα γυναικόπαιδα, κροταλίζοντα αυτά επιδεικτικώς άνωθεν της μάνδρας. Οι κάτοικοι γονυπετείς διά φωνών, λυγμών και παρακλήσεων εζήτουν σωτηρίαν, ουρανομήκεις δε ανέπεμπον παρακλήσεις προς την Παναγίαν και τον Άγιο Δημήτριον.

Κατά την κρισιμώτάτην εκείνην στιγμήν, από την απέναντι πλευράν κατερχόμενενος έφιππος ο Πελοπίδας εφώναξε δυνατά: «Σταματίστε την σφαγήν, να μην εκτελεσθή κανείς, περιμένετε». Εντός τριών λεπτών της ώρας έφθασεν επί τόπου με τον αφηνιάζοντα ερυθρόν ίππον του και διέταξε να μην εκτελεσθή ουδείς, διότι ήτο υπεύθυνος δια τας εκτελέσεις.

Εικόνα: Καπετάν Πελοπίδας (Παντελής Λάσκας/ 1915-1948)-Έφιππος 8 Οκτωβρίου 1944 στην Κόρινθο.

Σελ. 114
Οι ανταρτοκομμουνισταί βαρέως φέροντες τούτο, οσάκις εδίδετο εις αυτούς η ευκαιρία, εφόνευον και έσφαζον. Ούτω περί την μεσημβρίαν παρέλαβον τους Γρηγόριον Διολίτσην, Ιωάννην Χ. Ψυχογυιόν, Ευάγγελον Λίτσαν, Δημήτριον Νταβίλην, Νικόλαον Ντούσιαν, Τιμόθεον Πορτιάν, Αντώνιον Στέργιον, Στυλιανόν Παραβάντην. Παναγιώτην Παραβάντην και Κων/νον Σελληγιώργην δια να τους εκτελέσουν εις την θέσιν «Ποταμιά».
Εξ αυτών εσώθησαν οι Στυλιανός Παραβάντης και ο Παναγιώτης Παραβάντης τη μεσολαβήσει σημαίνοντος προσώπου μεταξύ των ανταρτοκομμουνιστών*(*σ.εμού: Εννοείται τη μεσολάβησει του συγγενούς τους, Γεώργιου Παραβάντη του Νικολάου-Βουλευτού,πολιτευτή!και ο Ιωάννης Χ. Ψυχογυιός, τη ενεργεία του εκ Κρύα –Βρύσης κρατουμένου τότε εις Αχλαδόκαμπον, Αθανασίου Νικολοπούλου, οι δε υπόλοιποι επτά εσφάγησαν εις την θέσιν «Ποτανιά» του Γύρου, παρά τους πρόποδας του Μουχλίου.
Παραπλεύρως του ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου επί της δημοσίας οδού ετυφέκισαν τον Βασίλειον Ψυχογυιόν, επί δε του λόφου των Υσιών έσφαξαν τους Κων/νον Τζούραν και Λεωνίδαν Ντούσιαν, θα έσφαζαν δε εκεί τον, ως εκ θαύματος διαφυγόντα εκ των χειρών των κάτωθεν των βράχων και εκείθεν διά μέσου του ελαιώνος προς τον σιδηροδρομικόν σταθμόν, τραυματισθέντα δε ελαφρώς παρά τας αδιακόπους ριπάς του οπλοπολυβόλου, Στυλιανόν Γκάβαν.
Τον δε Μιχαήλ Φλούτσην ευρόντες εις τον κήπον της οικίας του εφόνευσαν εις την θέσιν «Ντελή».
Εν τω μεταξύ ο ναός του Αγίου Δημητρίου μετεβλήθη εις πρόχειρον νοσοκομείον. Εκεί συνεκέντρωσαν τους τραυματίας των, εις τους οποίους προσέφερον τας πρώτας βοηθείας. Έπειτα διά τετράδων Αχλαδοκαμπιτών απέστελλον αυτούς εις το χωρίον Λουκά της Μαντινείας.
Μεγάλας και υπερανθρώπους προσπαθείας κατέβαλε την ημέραν εκείνην ο ιατρός του Αχλαδοκάμπου Κων/νος Λομβαρδιάς, όπως σώση τραυματίας ανταρτοκομμουνιστάς και Αχλαδοκαμπίτας, σωθείς δις εκ θαύματος από βεβαίαν σφαγήν.
Καθ΄όλην την ημέραν, ενώ οι κάτοικοι εις τον χώρον του Δημ. Σχολείου υφίσταντο τας φρικωδεστέρας των τιμωριών υπό των ανταρτοκομμουνιστών, το επικουρικόν αυτών σώμα επεδόθη εις λεηλασίαν των πάντων, των κλοπιμαίων μεταφερομένων βεβιασμένως δι΄ υποζυγίων προς το κάτοθεν του χωρίου μέρος, απ΄ όπου παρελάμβανον αυτά τα τροχοφόρα μέσα.
Περί την 5ην απογευματινήν ώραν, επέτρεψαν εις τους γέροντας και τα γυναικόπαιδα και επέστρεψαν εις τας οικίας των, τας οποίας αντίκρυσαν παντελώς γυμνάς. Πάντες οι άνδρες εκρατήθησαν εις το Σχολείον.
Ήρχισαν, εν τώ μεταξύ, ν΄ ανακαλύπτωνται υπό των γυναικοπαίδων οι σφαγισθέντες εντός του χωρίου και να διαδίδεται μεταξύ των γυναικών

Σελ. 115
πως και ο τάδε είναι φονευμένος εις εκείνο το φυλάκιον και ο δείνα εσφαγμένος εις το άλλον. Επειδή όμως ήρχισε να νυκτώνη και απηγορεύθη η κυκλοφορία, δεν επεδόθησαν εις την περισυλλογήν των φονευθέντων. Πάντες ανέμενον να ανατείλη η Τρίτη, 19 Σεπτεμβρίου, διά να περισυλλέξουν τους σφαγιασθέντας και να μάθουν τι απέγιναν τα προσφιλή των πρόσωπα, τα οποία δεν είδον την προηγουμένην ημέραν, προσέτι δε, διά να ίδουν τι θα απογίνουν οι κεκλεισμένοι εις το Σχολείον υπέρ τριακόσιοι άνδρες.

5. Ο ενταφιασμός των φονευθέντων και η πορεία των Αχλαδοκαμπιτών προς του Λουκά. Τα δικαστήρια και η επιστροφή των.
Η 19η Σεπτεμβρίου 1944, ημέρα Τρίτη, ανέτειλε φοβερά και απαισία διά τον Αχλαδόκαμπον. Παντού πένθος και λύπη ηπλώθη διά τους φονευθέντας και σφαγιασθέντας. Μητέρες έκλαιον διά τα τέκνα των, αδερφοί και αδελφαί διά τους αδελφούς και πατέρες των, σύζυγοι διά τους συζύγους των και συγγενείς διά τους συγγενείς των. Από τα πέριξ του χωρίου σημεία τα γυναικόπαιδα μετέφερον τους σφαγιασθέντας εις το νεκροταφείον. Απερίγραπτος είναι ο θρήνος της ημέρας εκείνης.
Ενώ αυτά συνέβαινον εις το νεκροταφείον, παρά τον ναόν του Αγίου Δημητρίου εθάπτετο ο Αντώνιος Παναγάκης και ο Σπυρίδων Αναγνωστόπουλος, παραπλεύρως δε εκεί ηνοίχθη ομαδικός τάφος, εις τον οποίον ετάφησαν 16 ανταρτοκομμουνισταί. Πάντες εκεί ετάφησαν άνευ ιερέως και Νεκρωσίμου Ακολουθίας.
Περί την 10ην πρωϊνήν ώραν, οι ανταρτοκομμοινσταί ωδηγήθηκαν συντεταγμένους όλους τους κρατουμένους άνδρας από το Σχολείον, τη συνδεία ενόπλων στρατιωτών, με επικεφαλής τον ιερέα Γεώργιον Μαρούτσον, εις το χωρίον Λουκά. Γυμνοί σχεδόν και ανυπόδητοι φθάσαντες εκεί εκλείσθησαν εις το Δημ. Σχολείον υπό τας ύβρεις και τον εμπαιγμόν των περιεστώτων, επί 24ωρον όλον, κατά το οποίον εγένοντο και αι σχετικαί προανακρίσεις. Οι γέροντες, και όσοι δεν έλαβον μέρος κατά την μάχην, απαλλαγέντες επέστρεψαν εις Αχλαδόκαμπον, εξαιρέσει του αποθανόντος κατά την ταλαιπωρίαν γέροντος Παναγιώτου Μπέλμπα.
Οι λαβόντες μέρος κατά την μάχην και ευρεθέντες εκεί περί τους 75, χαρακτηρισθέντες «βαρυποινίται», κατεδικάσθησαν εις θάνατον.
Από του Λουκά οι καταδικασθέντες μετεφέρθησαν εις Τσιπιανά, όπου οι χωρικοί φιλόξενοι δειχθέντες, προσέφερον ολίγα τρόφιμα. Έν Τσιπιανοίς παρέμειναν εις το  Δημοτ. Σχολείον, επί μίαν εβδομάδα, υποστάντες νέας ανακρίσεις, πολλοί των οποίων εδάρησαν και κακομεταχειρίσθησαν.
Από τα Τσιπιανά επέστρεψαν πάλιν εις Λουκά, δια να δικαστούν τελικώς. Το δικαστήριον κατ΄ αρχάς συνεδρίασεν εις το Δημ. Σχολείον, έπειτα

Σελ.116
όμως μετεφέρθη εις τον ναόν του Αγίου Ιωάννου. Εκεί εν μέσω σκότους και θυέλλης, τα οποία οι κρατούμενοι εχαρακτήρισαν ως σημεία θείας οργής, εδικάσθησαν και κατεδικάσθησαν υπό του λαϊκού δικαστηρίου και υπό του παρακολουθούντος από τον γυναικωνίτην λαού, άπαντες εις θάνατον.
Αλλ΄ η επικρατούσα διάδοσις, ότι δεν πρόκειται να φονευθή ουδείς, επαληθεύθη μετ΄ ολίγον διά διαταγής της Διασυμμαχικής Επιτροπής.
Πάντως ο χρέη εισαγγελέως εκτελών εις το λαϊκόν εκείνον δικαστήριον, απευθυνόμενος προς τους μελλοθανάτους είπε πολλά, μεταξύ των οποίων και τα εξής καυστικά λόγια:
«…Και τώρα μελλοθάνατοι κατηραμένοι, που θα πάτε στον κάτω Κόσμον, να κρυφτήτε, κάπου εκεί, στο σκοτάδι της Αβύσσου. Μαύρα σκουλήκια, προσέξτε στον Άδη που θα κατεβήτε να μη σηκώσετε τα μάτια σας και αντικρύσετε τας ψυχάς των ηρώων του Αγώνος γιατί δεν το αξίζετε. Μαύρα κοράκια ταφήτε στα κατάβαθα αιωνίως άδοξα και άτιμα, όπως σας αξίζη…».
Μετά την πυρίνην ταύτην αγόρευσιν, ο Πρόεδρος του δικαστηρίου ανέλαβε την απόφασιν δι΄ άλλην συνεδρίασιν.
Αλλ΄ εν τώ μεταξύ κατέφθασεν αγγελιοφόρος από το εν Βυτίνη Στρατηγείον των ανταρτοκομμουνιστών, διαβιβάσας εντολήν αυτού να μην εκτελεσθή ουδείς, πάντες δε να οδηγηθούν εις Βυτίνα. Ούτω δια μέσου Κάψια και χαράδρας Καρδαρά, δι΄ απεριγράπτου τρόμου και ταλαιπωρίας έφθασαν ο εκεί, παραμείναντες επί 10ήμερον εις την Δασικήν Σχολήν. Επί τόπου έφθασαν ο αρχηγός των ανταρτοκομμουνιστών Άρης Βελουχιώτης, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ως υπουργός των Οικονομικών και της Ανασυγκροτήσεως(8 Ιουλίου-23 Οκτωβρίου 1944), αποβιβασθείς εν Καλάμαις ως αντιπρόσωπος της Ελλην. Κυβερνήσεως και του Συμμαχικού Στρατηγείου, ως και άλλοι παράγοντες, οι οποίοι απήλλαξαν τους 75 «βαρυποινίτας» Αχλαδοκαμπίτας πάσης ποινής. Ούτοι εν κακή καταστάσει επέστρεψαν εις Αχλαδόκαμπον, έπειτα από 20ήμερον φρικτήν δοκιμασίαν.

6. Η πορεία των διαλυθέντων Ταγμάτων Ασφαλείας Τριπόλεως δια μέσου Αχλαδοκάμπου προς Μύλους.

Την 30ήν Σεπτεμβρίου, ο Διοικητής Ταγμάτων Ασφαλείας Τριπόλεως  Δ. Παπαδόγκονας, πιεσθείς υπό του Π. Κανελλοπούλου και του αρχηγού των ανταρτοκομμουνιστών Άρη Βελουχιώτη, διέλυσε τα Τάγματα Ασφαλείας, υπό τον όρον να βαδίσουν συντεταγμένα προς τους Μύλους και να συνοδευθούν υπό αγγλικής διμοιρίας.
Η εν Μέση Ανατολή Κυβέρνησις, την 13ην Σεπτεμβρίου ηξίωσε την διάλυσιν αυτών δια των Ραδιοφωνικών σταθμών Καϊρου και Λονδίνου. Το δε Σύμφωνον της Καζέρτας, της 26ης  Σ/βρίου, δια του 5ου άρθρου αυτού ώριζε:

Σελ.117
«Τα Τάγματα Ασφαλείας θεωρούνται όργανα του εχθρού. Θα χαρακτηρισθούν ως εχθρικοί σχηματισμοί, εκτός εάν παραδοθούν συμφώνως προς τας διαταγάς του στρατηγού Διοικητού των εν Ελλάδι δυνάμεων»
Ούτω, τα Τάγματα Ασφαλείας Τριπόλεως μετά των Λόχων ταγματασφαλιτών Ριζών, Βλαχοκερασίας, Ελαιοχωρίου και άλλων μερών, συνοδευόμενα υπό αγγλικής διμοιρίας, κινήσαντα εκ Τριπόλεως, διανυκτέρευσαν εις Αχλαδόκαμπον την 1ην Οκτωβρίου.
Την επομένην εβάδισαν προς Μύλους. Εις τον Αχλαδόκαμπον προσετέθη εις αυτά ο Γ. Μπαλάσκας και ο Ιωάννης Ντούσιας μετά του υπολοχαγού Κ. Παπαχριστοδούλου καθ΄ οδόν, παρά την θέσιν «Δόκανο». Φθάσαντα εις Μύλους, έκαστος ταγματασφαλίτης εγκαταλείπων επίο της παραλίας τον οπλισμόν του, επεβιβάζετο λέμβου και κατηυθύνετο προς το αναμένον εις τα ανοικτά πλοίον, το οποίον μετέφερν αυτούς εις τας Σπέτσας. Από τας Σπέτσας, μετά ένα μήνα, διαξεπεραιώθησαν εις Πειραιά και εκείθεν έφθασαν εις Αθήνας, όπου έλεβον ενεργόν μέρος κατά των Κομμουνιστών τον Δεκέμβριον του 1944. Τα συγκεντρωθέντα εις Μύλους όπλα των ταγματασφαλιτών παρέδωσαν ο Άγγλοι εις τους ανταρτοκομμουνιστάς.

7. Κρίσεις περί της μάχης του Αχλαδοκάμπου.
Η στάσις του Λόχου ταγματασφαλιτών του Αχλαδοκάμπου, έναντι των ανταρτοκομμουνιστών κατεκρίθη, υπό πολλών, κατά την εποχήν εκείνην.
Κατηγόρησαν τους Αχλαδοκαμπίτας ταγματασφαλίτας επειδή δεν ηκουλούθησαν συμβιβστικήν πολιτικήν, προτιμήσαντες, αντί της παραδώσεως των όπλων, να μεταφέρουν το πυρ και τον όλεθρον επί των κεφλών δύο χιλιάδων αμάχου πληθυσμού και να γίνουν αίτιοι του θανάτου ικανού αριθμού κατοίκων και ανταρτοκομμουνιστών.
Αλλ΄ ως επεδείχθη εκ των υστέρων αι ανωτέρω κρίσεις χαρακτηρίζονται επισφαλείς, διότι η όλη κίνησις των ανταρτοκομμουνιστών είχεν αντεθνικόν χαρακτήρα, σκοπούσα εις την υποδούλωσιν του έθνους εις τον Κομμουνισμόν. Ούτως ο Αχλαδόκαμπος εδικαιώθη, η δε στάσις των ταγματασφαλιτών του Αχλαδοκάμπου χαρακτηρίζεται γενναία και ελληνοπρεπείς.
Εκθέτοντες αντικειμενικώς τα πράγματα λέγομεν ότι, ο Αχλαδόκαμπος το μοιραίον δεν ηδυνήθη ν΄ αποφύγη, μετά την γενομένην εις Νταούλι ενέδραν των ανταρτοκομμουνιστών κατά των Γερμανών, κατά την οποίαν εκινδύνευσε να εκριζωθή εκ θεμελίων υπό των Γερμανών, λόγω της γεωγραφικής του θέσεως και της εξελίξεως των πολιτικών πραγμάτων. Το γεγονός δε, ότι ουδείς υπήρξεν ανταρτοκομμουνιστής εξ Αχλαδοκάμπου, επέβαλλεν ψυχολογικώς

Σελ. 118 και 119
εις πάντας τους κατοίκους να πολεμήσουν, ως επολέμησαν τους ανταρτοκομμουνστάς. Ο Αχλαδόκαμπος επέπρωτο να γίνη μία πλήρης θυσία εις τον υπέρ Πίστεως Πατρίδος και επικρατήσεως των ιδανικών της Φυλής ημών Αγώνα και εν τέλειον ολοκαύτωμα εις τον βωμόν της Παγκοσμίου Ελευθερίας. Επομένως ουχί η άκαμπτος  στάσις των ξένων αξιωματικών και των Αχλαδοκαμπιτών ταγματασφαλιτών, ουχί πολιτικοί υπολογισμοί και προσωπικά οφέλη, ουχί η άκαμπτος στάσις των ξένων αξιωματικών και των Αχλαδοκαμπιτών ταγματασφαλιτών, ουχί πολιτικοί υπολογισμοί και προσωπικά οφέλη, ουχί αύτη ή εκείνη η ενέργεια ωρισμένων προσώπων, αλλ΄ αυτή αύτη η ψυχοσύνθεσις ανέκαθεν των Αχλαδοκαμπιτών και η πίστης αυτών ότι ο Κομμουνισμός είναι εχθρός της Θρησκείας, της Πατρίδος και της Οικογενείας, εκίνησε την αποστροφήν και την αηδίαν αυτών προς εκείνον, επέφερε την ρήξιν και προκάλεσε την μάχην.

8. Τα θύματα της μάχης του Αχλαδοκάμπου.
Θύματα κατά την μάχην του Αχλαδοκάμπου περισσότερα είχον οι ανταρτοκομμουνισταί, ως επιτιθέμενοι. Τα θύματα του Αχλαδοκάμπου ήσαν ελάχιστα. Πολλά εγένοντο μετά την μάχην διά της σφαγής.
α) Θύματα των ανταρτοκομμουνιστών. Οι ανταρτοκομμουνισταί είχον περίπου 50 τραυματίας και 40 νεκρούς. Οι τραυματίαι ως και ορισμένοι νεκροί μετεφέρθησαν εις Λουκά. Ουδείς νεκρός ή τραυματίας μετεφέρθη εις άλλο χωρίον. Εις το περίβολον του ναού του Αγίου Δημητρίου ετάφησαν 16, είς εις Άγιον Ιωάννην και τριών τα οστά ευρέθησαν μεταξύ «Καλύβας Παραβάντη» και «Λεύκων», ίσως και άλλων τινών αλλαχού.
β) Θύματα του Αχλαδοκάμπου. Κατά την μάχην εφονεύθησαν ή εσφάγησαν οι εξής κατ΄ αλφαβητικήν σειράν Αχλαδοκαμπίται:
1) Δημήτριος Γεωρ. Αναγνωστόπουλος *(σ.εμού: 1916, γεωργός)
2) Σπυρίδων Ιωάν. Αναγνωστόπουλος *(σ.εμού: 1904, φανοποιός)
3) Δημήτριος Νικ. Αράλης   *( σ.εμού: 1900, γεωργός)
4) Γεώργιος Ιωάν. Αργύρης *( σ.εμού: 1913,   γεωργός)
5) Ιωάννης Αθαν. Αργύρης *( σ.εμού: 1871,   ποιμήν)
6) Ευάγγελος Γρηγ. Βραχνός *( σ.εμού: 1917, γεωργός)
7) Γρηγόριος Ηλ. Διολίτσης *( σ.εμού: 1911, γεωργός)
8) Ευθύμιος Ιωαν. Θεοδσίου *( σ.εμού: 1917, γεωργός)
9) Γεώργιος Παν. Καγκλής *( σ.εμού: 1917, μυλωθρός)
10) Θεόδωρος Ελευθ. Καμπούρος *( σ.εμού: 1914,   δημοδιδάσκαλος)
11) Γεώργιος Ιωάν. Κόκκαλης *( σ.εμού: 1925, ιδιωτ.  υπάλληλος)
12) Βασίλειος Σταύρ. Λαγγής *( σ.εμού: 1909, ποιμήν)
13) Γεώργιος Κων. Λαγγής *( σ.εμού: ., 1904, ποιμήν
14) Ιωάννης Νικ. Λαγγής *( σ.εμού: 1876, ποιμήν)
15) Κων/νος Ιωάν. Λαγγής  *( σ.εμού: 1913, ποιμήν)
16) Μιλτιάδης Ιωάν. Λαγγής *( σ.εμού: 1924, ποιμήν)
17) Παναγιώτης Ιωαν. Λαγγής *( σ.εμού: 1924, ποιμήν)
18) Σταύρος Βασ. Λαγγής *( σ.εμού: 1868, ποιμήν)
19) Ευάγγελος Πέτ. Λίτσας *(σ.εμου: 1907, γεωργός)
20) Ορέστης Πετ. Λίτσας *( σ.εμού: 1917, γεωργός)
21) Γεώργιος Γεωρ. Μαντής *( σ.εμού: 1905, γεωργός)
22) Χριστίνα Γωργ. Μαντή *( σ.εμού: 1910, οικοκυρά)
23) Νικόλαος παν. Μακρής *( σ.εμού: 1918, ποιμήν)
24) Γεώργιος Κων. Μπονώρης *( σ.εμού: 1915, ποιμήν)
25) Ιωάννης Γεωρ. Μυτηλιναίος *( σ.εμού: 1918, γεωργός)
26) Δημήτριος Σπ. Νταβίλης *( σ.εμού: 1906,  υπάλληλος  ΣΠΑΠ)
27) Λεωνίδας Ιωάν. Ντούσιας *( σ.εμού: 1916,  γεωργός)
28) Νικόλαος Λεων. Ντούσιας *( σ.εμού: 1904, κρεοπώλης)
29) Αναστάσιος Παν. Ντρούλιας *( σ.εμού: 1899, γεωργός)
30) Ανδρέας Ιωάν. Ντούλιας *( σ.εμού: 1924, γεωργός)
31) Νικήτας Ιωάν. Ντρούλιας *( σ.εμού: 1916, ποιμήν)
32) Κων/νος Λεων. Ντρούλιας *( σ.εμού: 1907, ποιμήν)
33) Τρύφων Ελευθ. Ντρούλιας *( σ.εμού: 1918, ποιμήν)
34) Αντώνιος Χρ. Παναγάκης *( σ.εμού: 1908,  γεωργός)
35) Κων/νος Σπ. Παναγάκης *( σ.εμού: 1864, γεωργός)
36) Αντώνιος Ιωάν. Παπαδόπουλος *( σ.εμού: 1882, γεωργός)
37) Ιωάννης Αλεξ. Παράχος *( σ.εμού: 1920,  γεωργός)
38) Τιμόθεος Ιωάν. Πορτιάς *( σ.εμού: 1918, ιδιωτ. υπάλληλος)
39) Κων/νος Περ. Σελληγιώργης *( σ.εμού: 1917, ιδιωτικός  υπάλληλος)
40) Δημήτριος Κων. Σελλής *( σ.εμού: 1919,   ποιμήν)
41) Ιωάννης Ιωάν. Σελλής
42) Αντώνιος Κων. Στέργιος *( σ.εμού: 1918, γεωργός)
43) Πέτρος Γεωρ. Στέργιος *( σ.εμού: 1861, γεωργός)
44) Κων/νος Γωρ. Τζούρας *( σ.εμού: 1920,  γεωργός)
45) Ιωάννης Γεωρ. Τριανταφύλλης *( σ.εμού: 1920,   ποιμήν)
46) Κων/νος Νικ. Τσατσαφούλης *( σ.εμού: 1925,   γεωργός)
47) Κων/νος Παν. Φιφλής *( σ.εμού: 1920. γεωργός)
48) Μιχαήλ Νικ. Φλούτσης *( σ.εμού: 1917,   ποιμήν)
49) Αθανάσιος Ανδ. Χιώτης *(σ.εμου: 1918, ποιμήν)
50) Ιωάννης Δημ. Χωματάς *( σ.εμού: 1924, γεωργός)
51) Βασίλειος Κων. Ψυχογυιός *(σ.εμού: 1913, γεωργός)
52) Ιωάννης Κων. Ψυχογυιός *( σ.εμού: 1920,  γεωργός)

Επίσης εφονεύθησαν οι εκ κρήτης αξιωματικοί:
Εμμανουήλ Αλεξάκης
Μιχαήλ Ασημάκης

Ομοίως εφονεύθησαν οι εξ Ελαιοχωρίου:
Χρίστος Ανδρ. Σκιτζής
Δημήτριος Γωργ. Σκλιμπώσης

Κατά δε την ταλαιπωρίαν προς Λουκά απεβίωσεν ο
Παναγιώτης Δημ. Μπέλμπας

γ) Τραυματίαι. Επίσης κατά την μάχην του Αχλαδοκάμπου ετραυματίσθησαν οι κάτωθι Αχλαδοκαμπίται:
Γεώργιος Αράλης, Χρίστος Βελώνης, Γεώργιος Βραχνός, Στυλιανός Γκάβας, Γεώργιος Μπαλάσκας, Γεώργιος Ντούσιας, Δημήτριος Ντρούλιας, Ελευθέριος Παπαντωνόπουλος. Χρίστος Παραβάντης, Παρασκευάς Σελλής, Παναγιώτης Σελλής και Κων/νος Ντρούλιας.

Σελ. 120
ΚΕΦ. Η΄
Ο ΑΧΛΑΔΟΚΑΜΠΟΣ ΑΠΟ ΤΗΣ 18-9-44 ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΟΝ
                                      «Και όστις φίλον αντί της αυτού πάτρας
                                          Φίλον ηγείται τούτον ουδαμού λέγω»
                                                                                           (Σοφοκλής)

1. Ο Αχλαδόκαμπος υπό τους ανταρτοκομμουνιστάς μέχρι των «Δεκεμβριανών».
Ευθύς μετά την μάχην του Αχλαδοκάμπου ήδρευεν εν τω χωρίω Φρουραρχείον των ανταρτοκομμουνιστών, το οποίον επέβλεπε την τάξιν και εχορήγει αδείας διά πάσαν κίνησιν. Ιδρύθησαν δε και άλλαι οργανώσεις, διά την εξυπηρέτησιν των σκοπών των, καθώς και ειδική επιτροπή, η οποία προσέφερεν, αναλόγως, εις τας οικογενείας των θυμάτων τρόφιμα και άλλα χρειώδη.
Οι χωρικοί με τα ζώα των εξηπηρέτουν σιωπηλώς αυτούς, μεταφέροντες τρόφιμα ή οπλισμόν προς τα γύρω χωριά και προς το Άργος, εφιλοξένουν δε επί εβδομάδας τον διερχόμενον στρατόν, ιδίως, όταν εξερράγη το «Δεκεμβριανόν Κίνημα» εις τας Αθήνας.
Ολίγας ημέρας μετά την μάχην, διερχόμενον το 6ον Σύνταγμα δια το Άργος, κατέλυσεν εις Αχλαδόκαμπον. Εις το προαύλιον του ναού του Αγίου Δημητρίου συγκεντρώθηκαν πολλά γυναικόπαιδα, διαταγή των ανταρτοκομμουνιστών διά να υποδεχθούν τους αρχηγούς Βαζαίον και Πελοπίδαν. Παρέστησαν δε και όσοι εκ των ανδρών είχον επιστρέψει από του Λουκά. Εκεί προσεφέρθησαν υπό των κατοίκων εις τους δύο συναρχηγούς άνθη, εκείνοι δε ωμίλησαν δι΄ ολίγων έκαστος, εκθέσαντες τους σκοπούς των και την νέαν φάσιν του αγώνος του Ε.Λ.Α.Σ.
Ο Αχλαδόκαμπος τόσον κατά την προέλασιν των ανταρτοκομμουνιστών προς Αθήνας, όσον και κατά την οπισθοχώρησιν αυτών, μετά το «Δεκεμβριανόν Κίνημα», εδεινοπάθησεν εξυπηρετών τους πάντας και παρέχων εις αυτούς ό, τι εζήτουν.

 1. Τιμαί προς τους σφαγιασθέντας Αχλαδοκαμπίτας.Η συνταξιοδότησις των οικογενειών.
Από το 1945 και εξής, ήρχισαν ν΄ αποδίδωνται τιμαί προς τους πεσόντας και σφαγιασθέντας Αχλαδοκαμπίτας δι΄ αρχιερατικών λειτουργιών, επιμνημοσύνων λόγων, καταθέσεις στεφάνων εις το ιδρυθέν προς τιμήν των, Ηρώον και δι΄ άλλων εκδηλώσεων ………

Σελ. 121,
[………………………………………]
Εις τους σφαγιασθέντας Αχλαδοκαμπίτας δεν αποδόθησαν μόνον τιμαί, αλλά και το Κράτος υπεστήριξε τας οικογενείας των χορηγήσαν εις τας χήρας ορφανά και γονείς Πολεμικήν Σύνταξιν, τον Δεκέμβριον του 1946, πληρωτέαν όμως από του Δεκεμβρίου του 1944, χαρακτηρίσαν τον αγώνα των, ως αγώνα Εθνικόν.

Σελ. 122, 123, 124,125
 [……………………………………….!]
1.Ο Παναγιώτης Ψυχογυιός. Αχλαδόκαμπος-Βοτονόσιον Ηπείρου.
Ως συνέχεια της μάχης του Αχλαδοκάμπου θεωρείται η ηρωϊκή αντίστασις του ανθυπιλάρχου Παναγιώτη Θ. Ψυχογυιού εις το Βονοστόσιον της Ηπείρου κατά των ανταρτοκομμουνιστών τον Δεκέμβριον του 1944. Διαπνεόμενος από τας Ελληνοχριστιανικάς παραδόσεις και εμπεόμενος από την ηρωϊκήν θυσίαν των πατριωτών του Αχλαδοκαμπιτών, ηγωνίσθη ηρωϊκώς και έπεσεν ενδόξως υπέρ πατρίδος εις την Μικράν Γόνιστα της Ηπείρου.
Τον Δεκέμβριον του 1944, ως ανθυπίλαρχος, έχων ίδιον λόγον, και διοργανώνων την εθνικόφρονα φρουράν Βοτονοσίου του Μετσόβου, συνεπλάκη επί διήμερον μετ΄ ανταρτοκομμουνιστών της περιοχής με αποτέλεσμα να εξοντωθούν πάντες σχεδόν οι στρατιώται του, αυτός δε τραυματισμένος, εμάχετο μέχρις ότου θραύσας το οπλοπουβόλον του, απέθανεν επ΄ αυτού εις την περιοχήν Μικράς Γονίστης της Ηπείρου.
Ο Μ. Μυριδάκης εις το έργον του «Αγώνες της Φυλής», σελ. 209 σημειοί:
«Περί την μεσημβρίαν τμήματα του ΕΛΑΣ και συγκεκριμένως ένα τάγμα του 4ου συντάγματος της 1ης Μεραρχίας, του συνταγματάρχου Μουστεράκη Ιωάννου, επετέθη με πυκνότατον πύρ όλμων και πολυβόλων, εναντίον της φρουράς των Εθνικών Ομάδων Βοτονοσίου, χωρίου κειμένου εις την περιοχήν Μετσόβου επί της δημοσίας οδού, αποτελουμένης εκ 34 ανδρών με επικεφαλήε τον ανθυπίλαρχον Ψυχογυιόν. Μετά 5ωρον μάχην η φρουρά αυτή εκάμφθη ή μάλλον εξωντώθη, διότι έπεσαν μαχόμενοι ηρωϊκώς οι τριάκοντα μετά του ανθυπιλάρχου Ψυχογιού και μόνον τέσσαρες διεσώθησαν, οίτινες έσπευσαν και ανέφεραν τα γεγονότα εις την διοίκησιν του τομέως των. Οι τριάκοντα αυτοί Εδεσίται αντάρται έπεσαν όλοι κατά την μάχην ή μετ΄ αυτήν, διότι εξετελέσθησαν μετά την μάχην οι τραυματίαι περά των κακούργων αντιπάλων των.»

Η Πατρίς ευγνωμονούσα διά την ηρωϊκήν του θυσίαν, έστησε την προτομήν του εις χωριστήν θέσιν, άνωθεν του Ηρώου, ενεργείαις και δαπάνη του Γενικού Επιτελείου Στρατού και της Κοινότητος Αχλαδοκάμπου, με επίγραμμα εκ του Ευριπίδου: «ΩΣ Δ ΑΝ ΠΟΛΕΙ ΠΟΝΗΣΙ ΖΩΝ ΤΕ ΚΑΙ ΘΑΝΩΝ ΟΜΟΙΩΣ ΕΚ ΠΑΝΤΩΝ ΤΙΜΑΤΑΙ».[………………………………………!]

Σελ. 126
5. Ο Αχλαδόκαμπος κατά τον Συμμοριτοπόλεμον (1947-1949)
[……………………………………]
Τον Μάρτιον του 1949 ο Ελληνικός στρατός διεξήγαγε επιχειρήσεις προς εκαθάρισιν της Πελοποννήσου από τους συμμορίτας, οι οποίοι είχον περάσματα και από τον Αχλαδόκαμπον. Την εποχήν εκείνην κατεσκευάσθη το μέχρι σήμερον σωζόμενον οχυρόν περίπτερον εις την θέσιν «Λυκάλωνο».
Κατά την εν λόγω εποχήν, ομάς συμμοριτών, προερχόμενη εκ Πάρνωνος (Μαλεβώ) και κατευθυνομένη προς Αρτεμίσιον, επειδή συνήντησε παρά την Κρύα-Βρύσην δύναμιν εκ 200 στρατιωτών, οπισθοχωρήσασα περιπλανάτο ανά την περιοχήν Αχλαδοκάμπου, υπό τους αρχηγούς Αλλοίμονον και Σουλφάκον. Την 15ην Μαρτίου από της θέσεως «Σμερτάρι» με οδηγόν τον ποιμένα Γεώργιον Ι. Ρουμέτζαν, επεχείρησε να περάση πάλιν προς τον Πάρνωνα, αποφεύγουσα τας ενέδρας του Ελληνικού στρατού.
Όταν έφθασαν ένωθεν της Πηνικόβης εις την θέσιν «Γούβη μανδρί», ήρχισεν ήδη να εξημερώνη, φοβηθέντες δε να προχωρήσουν επί της χιονισμένης πλευράς, έμειναν εκεί και ακροβολισθέντες απεκοιμήθηκαν. Εις την ομάδα αυτήν ήσαν και πολλαί συμμορίτισσαι. Εν τω μεταξύ ο Γεώργιος Ρουμέτζας κατόρθωσε να ξεφύγη, κατευθυνθείς προς το Ελαοχώριο.
Το γεγονός ανέφερεν εις τον αξιωματικόν της φρουράς της εκεί Γεφύρας, εκείνος δε, ειδοποιήσας το σώμα στρατού του Ελαιοχωρίου ν΄ ακολουθήση, έσπευσε μετά του Γ. Ρουμέτζα δια να προλάβουν τους συμμορίτας εις την θέσιν, όπου άφησεν αυτός. Αλλ΄ οι συμμορίται αντιληφθέντες την απόδρασιν του Ρουμέτζα, και υποψιασθέντες την προδοσίαν, διερκορπίσθησαν ανά την περιοχήν «Φλεβίτσα» και «Πλατάνι». Η αφιχθείσα στρατιωτική δύναμις κατεδίωξεν εγκαίρως αυτούς ανά την περιοχήν «Πλατάνι». Εκεί συνελήφθησαν δύο συμμορίται και δύο συμμορίτισσαι. Αι οποίαι από λιμνάζον νερό, έβαλλον, αφνώς, διά του πολυβόλου κατά του Εθνικού στρατού. Των άλλων καταδιωχθέντων, συνελήφθησαν οι πλείστοι, παρά την θέσιν «Δόκανο».
‘Απαντες μετεφέρθησαν εις το παρά την Κοίμησιν της Θεοτόκου Χάνι όπου έδρευαν επί του λόφου των Υσιών λόχος Εθνικού στρατού.
Ακριβώς δε την ημέραν εκείνην 16 Μαρτίου 1949, άλλη ομάς συμμοριτών, θέσασα νάρκην εις την σιδηροδρομικήν γραμμήν, παρά τον συνοικισμόν «Σπηλιωτάκη» επέτυχε την ανατίναξιν του βαγονέττου με την ομάδα εργατών της Σ.Π.Α.Π. Εξ Αχλαδοκάμπου, μεταξύ των φονευθέντων, ήτο ο Ιωάννης Παράσχος και εκ των τραυματισθέντων ο αρχιεργάτης Σταύρος Μαντής.
Τους κρατουμένους συμμορίτας ετυφέκισαν εις θέσιν «Ποταμιά»

6. Θύματα εξ Αχλαδοκάμπου κατά τον Συμμοριτοπόλεμον.
1) Ελισσαίος Βασ. Κόλλιας
2) Βασίλειος Παν. Μαντής
3) Παναγιώτης Κων. Μπονώρης
4) Ευάγγελος Γεωρ. Μύλης (εξ Ανδίτσης)
5) Κων/νος Νικ. Νικολόπουλος (εξ Ανδρίυσης)
6) Ιωάννης Χρ. Παράσχος
7) Στυλιανός Ιωαν. Πορτιάς
Το 1951 εφονεύθη ως κληρωτός και ο Κων/νος Ελ. Παπαντωνόπουλος.


ΑΝΤΙ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΓΙΑ Τ΄ ΑΝΩΤΕΡΩ !

Α΄) Αναφορά εκ του βιβλίου, του Συνταγματάρχη Εμμ. Βαζαίου για την Μάχη του Αχλαδοκάμπου(Σελ.89-93)  :
«Επειδή όμως εις τον Αχλαδόκαμπον υπήρχε δύναμις 300 ανδρών εξ εντοπίων οι οποίοι μετά του Λόχου του Ελαιοχωρίου αποτέλουν Τάγμα υπό τον Λοχαγόν Μπούκαν,*(* σ. εμού: Ο Λοχαγός Ιωαν. Μπούκας ήταν τότε 44 ετών και καταγόταν από την Κέα Κυκλάδων. Πρωτού αναλάβει Διοικητής του Τάγματος Αχλαδοκάμπου είχε καταταγεί «εις Β΄Αρχηγείον Χωροφυλακής Πελοποννήσου(Τρίπολη)» του Παπαδόγγονα, μετά την διάλυση της ΕΚΚΑ του συνταγματάρχη Ψαρρού, όπου υπηρετούσε από τον Νοέμβριο του 1943 «ως σύνδεσμος Νο 153») και επειδή είχον αρχίσει διαπραγματεύσεις μεταξύ του Αργηγείου της ΙΙΙ Μ. των Άγγλων και του Συν/χου Παπαδόγκωνα, μεσολαβούντος και του Αντιπροσώπου της Κυβερνήσεως κ. Π. Κανελοπούλου, διά την παράδοσιν του Συν/τος Τριπόλεως, προς πρόληψιν αιματοχυσίας, η ΙΙΙ Μεραρχία με διατάσσει να καλέσω τον Διοικητήν του Τάγματος Αχλαδοκάμπου ίνα παραδώση τον οπλισμόν και να διαλύση τους άνδρας του. Ο Λοχαγός Μπούκας Ι. ήτο γνωστός μου από του καιρού της ειρήνης. Τον ειδοποίησα προφορικώς περί τούτου, αλλά δεν μοι απάντησε. Του αποστέλλω επίσημον έγγραφον με τον ιερέα του χωρίου Αγιοργίτικα και εις απάντησιν μου παραγγέλλει: «Μολών λαβέ». Την ίδιαν ημέραν συνελάβομεν ένα χωρικόν*(* σ. εμού: Νικολάος Τσατσαφούλης) του Αχλαδοκάμπου σύνδεσμον του Μπούκα ο οποίος  είχε κεκρυμμένην εις την σόλαν του υποδήματός του αναφοράν του Μπούκα προς τον Συν/χην Παπαδόγκοναν διά της οποίας του εζήτει ενισχύσεις διότι επίκειται η επίθεσις των ανταρτών. Την ίδίαν ημέραν ο Μπούκας εγκατέλειψε το Τάγμα και κατώρθωσε να εισέλθη εις την Τρίπολιν, παρά την στενήν πολιορκείαν αφήσας το Τάγμα υπό την διοίκησιν ενός Μονίμου Ανθ/στού εντοπίου. Μετά την απάντησιν ταύτην του Λοχαγού Μπούκα Ι., η ΙΙΙ Μεραρχία με διέταξε να ενεργήσω αμέσως δι΄ όλης μου της δυνάμεως διά την εξουδετέρωσιν της εχθρικής δυνάμεως του Αχλαδοκάμπου-Ελαιοχωρίου η οποία ευρίσκετο εις τα νώτα μας.
Αφήσας ελαφρά τμήματα προκαλύψεως εις τον τομέα του Στενού, εκκινώ επί κεφαλής των Ι και ΙΙ Ταγμάτων την 6ην εσπερνήν ώραν της ιδίας ημέρας και μετά επτάωρον νυκτερινήν πορείαν εκυκλώσαμεν το χωρίον Αχλαδόκαμπος, ίνα επιτεθώμεν άμα τη έω της επομένης αιφνιδιαστικώς. Τα προκεχωρημένα όμως φυλάκια του εχθρού μας ανταλήφθησαν και υπεχώρησαν προς το χωρίον, ούτω δε ο αιφνιδιασμός επεκλείσθη. Το χωρίον είναι φύσει οχυρόν λόγω των υψωμάτων τα οποία το περιβάλλουν, και εγνώριζον ότι η μάχη θα ήτο σκληρά, εφ, όσον ο πείσμων εχθρός θα  ημύνετο, όπως και ημύνθη. Έπειτα με ετρόμαζεν η μεγάλη έλλειψις πυρομαχικών (έκαστον πολυβόλον και οπλοπολυβόλον διέθετε 150-200 φυσίγγια και έκαστον τυφέκιον 25-30 φυσίγγια) των τμημάτων μας, και ήτο φανερόν ότι η μεγάλη παράτασις της μάχης θα κατέληγεν εις την αποτυχίαν μας.
Η επίθεσίς μας εξεδηλώθη την 5ην πρωϊνήν της επομένης. Η μάχη ήτο σκληρά διότι οι εντόπιοι στρατιώται του Τάγματος ημύνοντο γενναίως και διότι δεν ήτο εύκολος η εξουδετέρωσις των χαρακωμάτων του εχθρού άνευ πυροβολικού του οποίου εστερούμεθα. Περί την 9,30 ώραν αντιληφθείς ότι η μάχη θα παρετείνετο και ότι ο αγών θα κατέληγεν εις βάρος μας, διατάσσω το Ι Τάγμα να επιτεθή διά της λόγχης προς κατάλυψιν των χαρακωμάτων. *(* σ. εμού: Ίσως χαρακώματα εννοεί και την οχύρωση εντός των οικιών!!!) Μια διμοιρία του 1ου Λόχου η οποία εξώρμησε πρώτη εις την έφοδον, κατέλαβε με τα χαρακώματα, πλην έσχεν είκοσι νεκρούς και τραυματίας και τον διμοιρίτην Ανθ/γόν βαρέως τραυματίαν εις την κοιλίαν. Περί την 10ην ώραν ήρχισεν η γενική έφοδος των τμημάτων μας και η μάχη εκόπασε παραδοθέντων ή φονευθέντων των εντός των χαρακωμάτων αμυνομένων. Καθ΄ ήν στιγμήν ο αγών έβαινε προς το τέλος, δύναμις εκ δύο διμοιριών του Λόχου Ελαιοχωρίου ήρχετο εις ενίσχυσιν των μαχομένων του Αχλαδοκάμπου, αλλ΄ ήτο πλέον αργά. Επί τω ακούσματι ριπών τινών πολυβόλου , η δύμαμις αύτη υπεχώρησεν προς Ελαιοχώριον. Και εις την μάχην ταύτην έσχομεν 20 νεκρούς και 10 τραυματίας εκ των οποίων οι πέντε υπέκυψαν εις τα τραύματά των μετά τινας ημέρας, οι αντίπαλοι έσχον 65 νεκρούς. *((* σ. εμού: Τουλάχιστον σύμφωνα και με τον συγγραφέα Ιωαν. Αναγνωστόπουλο που περιγραφικά αναφέρει,(βλ. Σελ. 113-114) δέκα φονεύθηκαν, αφού είχαν παραδοθεί και συλληφθεί !))
Άμα ως έληξεν η μάχη κατέρχομαι αμέσως εις την πλατείαν του χωρίου και διατάσσω την συγκέντρωσιν απάντων των κατοίκων και των αιχμαλώτων στρατιωτών, και απηγόρευσα αυστηρώς επί ποινή εκτελέσεως επί τόπου παντός αντάρτου ο οποίος θα επιχείρει να λάβη έστω και μίαν βελόνην από το χωρίον, διά να αποφευχθούν τα έκτροπα και η λαφυραγώγησις. Αφού ωμίλησα επ΄ ολίγον εις τους κατοίκους οι οποίοι ηγνόουν το «μολών λαβέ» του Λοχαγού Μπούκα, εκάλεσαν τον Διοικητήν του Ι Τάγματος*((* σ. εμού: Έφεδρος Υπολοχ. "Γρίβας" (πραγματικό όνομα Γεώργιος Δασόπουλος)) και επήκοον όλων του λέγω. «Το Σύν/μα θα αποσυρθή αμέσως. Θα συγκεντρώσετε άπαντα τα στρατιωτικά υλικά του Τάγματος και θα τα αποστείλητε εντός της ημέρας εις το Στενό. 2) Θα ανεύρητε όλους τους άνδρας τους λαβόντας μέρος εις την μάχην θα τους συνοδεύσητε εις την έδραν του Συν/τος. 3) Θα απαγορεύσητε αυστηρώς παν έκτροπον. Πολλοί άνδρες του χωριού εκ των λαβόντων μέρος εις την μάχην μόλις αντελήφθησαν την κακήν έκβασιν της μάχης, αφήρεσαν την στρατιωτικήν στολήν και το πιλήκιον, έρριψαν τα τυφέκια των εις τα γύρω δενδρύλλια και παρουσιάσθησαν εις την συγκέντρωσιν της πλατείας ως αθώοι περιστεραί.*((* σ. εμού: Έκ των ανωτέρω φαίνεται ότι το Ι  Τάγμα με Διοικητή τον "Γρίβα" και ο 1ος Λόχος του, είχε σχεδόν όλες τις απώλειες ανδρών εκ της επιθέσως, επίσης παρέμεινε στο χωριό μέχρι την επομένη ημέρα ,"διευθετώντας" τα μετά της μάχης, επομένως ασφαλέστερα αποφαίνεται κάποιος ότι όλα τα "έκτροπα" -εντεκδικήσεις υπήρξαν από τους "λυσσιασμένους" άντρες του! 
          Το γιατί διώκτηκε μετά για τα "έκτροπα", από τους Αχλαδοκαμπίτες, (ως θα δούμε κατωτέρω!) ο μον. Υπολοχ. Αναστ. Τούτουνας διοικητής του 6ου Λόχου του ΙΙ Τάγματος  εκτιμώ,  επειδή ως Τριπολιτσiώτης τους ήταν οικείος, όσο και του ότι είχε αρκετές δράσεις στη περιοχή, όπως το επίμαχο "σαμποτάζ" τ΄οποίο  έκανε κυρίως ο Λόχος του!))
Αφού εξησφάλισα την μη λαφυραγώγησιν του χωρίου κ.λ.π. *((* σ. εμού: Και όμως λαφυραγώγηση έγινε, ίσως όχι εκτεταμένη και εμφανείς! (βλ. Σελ. 114/βιβλίο Ι. Αναγνωστόπουλου.)) εξαπέστειλα έν σημείωμα εις τον Πρόεδρον του Ελαιοχωρίου και τον διέτασσον να συγκεντρώση όλα τα όπλα και τα πυρομαχικά του χωρίου του, και να τα αποστείλη εις το Στενό μέχρι της 24ης ώρας. Ο Πρόεδρος εξετέλεσε την διαταγήν και την 23.30 ώραν έφθασαν εις το Στενό επτά κάρρα πλήρη τυφεκίων και κιβωτίων πυρομαχικών.
Ο αντίκτυπος της μάχης του Αχλαδοκάμπου έσχεν ως αποτέλεσμα να παραδοθούν αμαχητεί τα τάγματα Ασφαλείας Άργους και Ναυπλίου.
Περί την 11.30 ώραν ετέθην επί κεφαλής του Συν/τος και εκινήθημεν προς Στενό όπου εφθάσαμεν μετά επτάωρον. Την δε μεσημβρίαν της επομένης έφθασεν ο διοικητής του Ι Τάγματος μετά του 1ου Λόχου συνοδεύων 150 άνδρας του Αχλαδοκάμπου οι οποίοι ωμολόγησαν ότι είχον λάβει μέρος εις την μάχην και άπαντα τα στρατιωτικά υλικά του Τάγματος.
Η  ΙΙΙ Μεραρχία διέταξε να λειτουργήση αμέσως στρατοδικείον εις το χωρίον Λουκά ίνα δικαστούν οι συλληφθέντες. Επειδή ανεμένετο από στιγμής εις στιγμήν η ευόδωσις των διαπραγματεύσεων δια την παράδοσιν του Συν/τος της Τριπόλεως και επειδή είχον την πληροφορίαν ότι η Κυβέρνησις Εθνικής ενότητος θα εκοινοποίει διαταγήν περί παύσεως της αυτοδικίας, διόρισα Πρόεδρον του Στρατοδικείου τον υπασπιστήν μου Ίλαρχον Κονδύλην Νίκον ο οποίος ήτο δεδηλωμένος βασιλόφρων και δεν έπαυε καθ΄ όλην την παραμονήν του εις το Συν/μα να δηλώνη μεγαλοφώνως εις όλους τους κομμουνιστάς του Συν/τος ότι ήλθεν εις το βουνό να πολεμήση τους κατακτητάς, αδιαφορών διά την πολιτικήν. Έδωσα εις το Πρόεδρον μυστικάς οδηγίας να επιβραδύνη όσον θα ηδύνατο την δίκην έως ότου φθάση η αναμενομένη διαταγή της Κυβερνήσεως και τούτο ίνα αποφευχθούν και άλλαι εκτελέσεις,*(* σ. εμού:Εμέσως ο Βαζαίος παραδέχεται ότι έγιναν εκτελέσεις-"έκτροπα") διότι πολλοί εκ των 150 συλληφθέντων κατεδικάσθησαν εις θάνατον. *((* σ. εμού:Από τους 150 οι μισοί απελευθερώθηκαν και «περί τους 75, χαρακτηρισθέντες «βαρυποινίται», κατεδικάσθησαν εις θάνατον»(βλ.σελ.115/βιλίο Ι. Αναγωστόπουλου)). Ούτω και εγένετο. Η δίκη διήρκεσεν επί δύο ημέρας και η διαταγή της Κυβερνήσεως ελήφθη μίαν ώραν προ της εκδόσεως της αποφάσεως. Ούτω δε εκ των 150 δικασθέντων ουδείς έπαθε τι.
Τόσον μεγάλη ήτο η χαρά των κατοίκων του Αχλαδοκάμπου, διότι διά των ενεργειών μας εσώθη το χωρίον των εκ της βεβαίας πλήρους καταστροφής, ώστε όταν μετά την παράδοσιν του Συν/τος Τριπόλεως το 6ον Σύν/μα διήλθεν εν πορεία δια της αμαξιτής οδού ήτις άπτεται του χωρίου, επιτροπή των προκρίτων του χωρίου ήλθεν αυθορμήτως με ανθοδέσμας να μας χαιρετήση αποκαλέσασά με «Σωτήρα του Αχλαδοκάμπου» και καταρωμένη τους αρχηγούς των οι οποίοι δεν τους έλεγον την πραγματικήν κατάστασιν η οποία επεκράτει τότε εις την Πελοπόννησον.*(*σ. εμού: Βλ. σχετική περιγραφή στην Σελ.120 /βιλίο Ι. Αναγωστόπουλου)
Η μάχη αυτή πράγματι θα απεφεύγετο, εάν ο Λοχαγός Μπούκας Ι. και οι ιθύνοντες του χωρίου έλεγον την αλήθειαν της επικρατούσης τότε καταστάσεως εις τους άνδρας του Τάγ/τος και εις όλους τους κατοίκους. Τουναντίον ο Λοχαγός όσον και οι αρχικομματάρχαι του χωριού, αφού εφανάτισαν τους άνδρας και τους ώθησαν εις την μάχην, τους εγκατέλειψαν κρυφίως, αμέσως μετά το «ηρωϊκόν μολών λαβέ».
Κατηγορήθημεν μετά την συμφωνίαν της Βάρκιζας, διότι ευρέθησαν άνδρες φονευμένοι εντός των χαρακωμάτων. Ομολογώ ότι τούτο συνέβη και ότι δεν ηδυνήθην να το προλάβω. Και εάν μεν επεκράτει το Ε.Α.Μ., ή εάν επρόκειτο περί εχθρών αλλοδαπών, το λυπηρόν τούτο γεγονός θα εθεωρήτο ηρωϊσμός και θα είχον απονεμηθεί και μετάλλια ακόμη εις τους άνδρας των τμημάτων της τελικής εφόδου. Επειδή όμως πρόκειται περί αδερφοκτόνου αιματοχυσίας οφειλομένης εις τους «άσπονδους» φίλους μας Άγγλους, μας απεκάλεσαν και μας αποκαλούν δολοφόνους και εγκληματίας.
Εις εκείνους οι οποίοι και σήμερον ακόμη, μετά παρέλευσιν δεκαπενταετίας εξακολουθούν να μας συγκοφαντούν και να μας υβρίζουν απαντώμεν:
1) Αι μάχαι εις ένα εμφύλιον πόλεμον είναι αγριώτεραι εκείνων ενός συνήθους πολέμου.
2) Εκείνους οι οποίοι φονεύουν συναθρώπους των κατά τας μάχας, τους προστατεύει το πολεμικόν δίκαιον, διότι οι αλληλοφονευόμενοι δεν γνωρίζονται μεταξύ των.
3)  Η ψυχική κατάστασις του μαχητού κατά την ώραν της τελικής εφόδου είναι τοιαύτη ώστε ουδείς ηγήτων καο ο άριστος των αρίστων ακόμη να μην έχη την δύμαμιν να τον συγκρατήση από του να μη φονεύση τον αντίπαλόν του εντός του χαρακώματος.
4)    Ο Στρ/κός Κανονισμός αναγράφει λεπτομερώς πως διεξάγεται η τελική έφοδος, και προβλέπει μάλιστα και ειδικούς εκκαθαριστάς χαρακωμάτων, φέροντας ειδικήν μάχαιραν εκκαθαρίσεως. Εν πάση περιπτώσει, οι νεκροί αμφοτέρων των παρατάξεων, καθ΄ό έλληνες, ετάφησαν αδερφωμένοι εις το αυτό νεκροταφείον του χωρίου. Ας παρακαλέσωμεν τας ψυχάς των να παρακαλέσουν τον Ουράνιον Πατέρα να προφυλάξη όλους τους έλληνας από μελλοντικούς εμφυλίους σπαραγμούς.
Εύχομαι δε ολοψύχως και χωρίς μνησικακίαν εις εκείνους οι οποίοι μας κατηγορούν ακόμη, να μην ευρεθούν ποτέ εις την ζωήν των, εις ήν θέσιν ευρέθημεν ημείς, κατά την μάχην ταύτην μεταξύ αδερφών. Ομολογώ ότι δεν είχον την ικανότητα να πράξω περισσότερα διά την σωτηρίαν του Αχλαδοκάμπου.

Β΄) Έκθεση ανακριτή πρωτοδικείου Ναυπλίου περί τα μέσα Μαϊου 1945

«Την 18η-9-1944 το 6ο Σύνταγμα του Ε.Λ.Α.Σ. επετέθη κατά του Αχλαδοκάμπου περί την 5 π.μ. και μετά πεντάωρη πεισματώδη μάχη, του σθεναρά αμυνομένου αυτού τάγματος ασφαλείας. Κατέλαβε το χωριό. Αμφότερα τα μέρη είχαν σοβαρές απώλειες, περισσότερες οι αντάρτες, ως ήταν φυσικό λόγω πλεονεκτικής θέσεως των αμυνομένων-ως καθ΄αυτών και ως εκ της τοποθεσίας της κωμοπόλεως. Δυστυχώς, όμως και οι αμυνόμενοι θρήνησαν πλείστους νεκρούς μετά την πτώση του Αχλαδοκάμπου ουχί άπαντες μέλη του τάγματος ασφαλείας. Συγκεκριμένως:
Μετά την παράδοση του Αχλαδοκάμπου, οι αντάρτες εισήλθαν φρενήρεις στα φυλάκια και κατέσφαξαν πολλούς, από τους οποίους και έξι-επτά τραυματίες. Και σταμάτησαν την αυθαίρετη και αδιάκριτη σφαγή με την επέμβαση των ηγετικών στελεχών και ιδίως ενός Πελοπίδα. Εν συνεχεία, μετά την αποκατάσταση σχετικής τάξεως, ούτως ειπείν κανονικώς (δηλαδή, ουχί μόνο μεμονωμένα, υπό των καθ΄ έκαστον ανταρτών, αλλά συλλογικά κατ΄εντολή των επί κεφαλής) και άλλοι στρατιώτες του τάγματος ως και πολίτες και μεταξύ των τελευταίων τούτων και δύο-τρεις γέροντες. Για όλες τις πράξεις τούτες, όμως, δεν προέκυψαν στοιχεία ενοχής εναντίον ουδενός εκ των κατηγορουμένων ως φυσικών αυτουργών και συνεπώς δέον να μη λάβει χώρα η σχετική κατηγορία.[…] Περαιτέρω, το απόγευμα της ιδίας ημέρας και αφού πλέον ηρέμησαν ολίγον τα πνεύματα, 14 κρατούμενοι, εκ των εντός του σχολείο, παρεδόθησαν σε μία ομάδα ανταρτών. Η επιλογή των κρατουμένων τούτων πραγματοποιήθηκε υπό τινός εκ των επί κεφαλής Παπανικολή,*(*σ.εμού:«Παπανικολής»=Θεόδωρος Κουτσούμπας από Τα Μαζεϊκα Αχαϊας-έφεδρος ανθυπολοχαγός) βάσει σημειώματος και συμβουλευομένου αυτόν ο οποίος γνώριζε πρόσωπα και πράγματα Νικολόπουλο, και εξ αυτών ευρέθησαν μετά οκταήμερο νεκροί οι επτά στη θέση «Ποταμιά», πέντε χιλιόμετρα μακριά του Αχλαδοκάμπου προς Τρίπολη. Τα γεγονότα ταύτα άγουν εμάς στην κρίση ότι οι εκτελεσθέντες πιθανότατα ήσαν μέλη του τάγματος ασφαλείας, τα οποία σημειωτέον ήσαν σχεδόν ο αποκλειστικός στόχος και αυτών των μεμονωμένων, κορεσάντων το πάθος των, αγνώστων ανταρτών, δοθέντος ότι το τάγμα ασφαλείας, είχον δύναμη 120 ανδρών περίπου, φέρεται κυριολεκτικώς  αποδεκατισμένο κατά τις δραματικές εκείνες σκηνές και ότι υπό οιανδήποτε εκδοχή δεν εξετελέσθησαν εκεί τότε υπό των ανταρτών πλέον των 60 προσώπων. Οι αρχικές υπόνοιες κατά των Ψιμούλη και Δαύρου ως φυσικών αυτουργών του φόνου των ανωτέρω επτά, εκ του ότι φέρονται συνοδεύσαντες τούτους μαζί με άλλους σημειωτέον επτά, οι οποίοι επελύθησαν καθοδόν[…], μηδαμώς ενισχυμένες εκ της όλης ανακρίσεως[…], δεν κρίνονται επαρκείς ήδη ως βάση της επί του ακροατηρίου σχετικής κατηγορίας κατ΄αυτών, διό και δέον να μη λάβει χώρα αυτή καθώς και κατά του Αναστ. Τούτουνα καθόσον είναι βέβαιον(κατάθεση Γρηγορίου Σιαμπάνη) ότι ούτος ανεχώρησε εξ Αχλαδοκάμπου περί τη 1μ.μ. και δεν φέρεται. Ως είναι φυσικό, ουδέ καν ως λαβών έστω απλώς και μόνον μέρος στη συνοδεία των 14 εκ των οποίων οι επτά ευρέθησαν νεκροί μετά οκταήμερο μακράν του Αχλαδοκάμπου[…]»

Γ΄) Ο Γρηγόριος Σαμπάνης(του Λεωνίδα, ετών 28),είχε καταθέσει στον ανακριτή:
«Επειδή εμείς στο χωριό μας δε θέλαμε να βγούμε στο αντάρτικο με το Ε.Α.Μ. οι αντάρτες, δια να μας αναγκάσουν προς τούτο και να μας παρεμβάλουν δυσχέρειες, έκαμαν επίθεση κατά των εκεί Γερμανών σε απόσταση δυο χιλιομέτρων έξω από το χωριό. Σε αντίποινα οι Γερμανοί απείλησαν να κρεμάσουν 350 χωριανούς και να κάψουν το χωριό και δια το λόγο τούτο αναγκασθήκαμε να καταφύγουμε στην Τρίπολη και να ζητήσομε από τον διοικητή των ταγμάτων ασφαλείας να μας χορηγήσει εκατό όπλα δια να μπορέσομε να προστατεύσομε το χωριό μας. Πράγμα το οποίον και έγινε. Μετά την αποχώρηση των Γερμανών εκ της Πελοποννήσου, εκλήθημε από τον διοικητή των ανταρτών Βαζαίο να παραδώσομε τα όπλα μας. Εμείς αρνηθήκαμε και την 18ην Σεπτεμβρίου 1944 μας επετέθη ολόκληρο το 6ον Σύνταγμα. Αντισταθήκαμε επί έξι ώρες 120 άνδρες έναντι 1400 αλλά τελικώς λόγω αχρηστεύσεως των όπλων μας αναγκαστήκαμε να παραδοθούμε. Οι απώλειες τις οποίες είχαμε, ως έμαθα, ήσαν οκτώ περίπου νεκροί και περί τους δέκα τραυματίες. Όλες οι απώλειες ήσαν προς την βόρεια πτέρυγα της μάχης, όπου μετά την κατάθεση των όπλων έγινε και η μεγαλύτερη σφαγή. Όπως κατέρχονταν οι αντάρτες από το βόρειο μέρος πρώτον κατάσφαξαν τους τραυματίες τους οποίους βρήκαν, εν συνεχεία σε ένα σπίτι δύο παιδιά με τον πατέρα τους. Τις πράξεις των ταύτας συνέχισαν μέχρις ότου έφθασαν στην εκκλησία του χωριού, όπου είχαν ορίσει τόπον δια να συγκεντρωθεί το χωριό. Μετ΄ ολίγον συγκεντρωθήκαμε πράγματι όλο το χωριό στην εκκλησία. Εκεί μας χώρισαν σε τρία τμήματα, τα γυναικόπαιδα, τους άνδρας του τάγματος και τέλος τους λοιπούς χωρικούς. Εμένα και άλλους επτά, οι οποίοι αμυνόμαστε τελευταίοι μας ξεχώρισαν, μας αφήρεσαν όλα τα ρούχα (εκτός από τα σώβρακα) δια να μας εκτελέσουν. Παρίστατο εκεί τότε ο διοικητής του τάγματος Γρίβας. Τέως αγρονόμος Κιάτου, 2) Δημήτριος Δαρλάσης εκ Ναυπλίου 3) ένας υπό το ψευδώνυμα Καλαμάτας 5) ο διοικητής του 6ου Λόχου Τούτουνας εκ Τριπόλεως μόνιμος αξιωματικός και 6) ο Πελοπίδας, ο καπετάνιος του συντάγματος. Ο διοικητής του συντάγματος Βαζαίος ήταν την ώρα εκείνη σε απόσταση τεσσάρων περίπου χιλιομέτρων από το χωριό, όπου η έδρα του συντάγματος. Ενώ επρόκειτο να εκτελεστούμε οι οκτώ, επενέβη ο Πελοπίδας ο οποίος υπέδειξε ότι έπρεπε να παραδοθούμε στην εθνική κυβέρνηση διά να τιμωρηθούμε, διότι αυτός δεν ανελάμβανε τοιαύτη ευθύνη. Άπαντες οι άλλοι διαμαρτύρονταν δια την άρνηση του Πελοπίδα. Κατόπιν τούτου μας έβαλαν τρεις-τρεις και μας είπαν να βαδίσουμε μέχρι του σημείου που ήσαν οι καπεταναίοι. Την ώρα εκείνη επεκράτησε σύγχυση και εμείς έντρομοι βλέπαμε τους αντάρτες, οι οποίοι κατήλθαν από το βόρειο μέρος καταματωμένοι από την σφαγή την οποίαν είχαν κάμει, κραδαίνοντας μαχαίρας και κλαδευτήρια. Εκείνη την στιγμήν ένας εκ των αξιωματικών πυροβόλησε και φόνευσε των εξ ημών Αντώνιο Παναγάκη. Τις στιγμές αυτές αντελήφθην εκεί την Άννα Δρούζα με τον αδερφό της να συζητούν με τον Δημήτριο Δαλάση ή Τζίμη. Λόγω της συγχύσεως δεν ενθυμάμαι εάν ήταν και ο Ιωάννης Θεοδωρόπουλος. Εν συνεχεία μας συγκέντρωσαν τους άνδρες, νέους και γέρους, εντός του σχολείου. Εκεί ήλθε τότε ο υπό το ψευδώνυμο Παπανικολής και παρέλαβε μαζί του επτά, τους οποίους οι εκεί….αποσπάσματος εκτέλεσαν σε απόσταση έξι χιλιομέτρων μακράν του Αχλαδοκάμπου στη θέση Ποταμιά δι΄ αποκοπής της κεφαλής. Όταν τους παρέλαβαν θα ήταν η ώρα 3η απογευματινή. Όταν εγώ πήγα στη συγκέντρωση και διετάχθη η ώρα θα ήταν περίπου δέκα και μισή. Παρέμεινα στην πλατεία και έβλεπα κάθε τι το οποίο γινόταν μέχρι της 12ης περίπου οπότε μας έκλεισαν στο σχολείο απ΄όπου εξήλθαμε την επομένη που οδηγηθήκαμε στο χωριό Λουκά συνοδεία ομάδος ανταρτών υπό τον Δημήτριο Δαρλάση. Όταν, ως είπα ανωτέρω, εγώ και επτά σύντροφοί μου, που αντισταθήκαμε τελευταίοι, στεκόμαστε ολόγυμνοι αναμένοντας να εκτελεστούμε, μετά την εκτέλεση του Παναγάκη προ της επιμονής του αξιωματικού Τούτουνα  να εκτελεστούμε, τον Πελοπίδα αντιλέγοντα σε τούτο, ως κατέθεσα, τον άκουσα να λέγει , διότι ήταν σε απόσταση δυο μέτρων από εμένα, να δώσουν το σύνθημα με το Γρίβα ότι έρχονται από τα τάγματα της Τριπόλεως διά να βρουν ευκαιρία να απομακρύνουν το Τούτουνα. Πράγματι είδα που παρατάχθηκε ο 6ος Λόχος και ετοίμαζαν και τα όπλα των προς αναχώρηση και όπως έμαθα, πράγματι έφυγε, διότι εμάς εν τω μεταξύ μας έκλεισαν στο σχολείο. Επαναλαμβάνω και επιμένω ότι, τη μεγάλη σφαγή το χωριό μας τη έκαμαν στο βορινό τμήμα του χωριού μας και από τους αντάρτες οι οποίοι μας επιτέθησαν από το βορινό τμήμα. Η μάχη άρχισε μία ώρα περίπου πριν φέξει, διότι δεν βλέπαμε καλά. Εμείς δε οι τελευταίοι παραδοθέντες, παρεδόθημεν περί ώρα δέκα και μισή. Μάρτυρες δυνάμενοι να εκθέσουν τα γεγονότα, τα οποία έλαβαν χώρα στο βόρειο τμήμα είναι 1) Κωσταντίνος Κατσίρης 2) Δημήτρης Ντρούλιας 3) Χρήστος Κωσταντίνου Αργύρης 4) Γεώργιος Κ. Σελλής 5) Στηλιανός Παραβάντης 6) Ευάγγελος Παραβάντης 7) Ιωάννης Ιατρίδης 8) Αθανάσιος Ιατρίδης κάτοικοι Αχλαδοκάμπου. Οι ίδιοι γνωρίζουν και περί των λαβόντων χώρα γεγονότων κατά την διάρκεια ολοκλήρου της ημέρας. Περί της λεηλασίας την οποίαν ενήργησαν οι αντάρτες συναποκομίζοντες φορτίο τριακοσίων πεντήκοντα περίπου ζώων(350) εγώ δεν γνωρίζω εξ ιδίας αντιλήψεως διότι συλληφθείς κρατήθηκα[..]»

Δ΄) 24 Μαρτίου 1946 το «συμβούλιον των εν Ναυπλίω πλημμελειοδικών» αποφαίνεται :
 «[…]επειδή εν αναφορά προς τους κατηγορουμένους Ν. Ψιμμούλην, Αθ. Δαύρον παρέχονται με επαρκείς ενδείξεις εκ της ανακρίσεως και ιδία εκ των καταθέσων των μαρτύρων Χρ. Στεργίου, Αθηνάς Ντούσια και Βασ. Διολίτση ότι ούτοι μετ΄άλλων αγνώστων τη ανακρίσει εξετέλεσαν την πράξιν της ανθρωποκτονίας κατά επτά προσώπων κατοίκων Αχλαδοκάμπου την 18-9-1944 εν Ποταμιά Αχλαδοκάμπου πλην όμως η πράξις αυτή τούτων δεν συνιστά κατά τας διατάξεις[…] του νόμου 753/45 αδίκημα, αφού ως εκ του ανακριτικου υλικού και ιδία εκ της καταθέσως του μάρτυρος Γερ. Χαρ. Μπαλάσκα προκύπτει ότι οι εκτεσθέντες ήσαν στρατιώται των ταγμάτων ασφαλείας Αχλαδοκάμπου, αι κατά τούτων δε ανθρωποκτονίαι τελεσθείσαι μετά το από 4 Σεπτεμβρίου 1944 διάγγελμα της Ελληνικής κυβερνήσεως, διά του οποίου εχαρακτηρίσθησαν τα τάγματα ασφαλείας ως τελούντα εις την υπηρεσίαν του εχθρού[…]» Για όλα αυτά το συμβούλιον: «[…]Αποφαίνεται να μη γίνει κατηγορία κατά των των 1) Αθανασίου Δαύρου κατοίκου Ματζαρά. 2) Νικολάου Ι. Ψιμούλη, κατοίκου Παρθενίου, 3) Αναστασίου Τούτουνα κατοίκου Τριπόλεως, επί φόνω εν Ποταμιά Αχλαδοκάμπου την 18ην Σεμτεμβρίου 1944 εις βάρος των Δ. Νταβέλη, Γρ. Διολίτση, Κ. Σελιγιώργη. Ευγ. Λίτσα, Ν. Ντούσια, Αντ. Στεργίου και Τ. Πορτιά. Αποφαίνεται ομείως[…] Διατάσσει την κατάργησιν της ισχύος των ενταλμάτων φυλακίσεως κατά[…]. Κατά του Αναστασίου Τούτουνα και την απόδοσιν της εφ΄ η ούτος επελύθη προσωρινώς των φυλακών εγγυήσεως[…]»

Ε΄) Αναφορά Λοχαγού ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΤΟΥΤΟΥΝΑ (7 Απριλίου 1945 προς το υπουργείο στρατιωτικών/διεύθυνση προσωπικου):
« Δυστυχώς ευρέθημεν και αντιμέτωποι Ελλήνων[…] Κατά τας ημέρας της απελευθερώσεως διετάχθη το σύνταγμα να εισέλθει εις το χωρίον Αχλαδόκαμπος, όπυ ήσαν ταγματα ασφαλείας. Έγινε πεντάωρος μάχη όταν πλέον ύψωσαν λευκές σημαίες από τα πολυβολεία να παραδοθούν, έτρεξα και τους συγκέντρωσα στον τομέα μου με κίνδυνον να με βάλλουν και τους απέστειλα εις την πλατεία του χωριού, ίνα μη τους πειράξουν την στιγμή εκείνην οι αντάρτες. Διότι πάντοτε θεωρώ ότι ο αιχμάλωτος ή ο τραυματίας είναι ιερός και μάλιστα αυτοί που ήσαν Έλληνες. Δεν επέτρεψα να γίνει στον τομέα μου κανένα έκτροπο και μετά την μάχην ενεχώρησε το τάγμα μας δια το χωρίον Στενόν. Όπου παραμείναμεν μέχρι της παραδόσεως της Τριπόλεως. Εις Αχλαδόκαμπον παρέμεινεν το 1ο Τάγμα δια την περισσυλογήν νεκρών-τραυματιών που ήσαν αρκετοί εκατέρωθεν.»

ΣΤ’) Κατά τη συνεδρίαση του δευτετοβάθμιου συμβουλίου (14 Φεβρουαρίου 1947) ο εγκαλούμενος λοχαγός Αναστάσιος Τούτουνας προσκόμισε το βούλευμα του συμββουλίου των «εν Ναυπλίω πλημμελειοδικών» και ένορκο βεβαίωση(«ενώπιον του Ερηνοδίκου») «του μάρτυρος υπερασπίσεως Σελλή Στυλιανού». Ο εν λόγω μάρτυρας κατέθεσε:
«Ανήκα στο τάγμα ασφαλείας Αχλαδοκάμπου. Την 18 Σεπτεμβίου 1944 επιτέθηκαν κατά του τάγματος αυτού οι αντάρτες και επακολούθησε πεντάωρη μάχη γύρω απ΄ το χωριό. Ευρισκόμουνα στο βόρειο μέρος του χωριού και βγήκα πρώτος εκ των πολυβόλων προς παράδοση, μαζί με άλλους τριάντα περίπου χωριανούς και συναδέλφους μου τρέμοντες εκ φόβου. Θυμούμαι δε τους 1) Κωνσταντίνο Τριανταφύλλη, 2)Γεώργιο Κούρτη. 3) Χρήστο Σελλή. 4) Δημήτριο Λαθούρη. 5)Γεώργιο Δούσια  6) Ιωάννη Λίτσα. 7) Κωσταντίνο Δρούλια. 8) Βασίλειο Τριανταφύλλη. 9) Βασίλειο Ναντή 10) Κωνσταντίνο Κατσίρη και 11) Δημήτριο Πορτιά. Έτρεξε πρώτος στο μέρος μας ένας υπολοχαγός και μας χαιρέτησε. Αφού μας συγκέντρωσε και επέδειξε ενδιαφέρον προστατεύοντάς μας από τις απειλητικές διαθέσεις των ανταρτών, μας οδήγησε στην εκκλησία και εκείθεν στο σχολείο. Χάρις στο ενδιαφέρον και την καλή διαγωγή του αξιωματικού αυτού διεσώθημεν. Ενώ στους άλλους τομείς, προ πάντων ανατολικώς, έγινε σφαγή, σε μας δεν έπαθε κανείς τίποτα εφ, ότου συνελήφθημεν. Ένας μόνον αντάρτης επεχείρησε να τρυπήσει ένα αιχμάλωτο δια της ξιφολόγχης αλλά όταν τον αντελήφθη ο αξιωματικός έγινε έξω φρενών και φώναξε: «Δεν σας έχω πει να μη πειράζετε κανέναν!» Όταν φθάσαμε στο σχολείο είχε συγκεντρωθεί εκεί από άλλα ανταρτικά τμήματα ο κόσμος, στην πλατεία τα γυναικόπαιδα και στο σχολείο οι άνδρες. Και εκεί έβαλαν και εμάς. Ενωρίτερα, πριν φθάσουμε εμείς, είχε γίνει στην πλατεία εκτέλεση του Αντωνίου Παναγάκη από τμήματα εισελθόντα, εκ δυσμών, γρηγορότερα. Από τη στιγμή που φθάσαμε εμείς δεν συνέβη πλέον τίποτα έκτροπο. Οι αντάρτες, αφού έθαψαν τους νεκρούς, αναχώρησαν τα περισσότερα τμήματα κατά την 1ην μ.μ. και έμεινε ένα τμήμα μόνον. Όπως εξακρίβωσα, ο ανωτέρω υπολοχαγός ήταν ο Αναστάσιος Τούτουνας στο ενδιαφέρον του οποίου οφείλεται η σωτηρία μας. Ούτος αναχώρησε μετά των άλλων τμημάτων από το χωριό χωρίς να πειράξει κανέναν, απεναντίας δε συνετέλεσε στη σωτηρία μας. Ο δε Γρηγόριος Σαμπάνης δεν ευρισκόταν τον τομέα μας, αλλά βορειοδυτικά και δυτικά και συγκεντρώθηκαν πολύ πιο ενωρίς στο σχολείο από ημάς.[…] Ένα θα ενθυμούμεθα όλοι όσοι διεσώθημε, μέσα στην κόλαση εκείνη και τις τρομερές μορφές των ανταρτών, ότι οφείλομε την ζωή μας στον Αναστάσιο Τούτουνα ο οποίος ξεχώριζε μέσα σε εκείνους τους ανθρώπους δια την καλή του συμπεριφορά, ψυχή του και ανθρωπισμό του που μας έκανε εντύπωση. Χάρις σ΄ αυτόν γλιτώσαμε τη σφαγή που έγινε σ΄ άλλους τομείς. Είμαι υποχρεωμένος να τονίσω αυτό διότι έτσι τονίζω την αλήθεια. Ούτως είη μοι ο Θεός βοηθός και το ιερόν αυτού ευαγγέλιον.»

Ζ’) Μαρτυρία στον Γιάννη Πριόβολο, του ΕΛΑΣίτη Χαράλαμπου Άρχου αδερφού του επίσης ΕΛΑΣίτη υπολοχαγού Μηχανικού Στέφανου Άρχου (17 Σεπτεμβρίου 2007) .
«Πριν ξέχασα, είχαμε τη μάχη στο Νταούλι Αχλαδοκάμπου. Εκεί έστησαν ενέδρα και εξόντωσαν τη Γερμανική ελίτ. Ήταν όλοι μηχανικοί του Γερμανικού στρατού-τοπογράφοι κλπ.-οι οποίοι έρχονταν από την Τρίπολη για να πάνε στο Άργος. Τους εξόντωσαν όλους εκτός από ένα αυτοκίνητο που τους έφυγε. Και θυμάμαι, όταν επέστρεψε ο Στέφανος ήταν επάνω σ΄ ένα μουλάρι και δεν μπορούσε να κατέβει. Είχε γίνει ολόκληρος ένα σώμα από την κούραση. Σ΄ αυτή τη μάχη πήρε μέρος εκτός από το τμήμα  του Στέφανου κι ο 6ος Λόχος με τον υπολοχαγό Αναστάσιο Τούτουνα από την Τρίπολη.»
………………………………
«Εξαιρετικός άνθρωπος ο Τούτουνας. Ένα διαμάντι ήταν κι  αυτός. Όπως κι όλοι οι αξιωματικοί ήταν διαμάντια. Δεν μπορούσαν όμως να κάνουν τίποτα όσον αφορά τα έκτροπα και τις βιαιοπραγίες. Τους καπέλωναν οι πολιτικοί-καπεταναίοι. Κι εγώ του έλεγα του Στέφανου: «Μα χάθηκε να΄ρθουν κι άλλοι αξιωματικοί! Να είστε οι πλειοψηφία να τους κανετε πέρα τους άλλους να τους διαγράψετε! Να μην τους λαμβάνετε υπόψη καθόλου!» Αλλά τους είχανε…ελεγκτές τους κατά κάποιον τρόπον. Ξέρετε πότε αυτοί ήταν αρνάκια; Όταν ήταν μάχη. Εκείνος ο Τζάθας,*(*σ.εμού: Ηρακλής Τζάθας, πολιτικός επίτροπος του ΕΛΑΣ/ 6ου Συντάγματος/ΙΙ  Τάγματος ): «Πω! Πω! Στέφανε! Τι θα κάνουμε τώρα; Τι θα κάνουμε τώρα;….» Δυστυχώς αυτή ήταν η κατάσταση.»
……………………………….
«Λοιπόν ευτυχώς που δεν έγινε η μάχη της Τριπόλεως. Έγινε όμως μάχη με ταγματασφαλίτες στον Αχλαδόκαμπο. Σ΄αυτή τη μάχη πήρε μέρος κι ο Στέφανος. Αλλά ήταν τόσο σωστός που θα σας πω το εξής: Είχα αρρωστήσει εκείνες τις μέρες και με περιέθαλψαν στον Αχλαδόκαμπο στα σπίτια των ανθρώπων που είχαν θύματα. Κι αυτό διότι αυτοί έδειξαν μια εκτίμηση στο Στέφανο. Τον είδαν ξεχωριστά δηλαδή γιατί ήταν άνθρωπος. Δεν πήγε να βλάψει κανέναν. Και μου ΄κανε εντύπωση! Εγώ στην αρχή φοβόμουνα. Λέω: Εδώ τώρα!....εμένα θα με περιθάλψουν;»

*(*σ.εμού: Ο Λοχαγός Αναστάσιος Τούτουνας στις 9 Σεπτεμβρίου 1947 «Μετατατέθηκε» στην Μακρόνησο  και κατόπιν αποτάχθη του στρατεύματος. Το 1985 με την αναγνώριση της «εθνικής αντίστασης» προήχθη σε Συνταγματάρχη.)
                           ==========================
-Οι παραπάνω αναφορές Β),Γ),Δ),Ε),ΣΤ),Ζ) είναι από το βιβλίο: «ΜΟΝΙΜΟΙ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΙ ΣΤΟΝ ΕΛΑΣ»/ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΡΙΟΒΟΛΟΣ/Έκδόσεις “Aλφειός”

14/05/2019
Αετίων Σωτήριος Ριζόγιαννης


ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΑΡΤΗΣΗΣ: http://rozosotiris.blogspot.com/2019/05/100.html