Τετάρτη 17 Μαρτίου 2021

(108). «Το φαινόμενο του δωσιλογισμού και οι εκφάνσεις του στο νομό Αργολιδοκορινθίας»

 

Κατωτέρω παρουσιάζονται αποσπάσματα της αξιόλογης Διπλωματικής Ιστορικής εργασίας- πονήματος με βάση κυρίως τα σχετικά σπουδαία τεκμήρια των αρχείων των Γ.Α.Κ. (Γενικά Αρχεία Κράτους) Ναυπλίου, που  και ανάβλυσε, η Αργίτισσα  Σπανού Γεωργία-Μαρία,  (βλ. Φωτ.) για τον «κατοχικό εμφύλιο» στην Αργολιδο-Κορινθία 
Η παρουσίαση εδώ είναι το απόσπασμα της «Διπλωματικής Εργασίας»  του Κεφ.4ο  «Βουλεύµατα από το Εφετείο Ναυπλίου τα έτη 1945- 1946 για κατοίκους του νοµού Αργολιδοκορινθίας» (Τα προηγούμενα αξιόλογα κεφάλαια αφορούν γενικά, τ΄ ανάλογα  έν Ελλάδι).
Η ψηφιακή παρουσία του  αποσπάσματος της «Διπλωματικής Εργασίας» (που είναι δημοσιοποιημένη στο διαδίκτυο)   είναι εδώ προσαρμομένη υπ΄εμού  , όσο και οι επισημάνσεις και οι κάποιες σημειώσεις μου, από τις πάμπολλες που επαφίονται μόνο στους σοβαρούς ιστοριογράφους !


 Απαλλακτικά Βουλεύµατα από το Εφετείο Ναυπλίου τα έτη 
1945- 1946 για κατοίκους του νοµού Αργολιδοκορινθίας

Παράλληλα µε το αρχειακό υλικό, που αφορά τα πρακτικά από τις ∆ίκες του Ειδικού ∆ικαστηρίου ∆ωσιλόγων, που εκδικάστηκαν τα έτη 1945-1946 στο Εφετείο του Ναυπλίου, διατίθεται και το αρχειακό υλικό των βουλευµάτων, που εξέδωσαν οι αρµόδιες ∆ικαστικές Αρχές, µε το οποίο και θα ασχοληθούµε στη παρούσα εργασία. Αν και το Ειδικό ∆ικαστήριο εκδίκασε υποθέσεις και όµορων νοµών, εµείς θα ασχοληθούµε συγκεκριµένα µε το νοµό Αργολιδοκορινθίας και για την περιορισµένη χρονική περίοδο 1945-46 ( αν και διασώζονται τα βουλεύµατα µέχρι το 1948 και τα πρακτικά των δικών µέχρι το 1951), εξαιτίας του όγκου του αρχειακού υλικού, που είναι ανέφικτο να παρουσιαστεί εξ’ ολοκλήρου στο παρών πόνηµα. Στο σηµείο αυτό θα πρέπει να υπογραµµίσουµε, ότι η έλλειψη του προανακριτικού υλικού, των δικογραφιών στις οποίες µας παραπέµπουν τα βουλεύµατα, µας στερεί τη δυνατότητα να έχουµε µια περισσότερο ολοκληρωµένη εικόνα για το πλαίσιο έκδοσης της εκάστοτε απόφασης από το ∆ικαστικό Σώµα του Εφετείου Ναυπλίου, καθώς και να εξάγουµε ασφαλή συµπεράσµατα.
Τα έτη 1945-1946 το Ειδικό ∆ικαστήριο Ναυπλίου, κατά τη διάρκεια της προδικασίας εξέδωσε µόνο για τους κατοίκους της Αργολιδοκορινθίας συνολικά 626 βουλεύµατα. Απ’ αυτά, τα απαλλακτικά βουλεύµατα αριθµούν, 590 αριθµός, που κατά τη γνώµη µας δηµιουργεί ερωτηµατικά, αν αντιδιασταλεί µε τον αριθµό των υποθέσεων, που οι αρµόδιες ∆ικαστικές Αρχές παρέπεµψαν σε δίκη, κρίνοντας, ότι χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης. Οι αριθµοί σε συνάρτηση µε τη λογική, που διέπει τις απαλλακτικές αποφάσεις θεωρούµε, ότι είναι δηλωτικοί του κλίµατος της εποχής, καθώς και της λειτουργίας του θεσµού της δικαιοσύνης.[211]
Θα επιχειρήσουµε στο παρών κεφάλαιο να οµαδοποιήσουµε τις καταγγελίες για παράβαση της Συντακτικής Πράξης 6/45, µε κριτήριο το αδίκηµα και να προβάλλουµε τα επιχειρήµατα και τη λογική, που οι αρµόδιες Αρχές παρέπεµπαν σε δίκη ή όχι τους φερόµενους ενόχους για δωσιλογισµό, όπου αυτό είναι εφικτό. Ποιοι όµως καταγγέλλονται για δωσιλογισµό και από ποιους; Συνιστά κατά τη γνώµη µας µια ενδιαφέρουσα παράµετρο, που θα προσέθετε στη παρούσα έρευνα, επιπλέον

 [211] Βλ. Παράρτηµα, Γραφήµατα 1945- 1946. 

σελ.90


πληροφορίες για τις εκφάνσεις του φαινοµένου στο νοµό. Όµως η ελλειπτικότητα του υλικού καθιστά ιδιαίτερα δύσκολη µια τέτοια προσέγγιση.
Η πλειοψηφία των καταγγελιών αφορούσε το αδίκηµα της προδοσίας, έτσι όπως ορίζεται από το άρθρο 1, εδαφ. στ « Όσοι κατέδωσαν εις τον εχθρό Έλληνας ή ξένους υπηκόους, εργαζόµενους χάριν του Εθνικού ή Συµµαχικού αγώνος ή ενήργησαν δια την ανακάλυψιν ή την σύλληψιν των». Επίσης πολυάριθµες ήταν οι καταγγελίες για παράβαση του άρθρου 1 εδαφ. ζ « Όσοι προέβησαν εις πράξεις βίας Ελλήνων ένεκα της δράσεως των κατά του εχθρού» « Ιδιαίτερα επιβαρυντική περίπτωσις θεωρείται ο εξωπλισµός του δράστου παρά των Αρχών Κατοχής.» Σύµφωνα µε διευκρινίσεις του νοµοθετήµατος, « Αποτελεί ιδιαίτερα επιβαρυντικήν περίπτωσιν δια τα αδικήµατα των εδαφίων 5 και 6 του παρόντος άρθρου η ιδιότης του δράστου ως ανήκοντος εις τας ενόπλας δυνάµεις της χώρας.» και « Εάν εκ πράξεων προβλεπόµενων εις τα άνω εδάφια επήλθε θάνατος Έλληνος ή Συµµάχου, αποκλείεται η παροχή ελαφρυντικών περιπτώσεων κατά το άρθρο 2.» Άλλες καταγγελίες, σχετικά περιορισµένες στον αριθµό αναλογικά µε τις προηγούµενες, αφορούν αδικήµατα, όπως ορίζονται από τα εδάφια γ, δ, ε, η, θ, ια . Το εδάφιο γ αφορούσε όσους « κατέχοντες δηµόσιαν θέσιν στρατιωτικήν, διοικητικήν, δικαστικήν ή άλλην εγένοντο συνειδητά όργανα του εχθρού ή ήσκησαν το λειτούργηµα των προς διευκόλυνσιν του έργου της Κατοχής, κατά τρόπον πιεστικόν δια τον Λαόν, ή οπωσδήποτε διηκόλυναν το έργο της Κατοχής» « Ως ιδιάζουσα επιβαρυντική περίπτωσις, θεωρείται σύµφωνα µε τη νοµοθετική πράξη 6/45, η ανάληψις δηµοσίου αξιώµατος διαρκούσης της Κατοχής. Η διάταξις αυτή ισχύει και δια τα όργανα της αυτοδιοικήσεως αιρετά ή µη, ως και τους διοικητάς, διευθυντάς και υπαλλήλους Νοµικών προσώπων ∆ηµοσίου ή Ιδιωτικού ∆ικαίου» το εδάφιο δ αφορoούσε, όσους «ανέλαβον υπηρεσίαν παρά ταις Αρχαίς Κατοχής και ενήργησαν κατά τρόπον πιεστικόν δια τον Λαόν ή διευκόλυναν το έργον της Κατοχής». Το εδάφιο ε ορίζει το αδίκηµα της προπαγάνδας, το οποίο αφορούσε όσους « εγένοντο συνειδητά όργανα του εχθρού προς διάδοσιν της προπαγάνδας του, εξαίροντος το έργον του κατακτητού ή προκαλούντες την ηττοπάθειαν παρά τω Ελληνικώ Λαώ ή την περιφρόνησιν του Εθνικού ή Συµµαχικού Αγώνος. Η ιδιότης του δραστού ως εκδότου, διευθυντού εφηµερίδος ή περιοδικού αποτελούν ιδιαίτεραν επιβαρυντική περίπτωσιν». Επίσης τα εδάφια η και θ αντίστοιχα, σύµφωνα µε τα οποία κάποιοι καταγγέλθηκαν για δωσιλογισµό αφορούν όσους « παρέσχον συστηµατικώς εις τον εχθρόν πληροφορίας περί κινήσεων ατόµων ή οργανώσεων, εργαζοµένων δια τον Εθνικόν ή Συµµαχικόν Αγώνα» και « όσοι παρηµπόδισαν δι’ οιουδήποτε µέσου Εθνικήν ή Συµµαχικήν πολεµικήν εν γένει ενέργειαν.»

σελ.91


Τέλος, κάποιοι καταγγέλθηκαν για οικονοµική συνεργασία, σύµφωνα µε το εδάφιο ια « όσοι εκµεταλλευθέντες την µετά του εχθρού οικονοµικήν αυτών συνεργασίαν προυκάλεσαν ζηµίας εις τον Ελληνικόν Λαόν ή Έλληνας Πολίτας ή υπεβοήθησαν οπωσδήποτε την πολεµικήν προσπάθειαν του εχθρού ή απεκόµισαν ασυνήθη οικονοµικά ωφελήµατα » [212].
Η επεξεργασία του συγκεκριµένου αρχειακού υλικού κατέδειξε πολλά κενά, που δηµιουργούν ερωτηµατικά, αναφορικά µε την αξιοπιστία του δικαστηρίου και της όλης διαδικασίας, τα οποία είναι διακριτά ακόµα και µε µια επιπόλαια ανάγνωση του. Σε σηµαντικό αριθµό βουλευµάτων απουσιάζει παντελώς το όνοµα του κατηγόρου, όπως και ενδεικτικά, α µη τι άλλο, στοιχεία της προανάκρισης, που να στοιχειοθετούν την απαλλακτική απόφαση των ∆ικαστικών Αρχών. Αν και η συλλογιστική µιας απαλλακτικής απόφασης, θεωρείται επιβεβληµένο να στοιχειοθετείται, σε πολυάριθµες υποθέσεις το δικαστήριο περιορίζεται σε γενικότατες αναφορές, όπως « επειδή εκ της ενεργηθείσης προανακρίσεως δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις, όπως υποστηρίξωσιν δηµόσια επ’ ακροατηρίου την προκείµενην κατηγορίαν κατά του Χ κατηγορούµενου…» το δικαστήριο αποφαίνεται « ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορίαν κατά του Χ.» Στα υπόλοιπα βουλεύµατα οι δικαστικές αρχές δεν είναι τόσο φειδωλές στις αναφορές του, γεγονός που δηµιουργεί ερωτηµατικά, αφού, όπως είναι οφθαλµοφανές, χρησιµοποιούνται άλλα µέτρα και σταθµά κατά το δοκούν στον τρόπο εφαρµογής του νόµου [213].
Επίσης, το γεγονός, ότι το δικαστήριο εξέδωσε αλλεπάλληλα απαλλακτικά βουλεύµατα για τα ίδια κάθε φορά άτοµα, µετά από πολυάριθµες καταγγελίες, σε διαφορετικές χρονικές στιγµές και από διαφορετικούς κατηγόρους, µας προβληµατίζει, αναφορικά µε την αξιοπιστία και εγκυρότητα των αποφάσεων, που ανάγονται µε γνώµονα την αντίληψη του δικαστικού σώµατος περί της «αξιοπιστίας» των µαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης. Πολύ συχνά οι «αξιόπιστοι» µάρτυρες υπεράσπισης, σύµφωνα µε την κρίση του δικαστηρίου, είναι υπόδικοι για δωσιλογισµό ή έχουν απαλλαγή από τις κατηγορίες µε προηγούµενα βουλεύµατα.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει σε κάποια βουλεύµατα ο λόγος που χρησιµοποιεί το δικαστήριο για να στοιχειοθετήσει την απόφαση του. Τα λήµµατα, που συναντάµε στη συλλογιστική του δικαστηρίου, αποτυπώνουν τον λόγο, που ανέπτυξε σταδιακά το κράτος της ΄΄Εθνικοφροσύνης΄΄ στη προσπάθεια του να

[212] ΦΕΚ , 20 Ιανουαρίου 1945, τευχ. Αριθµ. φύλλου 12.
[213] Βλ.Παράρτηµα, Βουλεύµατα Ειδικού ∆ικαστηρίου 1945.

σελ.92 


νοµιµοποιήσει τόσο τις πολιτικές επιλογές του, όσο και την υπόσταση του. Οι αναφορές σε «αναρχικά στοιχεία», τα οποία «ηπείλουν τη ζωή και την περιουσίαν των πολιτών» καταδεικνύουν περίτρανα τον ιδεολογικό πόλεµο, που έχει ανακύψει µετά τη Συνθήκη της Βάρκιζας. Η υιοθέτηση των συγκεκριµένων ληµµάτων από τις αρµόδιες ∆ικαστικές Αρχές στοιχειοθετούν, κατά τη γνώµη µας, ένα είδος µεροληψίας σε βάρος των αριστερά φρονούντων, που ταυτίζονται έµµεσα µε δολοφόνους και ληστές.
Εξίσου, ενδιαφέρουσα είναι η ερµηνεία κάποιων εδαφίων της Συντακτικής Πράξης 6/45 από το δικαστικό σώµα στο επίπεδο απονοµής δικαιοσύνης. Αν και σε κάποια εδάφια του παραπάνω νοµοθετήµατος διατυπώνεται ευθαρσώς, πως η συµµετοχή στους ένοπλους σχηµατισµούς, που εξοπλίζονταν από τον εχθρό συνιστά ιδιαίτερα επιβαρυντική περίπτωση, το δικαστήριο φαίνεται σε πολλές περιπτώσεις να την αγνοεί, χρησιµοποιώντας την πεπατηµένη πλέον επιχειρηµατολογία µε στόχο την απαλλαγή των κατηγορουµένων. Έτσι η συµµετοχή των εκάστοτε κατηγορουµένων στα Τάγµατα Ασφαλείας και η δράση τους απενοχοποιείται, εφ’ όσον οι κατηγορούµενοι έδρασαν « κανονικώς και βάσει εντολής της προϊστάµενης Στρατιωτικής Αρχής, προς ην όφειλαν να πειθαρχώσιν κατά τους Στρατιωτικούς κανονισµούς». [214]  Επίσης το λήµµα «κατάδοση» νοηµατοδοτείται διαφορετικά, εφ’ όσον η κατάδοση δεν έγινε απευθείας στους Γερµανούς, άλλα στις προϊστάµενες Στρατιωτικές Αρχές για λόγους υπηρεσιακούς [215],  όπως η διασφάλιση της τάξεως από τις επιβουλές του εσωτερικού εχθρού, που σε κάποιες περιπτώσεις προβάλλεται συγκαλυµµένα και σε άλλες απροκάλυπτα. Το βούλευµα µε αριθµό 263/1945, όπως και τα υπόλοιπα, που ενδεικτικά θα παραθέσουµε παρακάτω, είναι κατά τη γνώµη µας αποκαλυπτικά των προθέσεων του δικαστικού σώµατος, αναφορικά µε την επιβολή ποινών σε όσους ή συµµετείχαν ή συνεργάστηκαν µε τα Τ.Α. Στη περίπτωση αυτή ο κάτοικος Π.∆.Α του χωριού Βρουστίου Άργους καταγγέλθηκε για παράβαση του άρθρου 1,εδαφ. στ της Συντ. Πράξις 6/45. Σύµφωνα µε το δικαστήριο δεν αποδείχθηκε από την προανακριτική διαδικασία, ότι ο κατηγορούµενος έλαβε µέρος στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του Τάγµατος Ασφαλείας Άργους στο χωριό Βρούστι, τον Ιούλιο του 1944, το οποίο επέδραµε « προς σύλληψιν κακοποιών στοιχείων τροµοκρατούντων τότε την ύπαιθρον δια φόνων και λεηλασιών, υπό το προσωπείο του Εθνικού Αγώνος, ο κατηγορούµενος ουδόλως έλαβον µέρος εκ τας

[214] Βλ. Βουλεύµατα 1945, αριθµ. 210 ΓΑΚ Ναυπλίου.
[215] Βλ. Βουλεύµατα 1945, αριθµ 261. ΓΑΚ Ναυπλίου

σελ.93


γενοµένας συλλήψεις, αίτινες άλλως τε δεν εστρέφοντο, ως είρηται κατά προσώπων δρώντων, αλλά κατ’ εγκληµατιών…απλώς µόνον τίνες εκ των κατηγορουµένων παρευρέθησαν εκεί, επί τη ευκαιρία της παρουσίας των ανδρών των Ταγµάτων Ασφαλείας, ίνα περισυλλέξωσιν τας περιουσίας των, τας οποίας είχον εγκαταλείψει εις το έλεος…των, λόγω καταδιώξεως των υπό των αναρχοκοµµουνιστών». [216]
Ο λόγος των αρµόδιων ∆ικαστικών Αρχών, όπως διατυπώνεται, µέσα στη συλλογιστική του παραπάνω απαλλακτικού βουλεύµατος θεωρούµε, ότι θέτει πολλαπλά ερωτηµατικά σχετικά µε αξιοπιστία τους. Ακόµα και αν τα αποτελέσµατα της προανακριτικής διαδικασίας καταδείκνυαν, ότι πράγµατι στην περιοχή επικρατούσε τροµοκρατία. Αρµόζει άραγε σε ένα αµερόληπτο ∆ικαστικό Σώµα να προβαίνει σε αξιολογικούς χαρακτηρισµούς τέτοιου τύπου; Να υιοθετεί τα λεκτικά σχήµατα, που το καλοκαίρι του 1945 χρησιµοποιούσαν µόνο οι παρακρατικές οργανώσεις, προκειµένου να νοµιµοποιήσουν την άλογη τροµοκρατία ενάντια στο δηµοκρατικό και αριστερό κόσµο; Οι αποφάσεις κατά τη γνώµη µας ενός τέτοιου δικαστικού σώµατος τίθενται σε αµφισβήτηση, όταν µάλιστα υπάρχουν και ενδείξεις κλίµατος τροµοκρατίας µέσα στις δικαστικές αίθουσες, από µέλη του δικαστηρίου.
Η επεξεργασία του υλικού κατέδειξε δύο απαλλακτικά βουλεύµατα, που αφορούσαν τον Γραµµατέα του ∆ικαστηρίου, Α.Κ. Το πρώτο απάλλασσε τον Α.Κ. και τον Σ. Κ. από την κατηγορία για παράβαση της Συντ. Πράξις 6/45, αφού από την προανάκριση δεν αποδείχθηκαν τα αναφερόµενα περιστατικά, ότι δηλαδή «οι κατηγορούµενοι ύβρισαν τον µυνητήν κοµµουνιστήν και ηπήλησαν τούτον, ότι του απέδωσαν κλοπήν ξύλων κτλ…. Εκ τούτων αορίστως εκτιθέµεθα δε συνιστώσιν παράβασιν της υπ’αριθµ 6 Συντ.Πράξις, δέον να µη γίνει κατηγορία.» [217]  Με απαλλακτικό βούλευµα ένα µήνα αργότερα ο Α. Κ. απαλλάσσεται εκ νέου από την κατηγορία της κατάδοσης του ταµειακού υπαλλήλου Ι. Α, ως στρατιώτην αντιστάσεως, (αντάρτην ) και της επιδίωξης σύλληψής του από τις Αρχές Κατοχής. Το δικαστήριο, αν και διατυπώνει την κρίση, ότι πράγµατι από τις καταθέσεις των µαρτύρων κατηγορίας, αποδεικνύεται, ότι ο κατηγορούµενος διατηρούσε φιλικές σχέσεις µε τους Γερµανούς, που προκαλούσαν το κοινό αίσθηµα, παρόλα αυτά, « ουδόλως αποδεικνύεται, ότι εξελίχθησαν ή χρησιµοποιήθησαν εις βάρος Ελληνος τινός ή ξένου υπηκόου.» Αποφασίζει να µην τον παραπέµψει σε δίκη, µε το αιτιολογικό, 

[216]  Βλ. Βουλεύµατα 1945, αριθµ 266. ΓΑΚ Ναυπλίου
[217]  Βλ. Βουλεύµατα 1945, αριθµ 139. ΓΑΚ Ναυπλίου

σελ. 94


ότι ακόµα και οι µάρτυρες κατηγορίας «δε γνωρίζουν συγκεκριµένη πράξιν συνεργασίας του κατηγορούµενου µετά των Γερµανών εις βάρος Ελλήνων και Συµµάχων» Θεωρεί τους µάρτυρες προκατειληµµένους « ως παλαιών και συνειδητών κοµµουνιστών» και επικαλείται τις µαρτυρίες «αξιόπιστων» µαρτύρων, «ότι ο κατηγορούµενος επέδειξε εθνικήν και αξιοπρεπή συµπεριφοράν και ως πολίτης και ως υπάλληλος.» Να σηµειωθεί, ότι από τους τέσσερις «αξιόπιστους» µάρτυρες, οι τρεις έχουν κατηγορηθεί για δωσιλογισµό, κάποιοι πάνω από µια φορά, αλλά κανένας δε παραπέµφθηκε σε δίκη. Προφανώς είναι υπεράνω υποψίας κατά την κρίση του δικαστηρίου, αφού η κοινωνική τους θέση, οι δύο είναι δικηγόροι και ο ένας δηµόσιος υπάλληλος και συγκεκριµένα φύλακας στην Ακροναυπλία [218] προφανώς τους διασφαλίζει ένα είδος ασυλίας, όπως θα δούµε και σε πολλές περιπτώσεις παρακάτω. [219]
Μελετώντας το αρχειακό υλικό διαπιστώσαµε αρκετές καταγγελίες για δωσιλογισµό επιφανών πολιτών της τοπικής κοινωνίας. Πρόκειται για καταγγελίες που αφορούσαν, δηµοδιδάσκαλους, δικηγόρους, γιατρούς, βιοµηχάνους και εµπόρους, ∆ιευθυντές ∆ηµοσίων υπηρεσιών, π.χ της Νοµαρχίας, του Ταµείου Ναυπλίας, των Φυλακών Ακροναυπλίας, Κοινοτάρχες, Aξιωµατικούς του Στρατού και των Σωµάτων Ασφαλείας καθώς και δηµοσίους υπαλλήλους [220]. Απ’ όλους αυτούς κανείς δε παραπέµφθηκε σε δίκη, ελλείψει κάποιες φορές αιτιολογίας εκ µέρους του δικαστηρίου ή και στοιχειοθετηµένα, µε συγκεκριµένα επιχειρήµατα.
Ένα από τα επιχειρήµατα, που συνάγονται από τις προανακριτικές διαδικασίες, σε διάφορα βουλεύµατα, συνιστά, ότι οι κατηγορούµενοι έπεσαν θύµατα συκοφάντησης, εξαιτίας της συµµετοχής τους σε εθνικιστική οργάνωση ( που δεν κατονοµάζεται ) στην περιοχή. Κατηγορήθηκαν για κατάδοση στους Γερµανούς συµπολιτών τους, « όχι στηριζόµεναι εις θετικά στοιχεία ή έγγραφα δικά τους, αλλά εις την υποψίαν, ότι οι αποτελούντες ούτοι µέλη εθνικιστικής παράταξης Ναυπλίου, θα έστελναν εντεύθεν τον κατάλογον των συλληφθησοµένων υπό των Γερµανών εις τας Αθήνας, εις την εκεί Γερµανική Αστυνοµία ή εις την Κόρινθο, δίοτι εκείθεν διεβιβάσθη εις Ναύπλιο ο κατάλογος των συλληφθέντων….δια τούτο δεν δύναται να στηριχθεί κατηγορία

[218]  Βλ. Βουλεύµατα 1945, αριθµ 190/ αριθµ. 135. 138, 181 ΓΑΚ Ναυπλίου
[219]  Βλ. Βουλεύµατα 1945, αριθµ 232. ΓΑΚ Ναυπλίου
[220]  Βλ. Βουλεύµατα 1945, ενδεικτικά: αριθµ 117, 118, 132, 135,136, 137, 138,139, 141, 159, 180, 182, 229, 232, 234, 237,255, κτλ. ΓΑΚ Ναυπλίου

 σελ.95


Επιπλέον το δικαστήριο εξαίρει το ήθος τους, που δε συνάδει µε την κατηγορία της κατάδοσης συµπολιτών τους. Πρόκειται για ανθρώπους της διανόησης, « επίλεκτων µελών και ανώτερων δηµοσίων υπαλλήλων κατ’ αµάχητον τεκµήριον αδύνατον να κατέλθωσιν εις ενέργειαν πράξεων ασυµβίβαστων µε τας ηθικάς αρχάς εις την ανθρώπινην αλληλεγγύη εις των απλοικότερων Ελλήνων πολιτών. Επειδή η ποιότης αυτών και ανηκόντων εις την εθνικιστικήν οργάνωσιν δεν είναι από ουδεµία Συντακτικής Πράξης ή τινής άλλης διατάξεως µεπτέα . Προτείνει να µη γίνει κατηγορία κατά των κατηγορούµενων……». Πράγµατι ο πρότερος έντιµος βίος θα µπορούσε να αποτελέσει ένα θετικό πρόσηµο για τους κατηγορούµενους, και φυσικά η ποινικοποίηση της ιδεολογίας αντιβαίνει σε κάθε λογική. Όµως αυτό που µας προβληµατίζει είναι οι αλλεπάλληλες καταγγελίες, που αφορούσαν τα ίδια άτοµα κάθε φορά, για τα οποία, παρόλ’ αυτά δεν υπήρχαν ούτε καν ενδείξεις εµπλοκής τους στο δωσιλογικό µηχανισµό της εποχής, σύµφωνα µε τις ∆ικαστικές Αρχές. [221]
Για παράδειγµα για το ∆ιευθυντή Νοµαρχίας Αργολιδοκορινθίας Ι. Γ, ο οποίος διετέλεσε και µέλος της παραπάνω εθνικιστικής οργάνωσης, συναντάµε περισσότερα από ένα απαλλακτικά βουλεύµατα. Το απαλλακτικό βούλευµα 117 απλά επισηµαίνει, ότι από την προανακριτική διαδικασία δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις, για παράβαση της υπ’ αριθµ 6/45 Σ.Π. Επίσης, απαλλάσσεται µε το βούλευµα 135 µαζί µε τους υπόλοιπους εθνικόφρονες πολίτες και µε το βούλευµα 288, το οποίο παρουσιάζει κατά τη γνώµη µας ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Αφού ο Ι. Γ καταγγέλθηκε από τον καθηγητή Κ.Α για προπαγάνδα υπέρ του άξονα. Ο µηνυτής υποστηρίζει, «ότι µε την αποστολή εγκυκλίου µε αριθµ.πρωτ 30800 προς διάφορας αρχάς µετά των υπό των Ιταλικών Αρχών εκδοθέντος εντύπου προς τον Ελληνικόν λαόν σκοπούντος υπέρ του άξονος προπαγάνδα …» Επισηµαίνει, ότι µε µια προσεκτική ανάγνωση του εν λόγω εντύπου και της φρασεολογίας, που επιλέγεται επιβεβαιώνεται η καταγγελία του. Ο κατηγορούµενος στην απολογία του ισχυρίζεται, ότι η εν λόγω εγκύκλιος είχε σχεδιασθεί από τις Ιταλικές Αρχές και µεταφράστηκε από τον διερµηνέα της Νοµαρχίας Φοντάνα. Κοινοποιήθηκε µετά από απειλές, όπως επιβεβαιώνουν µε τις καταθέσεις τους και «αξιόπιστοι» µάρτυρες [222]. Το δικαστήριο αποδεχόµενο, ότι ο κατηγορούµενος υπέγραψε την εγκύκλιο «ούχι εκουσίως και ως 

[221] Βλ. Βουλεύµατα 1945, αριθµ. 135 ΓΑΚ Ναυπλίου
[222] Πρόκειται για τα ίδια πρόσωπα που είχαν κατηγορηθεί για κατάδοση και απαλλαγεί µε το βούλευµα 135, ο βιοµήχανος Η.Π, ο ∆ήµαρχος Κ. Κ, ο Πρ. Μ. , Πρόεδρος του ∆ικηγορικού Συλλόγου. Επίσης πολλούς από τους υπόλοιπους µάρτυρες υπεράσπισης του συναντάµε σε άλλες καταγγελίες , όπως τον δικηγόρο ∆.Σ και τον γιατρό Β.Τ.
Βλ. Βουλεύµατα 1945, αριθµ. 135 , 137, 138, 288 , ΓΑΚ Ναυπλίου .

σελ.96


συνειδητό όργανο του εχθρού, ούτε µε σκοπό να προκαλέσει την ηττοπάθειαν παρά του ελληνικού λαού, αλλά υπό το κράτος της βίας..» αποφάσισε την απαλλαγή του [223] .
Απαλλακτικά βουλεύµατα εκδόθηκαν και για το δικηγόρο Τ.Μ,(σ. εμού: Τάκης Μελισσινός !) ο οποίος απαλλάχτηκε από τις κατηγορίες για παράβαση του άρθρου 1, εδαφ. στ, που του απέδιδαν οι χήρες, Τ. Τ και Ν. Μ, µε το αιτιολογικό, ότι « ή κατ’ των άνω κατηγορουµένων κατάθεσης (της µάρτυρος Τ.Τ και αντίστοιχα της χήρας Ν.Μ ) τελείως αόριστες ει, δε φέρονται δε γενόµεναι εις τους Γερµανοιταλούς, αλλά εις τα Τάγµατα Ασφαλείας µε το χαρακτηρισµό αυτών, όχι ως εργαζοµένων δια του εθνικού αγώνος, αλλά επί κοµµουνιστών κτλ, δεν συντρέχουν εποµένως τα στοιχεία του αρθρ. 1 εδαφ στ, της υπ’ αριθ 6/45 Συντ.Πράξις» [224]
Το συγκεκριµένο βούλευµα είναι δηλωτικό της ελλειπτικότητας, που παρουσιάζουν πολυάριθµα βουλεύµατα τα έτη 1945-1946. ∆εν µας κοινοποιεί καν τις καταγγελίες, τις οποίες απλά αναφέρει ως αόριστες και δεν είναι διακριτό, αν το αποτέλεσµα της κατάδοσης, έστω και στα Τ.Α, ήταν ο θάνατος των συζύγων τους και κάτω από ποιες συνθήκες.
Σε αρκετά επίσης βουλεύµατα κάποιες καταγγελίες για δωσιλογισµό κρίθηκαν αναληθείς, αφού σύµφωνα µε το δικαστήριο έγιναν υπό το κράτος της βίας και του φόβου. Ενδεικτικά µε το απαλλακτικό βούλευµα 270 /1945 απαλλάσσονται οι κατηγορούµενοι από την κατηγορία της προδοσίας του Β.Τ., µε το σκεπτικό, ότι οι κατηγορίες εναντίον τους, κατασκευάσθηκαν τον Νοέµβριο του 1944 από την τότε οργάνωση της Πολιτοφυλακής των Ανταρτών στο Κρανίδι. Σύµφωνα µε το κατηγορητήριο τον Ιούνιο του 1944 ο Σ.Λ και ο Λ.Φ, κάτοικοι Κρανιδίου κατέδωσαν στους Γερµανούς τον Β. Τ, ως µέλος αντάρτικης οργάνωσης, ο οποίος µεταφέρθηκε στην Κόρινθο, όπου λίγο αργότερα εκτελέστηκε. [224]
Απαλλακτικό βούλευµα[226εκδόθηκε επίσης για τους κατηγορούµενους ∆. Λ, Α. Β και Π. Σ, οι οποίοι καταγγέλθηκαν από την . χήρα ΑΝ. ∆ για παράβαση του αρθρ.1, εδαφ. στ της υπ’ αριθµ 6/45 Συντακτικής Πράξις. Η µηνύτρια µε νεότερη κατάθεση της θα αρνηθεί ως αναληθή « όσα επιβαρυντικά στοιχεία, κατά την βεβαίωσιν αυτής, ανεγράφησαν υπό του συντάξαντος την µήνυσιν ∆ιοικητού της Ανταρτοφυλακής Κρανιδίου κατά Ιούνιο του 1944, ούτε συνειργάσθησαν, µετά των Γερµανών, απλώς δε υπό την απειλήν της βίας, ως βεβαιοί η ετέρα µάρτυς Σ. Μ,

[223]  Βλ. Βουλεύµατα 1945, αριθµ. 288 , ΓΑΚ Ναυπλίου
[224]  Βλ. Βουλεύµατα 1945, αριθµ. 136 και 137 , ΓΑΚ Ναυπλίου
[225]  Οι κατηγορούµενοι Λ .Φ και Σ. Λ έχουν απαλλαγεί µε το βούλευµα 225 και 245 αντίστοιχα.
[226]  Βλ. Βουλεύµατα 1945, αριθµ. 249 , ΓΑΚ Ναυπλίου

σελ.97


επεδείκνυαν εις τους Γερµανούς τας κατοικίας ωρισµένων καταζητούµενων υπ’ αυτών πολιτών, χωρίς όµως να παρέχωσι πληροφορίας εις αυτούς εξ’ ιδίας πρωτοβουλίας ή να διευκολύνωσι τον εχθρόν εις τας ενέργειας του, δέον ελλείψει πάσης ενδείξεως να µη γίνει κατ’ αυτών κατηγορία..» [227]
Τα παραπάνω βουλεύµατα και πολυάριθµα άλλα απαλλάσσουν τους κατηγορούµενους, παρουσιάζοντας τους ως θύµατα της τροµοκρατίας και της βίας, που ασκούσε η Πολιτοφυλακή του ΕΑΜ στη περιοχή. Το δικαστήριο αναφέρεται σε κατασκευασµένες κατηγορίες, πράγµα όχι απίθανο, γεγονός όµως που δεν τεκµηριώνεται επαρκώς από τη συλλογιστική των απαλλακτικών βουλευµάτων και θα ήταν ατόπηµα να γίνει αβίαστα αποδεκτό.
Ενδιαφέροντα είναι επίσης τα απαλλακτικά βουλεύµατα, που εκδόθηκαν στις παρακάτω περιπτώσεις. Με το βούλευµα 274/1945 κάτοικοι του χωριών Καρυάς και Βρουστίου Αργολίδας απαλλάχτηκαν από την κατηγορία της κατάδοσης συγχωριανών τους. Οι συγκεκριµένοι χωρικοί, όπως αναφέρεται, εξαιτίας της καταπίεσης και της βίας, που υφίσταντο από τις αντάρτικες οργανώσεις το καλοκαίρι του 1944, αποφάσισαν να συσπειρωθούν σε µία ενιαία δύναµιν. Βγήκαν µαζί µε όλους τους «φιλόνοµους» χωρικούς στο βουνό « εις καταδίωξιν και σύλληψιν των εγκληµατικών τούτων στοιχείων και παράδοσιν αυτών εις τας νόµιµας Ελληνικάς και Στρατιωτικάς Αρχάς» Άµεσα έθεσαν την απόφαση αυτή σε εφαρµογή και στις 3 Αυγούστου του 1944, 150 χωρικοί µεταξύ των οποίων και οι κατηγορούµενοι « εξήλθον άνευ συνοδείας Γερµανών ή άλλων εχθρών της χώρας εις καταδίωξιν των αναρχικών στοιχείων. Κατ’ αυτήν συνέλαβον περί τους υπευθύνους των διαπραχθέντων εις βάρος των χωρικών εγκληµατικών πράξεων, ους και παρέδωσαν εις τας εν Άργει Ελληνικάς Στρατιωτικάς Αρχάς, δια την νόµιµον δίωξιν των. Αλλ’ εκεί -οι Γερµανοί λόγω αντιποίνων –παρέλαβον αυτοίς εκ των χειρών των Ελληνικών Αρχών και εξετέλεσαν αυτοίς µετά δυο ηµέρας». Συνεπώς σύµφωνα µε το δικαστήριο η κατηγορία για κατάδοση δεν ευσταθή, αφού η σύλληψη τους έγινε µε σκοπό την «νόµιµον τιµωρίαν» τους από τις Ελληνικές Αρχές και όχι µε σκοπό την εκτέλεση τους από τους Γερµανούς. Ανάλογου περιεχοµένου είναι και το βούλευµα 337/1945 µε το οποίο απαλλάχθηκε ο Πρόεδρος της κοινότητας Καρυάς Γ.Σ *(σ. εμού: Γεωρ. Σκλήρης) και συγχωριανοί του από την κατηγορία της κατάδοσης των δηµοδιδασκάλων Σ.Κ και της συζύγου του (σ. εμού:Σ.Κ = Σπύρος Καραμούντζος...εκτελέστηκε από τους Γερμανούς 5 Αυγούστου 1944  μαζί με άλλους δέκα ΕΑΜίτες που συνελλήφθηκαν βάρβαρα,μαζί με τον Σ. Καραμούντζο στην περιοχή του χωριού Καρυάς από ένοπλους κατοίκους πρωτοσταντούντος του προέδρου Γ. Σκλήρης και που εστάλησαν στο Άργος με την προτροπή του προέδρου, για εκτέλεση. Τα ονόματά των άλλων 10 είναι: Λυκομήτρος Γιάννης(17χρονος), Γεώργιος και Νίκος Μουτσούλης(αδέρφια απ΄την Καρυά) Παπασπυρόπουλος Επαμ.,Δαγρές Κωνστ., Κατσίμπαλης Ιωαν., Κλεισάρης Δημήτριος, Στεφανάκης, Μιχαλόπουλος, και ένας (άγνωστος). (Πληροφορίες από το βιβλίο Θ. Κοϊνη/"ΕΤΣΙ...ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙ"/1995.)

[227] Αναφορικά µε τον κατηγορούµενο Π. Σ έχουν εκδοθεί και άλλα απαλλακτικά βουλεύµατα βλ.224/209/250. Για τον κατηγορούµενο Α. Β εκδόθηκαν επίσης τα απαλλακτικά βουλεύµατα µε αριθµό 241, 258, 250, 257, 295.

σελ.98


καθώς και του Ι.Κ και Π. Τ, οι οποίοι εκτελεστήκαν µετά από λίγες µέρες από τους Γερµανούς. « Επί της εξετάσεως των πολυάριθµων µαρτύρων της κατηγορίας και των απολογιών των κατηγορουµένων, προκύπτει ότι ο πρώτος κατηγορούµενος Γ.Σ, Πρόεδρος της Κοινότητας Καρυάς,*(σ. εμού: Γεωρ. Σκλήρης) καθ ΄ο κυρίως βάλλουν οι µηνυταί, καθ’ ου σκοπών να αντιδράσουν εις τους εκ του Εαµ Κοµµουνιστάς, οίτινες ελυµαίνοντο το χωρίον του, και οίτινες οι κάτοικοι είχον εξαιτίας των συλλήψεων και εκτελέσεων υπό των ανταρτών, εξεγερθή, ετέθη επικεφαλής των νοµοταγών κατοίκων, αντιπροσωπευόντων 300 εκ των 350 οικογενειών του χωριού και ωπλισµένοι όπλα, δίκανα, µαχαίρας, αξίνας και τη συνδροµή 4 ή 5 ανδρών Tαγµάτων Aσφαλείας, εξεστράτευσαν εις τα πλησίον του χωριού δάση, όπου εκρύπτοντο οι εκ του χωρίου των υπεύθυνοι και καθοδηγηταί και λοιποί τιτλούχοι της οργανώσεως .II εξ αυτών µεταξύ των οποίων και τους άνω 3 άνδρες και µια γυναίκα, ούς απέστειλον εις Άργος εις την εκεί Αστυνοµίαν και κατέλυσαν αυτάς και παραλαβόντες δε τους εκεί κρατουµένους, τους εξετέλεσαν εν Άργει, µεταξύ αυτών και τους τρεις ως άνω παθόντας» [228].
Οι κατηγορούµενοι για µια ακόµα φορά απαλλάχτηκαν µε το σκεπτικό, ότι η εκτέλεση των συγχωριανών τους δεν έγινε µε δική τους υπαιτιότητα, αλλά ήταν απότοκο της βίας των κατακτητών. Οι κατηγορούµενοι ήταν σύννοµοι, αφού µετά την σύλληψη τους, τους παρέδωσαν στις Ελληνικές Αρχές. Στο σηµείο αυτό διερωτάται κανείς, ποιος ο ρόλος της χωροφυλακής και των σωµάτων Ασφαλείας γενικότερα, όταν οι συλλήψεις διενεργούνταν από οµάδες «εθνικοφρόνων» κατοίκων της τοπικής κοινωνίας; Επίσης γίνεται οφθαλµοφανές, µέσω της επιχειρηµατολογίας του δικαστηρίου η διάκριση των πολιτών σε νοµοταγείς και µη, διάκριση που αντικατροπτίζει τη ρητορική του κατοχικού Πρωθυπουργού Ι. Ράλλη και φαίνεται να αποδέχονται αξιωµατικά οι ∆ικαστικές Αρχές. Τα µέλη του ΕΑΜ, εξαιτίας της δράσης τους, θεωρούνται µη νοµοταγείς πολίτες, γεγονός, που νοµιµοποιεί τη δράση των «νοµοταγών» συγχωριανών τους, δηλαδή τη σύλληψη τους µε τη συνδροµή των Τ.Α.
Από την άλλη, το συγκεκριµένο βούλευµα µας βάζει στη διαδικασία να σκεφτούµε για ποιο λόγο, οι κάτοικοι του χωριού αποφάσισαν να συσπειρωθούν και να συλλάβουν συγχωριανούς τους. Οι λόγοι, που τους ώθησαν σε µια τέτοια πράξη σχετίζονται µε την πολιτική της τοπικής ηγεσίας του ΕΑΜ, η οποία ήταν πράγµατι τόσο βίαιη ή ήταν υποκινούµενοι από ένα κατεστηµένο, που στη συγκεκριµένη

[228]. Βλ. Βουλεύµατα 1945, αριθµ.274, 237 , ΓΑΚ Ναυπλίου

 σελ.99


χρονική συγκυρία, βρήκε πρόσφορο έδαφος, ώστε να διασφαλίσει τα κεκτηµένα χρόνων, που υπονόµευε η παρουσία του ΕΑΜ στη περιοχή; Θα µπορούσαµε να απαντήσουµε, εάν το δικαστήριο µε απτά στοιχεία, φώτιζε λίγο περισσότερο την «εγκληµατική» δράση των θυµάτων, που νοµιµοποιούσε τη σύλληψη τους από τους συγχωριανούς τους.
Ανάλογης συλλογιστικής απαλλακτικά βουλεύµατα εκδόθηκαν και για κατοίκους της περιοχής Λυρκείας, οι οποίοι κατηγορούνταν για παράβαση της 6/45 Σ.Π. Με το βούλευµα 273/1945 απαλλάσσεται ο γιατρός του χωριού Ι.Μ, από την κατηγορία ότι « κατά τον Ιούνιο του 1944 συνειργάσθη µετά των Γερµανών, ίνα εξοπλίση χωρικούς κατά των αντάρτικων οργανώσεων. Προκύπτει µόνον, ότι ούτος συνεσκέφθη µετ’ άλλων φιλονόµων πολιτών, πως θα ήτο δυνατό να οργανωθή η ασφάλεια του χωριού των και η προστασία της ζωής και της περιουσίας των πολιτών από την επιδροµήν των αναρχικών στοιχείων, τα οποία υπό το πρόσχηµα των εθνικών αγωνιστών κατετυράννουν τους αγροτικούς πληθυσµούς». Εκτός από αυτά δεν προκύπτει καµία ένδειξη για συνεργασία µε τα Γερµανικά στρατεύµατα κατοχής, ούτε για κατάδοση Ελλήνων υπηκόων «ούτε οπωσδήποτε ενήργησεν ενάντια Εθνικών Οργανώσεων ή χάριν διευκολύνσεως του έργου του εχθρού.» Για τους παραπάνω λόγους ο κατηγορούµενος απαλλάσσεται . [229]
Το δικαστήριο στο συγκεκριµένο βούλευµα δεν διασαφηνίζει, αν τελικά συγκροτήθηκε ένοπλη οµάδα χωρικών και αν ναι από πού εξοπλίστηκε. Επίσης επισηµαίνει, ότι ο κατηγορούµενος δεν «ενήργησεν ενάντια Εθνικών Οργανώσεων». Και στο σηµείο αυτό τίθεται το ερώτηµα αν το ΕΑΜ ήταν ή όχι Εθνική Οργάνωση, που έκανε απελευθερωτικό αγώνα ή τελικά αντιπροσώπευε κάτι άλλο; Το βούλευµα αριθµ.242 φωτίζει λίγο περισσότερο την επικρατούσα κατάσταση στην ευρύτερη περιοχή . Ο γιατρός του χωριού, Ι. Μ και έξι συντοπίτες του, κάτοικοι της περιοχής Λυρκείας και Κουτσοποδίου κατηγορούνται, αυτή τη φορά, ότι κατέδωσαν στους Γερµανούς δυο συγχωριανούς τους, τους αδελφούς Η. και ότι τους προέτρεψαν, όντας όργανα οι δυο τελευταίοι της Γερµανικής Αστυνοµίας, να εκτελέσουν τους συλληφθέντες. Από την προανακριτική διαδικασία διεπιστώθη, ότι οι πέντε πρώτοι από τους κατηγορούµενους, στις 3-8-1944 βρίσκονταν στο χωριό Κουτσοπόδι διωκόµενοι « λόγω της τροµοκρατίας των κυρίαρχων τότε ανταρτών» . Εκεί συνάντησαν τους συγχωριανούς τους Γ.Α.Η και Εµ.Α Η και θεωρώντας τους

[229] Βλ. Βουλεύµατα 1945, αριθµ.273 , ΓΑΚ Ναυπλίου

σελ. 100


συνεργάτες των «αναρχικών ανταρτών και ευθυνόµενους δι’ εγκλήµατα εις βάρος χωρικών» τους κατήγγειλαν στην οργάνωση Εθνικοφρόνων πολιτών του Κουτσοποδίου, η οποία είχε αναλάβει τη φρούρηση του χωριού και την προστασία των πολιτών «από τις έκνοµες ενέργειες των κακοποιών στοιχείων», ελλείψει Αστυνοµικής Αρχής. Επικεφαλείς της οργάνωσης, ήταν οι δύο τελευταίοι κατηγορούµενοι, έφεδροι αξιωµατικοί, οι οποίοι διέταξαν την σύλληψη των αδελφών Η. και µετά από µια πρόχειρη εξέταση τους έστειλαν συνοδεία µε δυο χωρικούς στις Ελληνικές Στρατιωτικές Αρχές στη πόλη του Άργους και όχι στους Γερµανούς. Μετά από δυο µέρες οι Γερµανοί « αφήρπασαν εκ των φυλακών Άργους τους κρατουµένους και   εξετέλεσαν   αυτοίς    µετ’    άλλων    πολλών,    προς    εφαρµογήν    αντιποίνων.» Το Ειδικό ∆ικαστήριο έκρινε, ότι το συµβάν δεν πρέπει να καταλογισθεί στους κρατουµένους, αφού δεν υπήρχε καµιά είδους συνάφεια στις προθέσεις τους και στο αποτέλεσµα, την εκτέλεση δηλαδή των αδελφών Η. [230]
Απαλλακτικό βούλευµα εκδόθηκε και για πολίτες της πόλης του Άργους, οι οποίοι είχαν διωχθή αυτεπαγγέλτως για παράβαση της 6/45 Συντ.Πράξης. Σύµφωνα µε το ∆ικαστήριο η προανακριτική διαδικασία, που έγινε κατ’ εντολή του Πταισµατοδίκη του Άργους, ανέδειξε την αθωότητα τους. Έτσι το δικαστήριο αποφάνθηκε, αφού εξέτασε «τα πλέον ευηπόληπτα και αξιόπιστα µέλη της κοινωνίας Άργους, περί των σκοπών της οργανώσεως, ην είχον συµπήξει οι κατηγορούµενοι εν Άργει κατά την διάρκειαν της εχθρικής Κατοχής και της σχέσεως αυτών µετά των Γερµανικών Αρχών, διεπιστώθη απολύτως, ότι οι κατηγορούµενοι, αποτελούντες τας πλέον εξεχούσας προσωπικότητας του Εµπορικού και Επαγγελµατικού κόσµου του Άργους, εν συννενοήσει µετά της Ελληνικής Χωροφυλακής Άργους, προήλθεν εις την απόφασιν να ενισχύσωσιν τας δυνάµεις της χωροφυλακής, προς διατήρησιν της εννόµου τάξεως από των αναρχικών στοιχείων, τα οποία ηπείλουν τη ζωή και την περιουσίαν των πολιτών, και προς τούτο ωργανώθησαν ως Πολιτοφυλακή, τεθέντες υπό τας διαταγάς της Χωροφυλακής δια την εσωτερικήν φρούρησιν της πόλεως του Άργους, πέραν της ενέργειας ταύτης νοµίµου καθ’ όλα και κατ’ ουδέν αντικειµένης προς τας επιδιώξεις του Εθνικού Αγώνος εις ουδεµίαν άλλην ενέργειαν προέβησαν ούτοι, ούτε ο εχθρός διευκολύνετε υπ’ αυτών επί βλάβη του Συµµαχικού αγώνος, ούτε άλλην τινά συνεργασίαν έσχεν τις εκ των κατηγορουµένων µετά των Γερµανών, άπαντα δε τα ενάντια, κατατεθέντα το πρώτον ενώπιον της Πολιτοφυλακής υπό το κράτος του

[230] Βλ. Βουλεύµατα 1945, αριθµ.273 , ΓΑΚ Ναυπλίου

σελ.101


τρόµου, όν ενέπνεεν τότε εις τους εξεταζόµενους µάρτυρας η επικράτησις των αντάρτικων οργανώσεων, ανηρέθησαν υπό των εκ νέου εξετασθέντων σήµερον µαρτύρων[231]
Σύµφωνα λοιπόν µε τη συλλογιστική των αρµόδιων ∆ικαστικών Αρχών, οι κατηγορούµενοι απαλλάσσονται, αφού οι προγενέστερες καταγγελίες εναντίον τους έγιναν υπό το καθεστώς της βίας ενώπιον της Πολιτοφυλακής, που τροµοκρατούσε τους µάρτυρες.[232Η αντικατάσταση της Συντ/κης πράξης 1, που προέβλεπε « τα λαϊκά δικαστήρια» από την Σ.Π 6/45, που τα αντικατέστησε από τα τακτικά, εξασφάλιζε τα εχέγγυα για µια «δίκαιη δίκη» των κατηγορούµενων. Στη συγκεκριµένη περίπτωση οι κατηγορούµενοι ήταν ΄΄ευυπόληπτα΄΄ µέλη της τοπικής κοινωνίας του Άργους. Οι κατηγορίες εναντίον τους για δωσιλογισµό ήταν ανυπόστατες, αφού η οργάνωση τους, έδρασε µε γνώµονα το εθνικό συµφέρον ενάντια στον εσωτερικό εχθρό, συνεργαζόµενη µε την Ελληνική Χωροφυλακή και όχι µε τους Γερµανούς, µε διακηρυγµένο στόχο την προστασία της τοπικής κοινωνίας από τα αναρχικά στοιχεία, που τη λυµαίνονταν. Ο συγκεκριµένος συλλογισµός, µπορεί να γίνει αποδεκτός αν συναινέσουµε στη λογική, που υποβιβάζει την οργάνωση του ΕΑΜ σε µια οµάδα αναρχικών στοιχείων µε ληστρικές διαθέσεις, που λυµαινόταν το ντόπιο πληθυσµό και συγκροτήθηκε, όχι µε σκοπό τον απελευθερωτικό αγώνα, αλλά την εξυπηρέτηση ευτελών και ιδιοτελών σκοπών. Στη λογική αυτή η συγκρότηση µια εξωθεσµικής οργάνωσης µε « ρόλο χωροφύλακα» νοµιµοποιείται να δρα εναντίον Ελλήνων, ως επικουρικό όργανο των Σωµάτων Ασφαλείας. Επίσης τίθεται το ερώτηµα, ποια η σχέση της Ελληνικής Χωροφυλακής µε τις Αρχές Κατοχής και κατ’ επέκταση των τοπικών Πολιτοφυλακών, που συνεργάζονταν µαζί της, µε αυτές;
Το απαλλακτικό βούλευµα 275 /45 παρουσιάζει κατά τη γνώµη µας ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γι’ αυτό και θα παρουσιαστεί, σε µεγάλο µέρος του, αυτούσιο, προκειµένου ο αναγνώστης να µπορέσει να εξάγει τα συµπεράσµατα του. Στη συγκεκριµένη περίπτωση κατηγορούµενος ήταν ο έµπορος Η.Π. [233], ο οποίος καταγγέλθηκε από τον Μ. Λ, κάτοικο Ναυπλίου για την κατάδοση του γιου του Ν.Λ και του Ι.Μ, οι οποίοι συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν από τους Γερµανούς.

[231] Βλ. Βουλεύµατα 1945, αριθµ. 253, ΓΑΚ Ναυπλίου .
[232] Αναλόγου περιεχοµένου βουλεύµατα, βλ.253/ 263/270/249/272/1945
[233] Ο κατηγορούµενος Η.Π έχει απαλλαγεί από την κατηγορία της κατάδοσης και µε άλλα βουλεύµατα.βλ, 135/181/1945.

σελ.102


Όπως προκύπτει από την δικογραφία στις 22 Φεβρουαρίου του 1944 «εφονεύθη εν Ναυπλίω ο υπενωµοτάρχης Ηλ. Παναγ. υπό Εαµιτών. Την 2 Μαρτίου 1944, ο εν Αθήναις µετά τον φόνον του υπενωµατάρχου Παναγ. µεταβάς εις την ∆ύναµιν της Ειδικής Ασφάλειας τοποθετείς χωροφύλαξ ∆.Κ, υπηρετών προηγουµένως εις την καταδίωξιν Ναυπλίου, µετά του υπενωµατάρχου (διαγράφεται µια λέξη) Μοίραρχου Μ, εις τον σιδηροδροµικόν σταθµόν Αθηνών συνέλαβε τον εκ Ναυπλίω Ν.Λ κατόπιν τον έτερον Ι.Μ δικηγόρον κάτοικον Ναυπλίου, συµπαθώς διακείµενον εις το ΕΑΜ, ως φηµολογείται . Η σύλληψις των λαµβανοµένου, υπ’ όψει του άρτι γενοµένου φόνου του υπενωµατάρχου, πρέπει έστω και αδίκως ή αβασίµως, να έχη κάποια σχέσιν µε τον εν λόγω φόνον, εκ µέρους προφανώς των συλλαβόντων τούτους Ελλήνων Αξιωµατικών και Χωροφυλάκων. Συνελήφθησαν ως κοµµουνισταί καταδοθέντες προφανώς υπό του χωροφύλακος Κ, γνώστου, της εν Ναυπλίω καταστάσεως και παραπέµθφηκαν εις την Επιτροπήν Ειδικής Ασφάλειας Αθηνών, δηλαδή εις την νόµιµον διαδικασίαν των Ελληνικών Αρχών, υφ ’ής και εκρίθησαν απολυτέοι, µη απολυθέντες όµως υπό του Λάµπου.-
Ο πατήρ του ατυχούς Λ, αιτιάται τον κατηγορούµενον Η. Παπ, ως αίτιον της εκτελέσεως του υιού του και του ετέρου ατυχούς Μ υπό των Γερµανών, οίτινες λόγω σαµποτάζ τινός, εξετέλεσαν εν τω Ισθµώ Έλληνας τινάς, ους παρέλαβον εκ των κρατηρίων της Ειδικής Ασφάλειας, µεταξύ των οποίων και τους δυο άνω δυο Ναυπλιείς, ένα µήνα περίπου µετά την σύλληψιν των, ως η αιτία των αυτή στηρίζεται εις το σηµείωµα το εν δικογραφία ευρισκόµενον, το οποίο ως ισχυρίζεται ο µηνυτής απέστειλε ο κατηγορούµενος εις τον Συνταγµατάρχην Πάτερην εις το οποίο σηµείωµα καταθέτει ο µάρτυς Πάτερης, ουδέποτε έλαβον ούτος και το οποίον είχε ούτω:
« Αγαπητέ Τάσο και για τους δυο συλληφθέντες Ν.Λ και Ι.Μ βεβαιώ και εγώ και ως αύριο το πρωί θα έλθω, εάν θέλεις να το βεβαιώσω εγγράφως. Παρακαλώ εχεµύθεια απόλυτος.» Ο Η.Π. εκ του σηµειώµατος αυτού, αληθούς αυτού εκλαµβανοµένου, προκύπτει, ότι, όταν εγράφετο τούτο η σύλληψις είχε ενεργηθή και ότι προσεφέρετο ως εγγράφη να βεβαιώση για τους συλληφθέντες, χωρίς όµως να γραφή τι : Εκ της καταθέσεως του µηνυτού και των καταθέσεων των µαρτύρων Α.Γ, ιατρού και Π.Μ εµπόρου εν συνδυασµώ µε την υπ’ αριθµ 20117 βεβαίωσιν της Νοµαρχίας Αττικής, προκύπτει, ότι όντος εξητάσθη ο Η. Παπ. µετά άλλων δυο προαναφεροµένων, υπέρ των κρατουµένων, ώντινων ή προσωπικώς ή προφορικώς ητήσαντο την απόλυσιν. Όσον αφορά το περιεχόµενο των καταθέσεων τούτων, αίτινες απολέσθηκαν, και της καταθέσεως του µηνυτού, βεβαιούντος, ότι η Επιτροπή
σελ.103


Ασφαλείας απεφάνθη της απολύσεως των, προκύπτει σαφώς, ότι αυταί δεν είναι δυνατόν, παρά να ήσαν υπέρ αυτών, την δε ευθύνη των επιγενοµένων έχει η Ειδική Ασφάλεια, ήτις δεν τους απέλυσεν. Η σύστασις της απολύτου εχεµύθειας, ήν το σηµείωµα συνιστά, είναι δυσεξήγητος, αλλά και άνευ αποτελέσµατος, εφ’ όσον το σηµείωµα τούτο δεν περιήλθεν είς την υπηρεσίαν του Πάτερη και επηκολούθησε η υπέρ των κρατουµένων κατάθεσις του γράψαντος το σηµείωµα, η ευνοικότης της οποίας εκ των προσαγόµενων αντιγράφων εκδόσεως εξαγοµένου του Αντισυνταγµατάρχου  Παπαδόπουλου επιβεβαιούται .
Εκ των ανωτέρω εκτεθείµενων, προκύπτει ότι οι ατυχείς νέοι Λ και Μ, συνελήφθησαν υπό της Ειδικής Ασφάλειας Αθηνών, ως κοµµουνισταί και δια την ιδιότητα των ταύτην εισήχθησαν εις την Επιτροπήν Ασφαλείας Αθηνών. Εάν καταδόθησαν ως κοµµουνισταί είτε υπό του χωροφύλακος Κ, είτε από οποιονδήποτε άλλων, καταδόθησαν εις τας Ελληνικάς Αρχάς και όχι εις τον εχθρόν ως προϋποθέτει το υπ’αριθµ άρθρο 1 στ’ της υπ’αριθµ 6Σ.Π, ως αυτή δια του Α.Ν 533 εκωδικοποιήθη, εποµένως η κατηγορία της παραβάσεως της Σ.Π δεν ευσταθή».
Το σκεπτικό της παραπάνω απαλλακτικής απόφασης ενέχει κατά τη γνώµη µας πολλά κενά και παράδοξα. Πρόκειται για κακοδικία, αφού ο κατηγορούµενος απαλλάσσεται µε εικασίες. Εικάζεται, ότι το σηµείωµα του προς τον Συντ/άρχη Πάτερη, που αφορούσε τη σύλληψη των κατηγορουµένων, συντάχθηκε µε σκοπό να τους βοηθήσει. Αν είναι έτσι, γιατί ο Συνταγµατάρχης Πάτερης ισχυριζόταν, ότι δεν το έλαβε ποτέ και αν δεν το έλαβε αυτός, ποιος το έλαβε και γιατί δεν εκλήθη ως µάρτυρας. Το συµπέρασµα ανάγεται µε σοφιστικό θα λέγαµε τρόπο: Το σηµείωµα, µε το οποίο ο κατηγορούµενος βεβαιώνει για τους δυο συλληφθέντες (αν και δε γνωρίζουµε τι και επισηµαίνεται απόλυτη εχεµύθεια) οδηγεί την Ειδική Ασφαλεία στην Αθήνα να συναινέσει στην απόλυση των κρατουµένων (αν και τελικά µε παρέµβαση του Λάµπου παραµένουν έγκλειστοι). Συνεπώς ο Η.Παπ βεβαίωσε υπέρ τους, γεγονός, που επιβεβαιώνουν και µάρτυρες, οι καταθέσεις των οποίων έχουν κατά περίεργο τρόπο, χαθεί ! Το δικαστήριο εξάγει αυθαίρετα συµπεράσµατα, χωρίς στην ουσία να αποδεικνύει και στον πιο αδαή ακροατή, του λόγου το αληθές, αφού τα επιχειρήµατα του, ούτε καν αληθοφανή είναι. Ένας κακοήθης ακροατής θα µπορούσε να σκεφτεί το ακριβώς αντίθετο, ότι εξαιτίας του σηµειώµατος του κατηγορούµενου, η Ειδική Ασφάλεια, αν και αρχικά είχε αποφασίσει την απόλυση των κατηγορουµένων, τελικά δεν τους απέλυσε γεγονός, που οδήγησε στην εκτέλεση τους.

σελ.104


Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι η συλλογιστική των ∆ικαστικών Αρχών στο βούλευµα µε αριθµ.306. Οι κατηγορούµενοι καταγγέλθηκαν από την χήρα Μ. Ι. Τ, κατοίκου Πρόνοιας, για παράβαση της Σ. Π 6/45. Το Συµβούλιο Πληµµελειοδικών στο Ναύπλιο µε το βούλευµα 424/45 κήρυξε αναρµόδιες τις Ανακριτικές και ∆ικαστικές Αρχές της περιφέρειας για την εκδίκαση, κατά των κατηγορούµενων Γ. Β. Σ, Θ. Ζ, Ν. Α και ∆. Μ, της ποινικής υποθέσεως « επί φόνω, πράξει φερόµενη ως τελεσθείση εν Κρανιδίω και εν Ναυπλίω εις βάρος του Εµµ Τ, κατά τον Ιούνιον 1944, παρά την πρότασιν του παρ’ αυτώ Εισαγγελέως, στηριχθέν εις την σκέψιν, ότι κατά την κατάθεσιν της µυνήτριας ενώπιον του Ειδικού Αντεπιτρόπου την 1/12/45 ο υιός της εξετελέσθη εν Κρανιδίω κατά τας εκκαθαριστικάς επιχειρήσεις των Γερµανών συµπρατούντων µετά Ταγµάτων Ασφαλείας και Χωροφυλακής και δη µετά των τριών τελευταίων κατηγορουµένων κατόπιν καταδόσεως εκ µέρους των δυο πρώτων κατηγορουµένων» Η συλλογιστική έγκειται στο γεγονός, πως η µηνύτρια σε προγενέστερες καταθέσεις της (6-11-44, 12-1-45) δεν αναφέρει την εκτέλεση του γιου της µε τη σύµπραξη των Γερµανών, παρά µόνο στη µεταγενέστερη κατάθεση της ( 1-12-45) ισχυρίζεται, ότι ο γιος της εκτελέστηκε µετά από διαταγή του ∆ιοικητή Τάγµατος Ασφαλείας Μ, (σ. εμού: Λοχαγός Δημ. Μουστακόπουλος) παρουσία του Γερµανού Φρούραρχου και των ∆.Σ και Ι.Π. Το ότι, κατά την εκτέλεση, παρίστατο ο Γερµανός Φρούραρχος δεν αποτελεί σύµφωνα µε το δικαστήριο, ένδειξη συνεργασίας, ούτε κατάδοσης, εφ’ όσον µόνο η µηνύτρια καταθέτει, ότι το παιδί της συνελήφθη από Ταγµατασφαλίτες, συνέπεια καταδόσεως των κατηγορουµένων. Συνεπώς, ορθά σύµφωνα µε τις ∆ικαστικές Αρχές, ο Ειδικός Επίτροπος δεν άσκησε καµιά ποινική αγωγή, αλλά παρέπεµψε την υπόθεση στον Εισαγγελέα, ως αρµόδιο να ασκήσει την ποινική αγωγή για φόνο. Επίσης, από την υπ’ αριθµ 141 παραγγελία του δεν προέκυψαν στοιχεία «βεβαιούται σύµπραξιν Γερµανών ή Ταγµατασφαλιτών ή Ταγµατασφαλιτών µετά Γερµανών κατά την εκτέλεσιν του υιού της µυνήτριας», γεγονός που ενισχύει κατά την κρίση του δικαστηρίου, η µαρτυρία του Ενωµατάρχη Μ, τον οποίο επικαλείται η µηνύτρια στη κατάθεση της. Σύµφωνα µε την µαρτυρία του «ο υιός της µυνήτριας συνελήφθη υπό των Γερµανών κατά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις µετά της αδελφής του, ενεκλείσθη εις τα κρατητήρια Κρανιδίου και εξετελέσθη υπό των Γερµανών, ως κοµµουνιστής, προδοθείς υπό των κατοίκων του χωριού, άνευ αναµίξεως των κατηγορούµενων» Το δικαστήριο λαµβάνοντας υπόψη του τα παραπάνω, το εκπρόθεσµο της αίτησης αφενός και αφετέρου τη µοναδική µαρτυρία της µηνύτριας, την οποία θεωρεί αβάσιµη, παραπέµπει τους κατηγορούµενους στο ποινικό δικαστήριο µε το εξής

σελ.105


σκεπτικό «..διότι η κατάδοση κατ’ αυτών εγένοντο εκ τας ταγµατασφαλίτας . Εάν υπό των Ταγµατασφαλιτών εφονεύθη ούτος δεν υπάρχει πάλιν παράβασις Συντακτικής Πράξεως, εάν τον συνέλαβον οι Γερµανοί κατά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του Κρανιδίου κατά την κατάθεση του Μ και τον εξετέλεσαν, πάλιν παράβασις Συντακτικής Πράξεως δεν υπάρχει, διότι δεν είναι βεβαιούµενον, ότι ηδύναντο οι ταγµατασφλίτες να προιδώσι τούτο, ή ότι ηδύναντο αυτό εµποδίσωσι, αφού και υπό τας φυλακάς Αγρινίου και άλλας φυλακάς επήραν κρατουµένους …».
Είναι εµφανές θεωρούµε, ότι το δικαστήριο, ερµηνεύει το νόµο µε τον δικό του τρόπο και δε λαµβάνει υπόψη του το άρθρου 1 εδαφ. ζ « Όσοι προέβησαν εις πράξεις βίας Ελλήνων ένεκα της δράσεως των κατά του εχθρού» « Ιδιαίτερα επιβαρυντική περίπτωσις θεωρείται ο εξωπλισµός του δράστου παρά των Αρχών Κατοχής.» Σύµφωνα µε διευκρινίσεις του νοµοθετήµατος, « Αποτελεί ιδιαίτερα επιβαρυντικήν περίπτωσιν δια τα αδικήµατα των εδαφίων 5 και 6 του παρόντος άρθρου η ιδιότης του δράστου ως ανήκοντος εις τας ενόπλας δυνάµεις της χώρας.» και « Εάν εκ πράξεων προβλεπόµενων εις τα άνω εδάφια επήλθε θάνατος Έλληνος ή Συµµάχου, αποκλείεται η παροχή ελαφρυντικών περιπτώσεων κατά το άρθρο 2.» Το Ειδικό ∆ικαστήριο ∆ωσιλόγων περιορίζεται στη παραποµπή της υπόθεσης στο Ποινικό ∆ικαστήριο, ενώ κατά την κρίση του χρειάζονται διαβεβαιώσεις για την « σύµπραξιν Γερµανών ή Ταγµατασφαλιτών ή Ταγµατασφαλιτών µετά Γερµανών κατά την εκτέλεσιν του υιού της µυνήτριας». Η συµµετοχή αµφότερων στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και ο εξοπλισµός των Τ.Α από τους Γερµανούς, προφανώς δεν εµπίπτει στις διατάξεις της Σ.Π, σύµφωνα µε την αναθεωρηµένη αντίληψη του δικαστηρίου περί του ένοπλου δωσιλογισµού. Το δικαστήριο αποφαίνεται, ότι δεν υπάρχει παράβαση της 6/45 Σ.Π ακόµα και αν το θύµα εκτελέστηκε από Ταγµατασφαλίτες.!
Αναρµόδιες επίσης κρίθηκαν οι ∆ικαστικές Αρχές του Ειδικού ∆ικαστηρίου, αναφορικά µε την εκδίκαση της υπόθεσης, στην οποία κατηγορείται ο Κάρολος Φερδινάνδος Μπάχ, κάτοικος Κορίνθου, για παράβαση του άρθρου 1 εδαφ, ζ και στ, της 6/45 Σ.Π. Σύµφωνα µε τον Εισαγγελέα «Επειδή οι αποδιδόµεναι τω κατηγορουµένω τούτω κατηγορίαι καταδόσεως εις τον Γερµανικόν Στρατόν Ελλήνων υπηκόων και διαπράξεως πράξεων βίας εν συµπράξει µετά Γερµανών εις βάρος Ελλήνων, ένεκα της δράσεως των κατά του εχθρού κτλ και αληθείς τυχόν εκλαµβανόµεναι, δεν είναι ποινικώς τιµωρητέαι δι’ αλλοδαπούς υπηκόους των εθνών των διενηργησάντων την κατοχήν, εφ’όσον ούτοι ως όργανα του Κράτους των και ουχί ατοµικώς ενήργουν………..δέον υπό την ιδιότητα ταύτη να κριθώσι και ουχί µε τους

σελ.106 


όρους των Συντ.Πράξεων, αλλά µε τις διατάξεις του κοινού ποινικού δικαίου, εφ’ όσον ούτοι τοιαύτας παρέβησαν.» Εντέλει, ο κατηγορούµενος, σύµφωνα µε το βούλευµα 232, παραπέµπεται για το αδίκηµα του φόνου του Θ.Γ, κάτοικο Ζευγολατίου στα κοινά ποινικά δικαστήρια, ενώ το δικαστήριο κρίνει, ότι ο κατηγορούµενος πρέπει να απαλλαγή από τις κατηγορίες για τις παρακάτω αξιόποινες πράξεις, που του καταλογίζονται δηλαδή : « 1. εν Ζευγολατιώ Κορινθίας κατά τα έτη 1943-1944 κατέδωσαν εις τον εχθρό ήτοι εις τον Γερµανικόν Στρατόν Έλληνας υπηκόους, ήτοι τον Γ.Κ, χωροφύλακα και άλλους αγνώστους ενεργήσας άµα δια την ανακάλυψιν και σύλληψιν των 2. κατά τον αυτόν τόπον και χρόνον προέβη εις πράξεις βίας εν συµπράξει µετά των Αρχών Κατοχής εις βάρος Ελλήνων ένεκα της δράσεως του και του εχθρού συλλαβών και φυλακίσας Έλληνας πολίτας κατοίκους Ζευγολατίου αγνώστους εισέτι εκ του λόγου, ότι δεν προσήρχοντο να εργασθώσιν εις τα εκεί Γερµανικά έργα, εν οις και τον Θεοδ.Γ όστις εξετελέσθη υπό των Γερµανών».[234*
*(σ. εμού: Θεόδωρος Γεωργίου του Αθανασίου, αγρότης. Γεννήθηκε στο Ζευγολατιό Κορινθίας το 1919. Ήταν οργανωμένος στο ΕΑΜ. Σε μπλόκο που έκαναν οι Γερμανοί στο Ζευγολατιό, προσπάθησε να ξεφύγει τρέχοντας. Οι Γερμανοί τον είδαν, τον πυροβόλησαν και τον σκότωσαν το 1944.)

Στη λογική της απόδοσης δικαιοσύνης, υπό την προϋπόθεση µιας «δίκαιης δίκης», την οποία διασφαλίζει η Σ.Π 6/45, µε κάποια βουλεύµατα καταργούνται αυτεπαγγέλτως προγενέστερα εντάλµατα φυλάκισης ατόµων, που κατηγορήθηκαν και φυλακίστηκαν για προδοσία. Το βούλευµα 263 απαλλάσσει τους κατηγορούµενους Ι. Π, κάτοικο Πειραιά και Κ. Τ, κάτοικο Σπετσών από την κατηγορία της παράβασης της υπ’ αριθµ 6/45 Σ.Π. Το αιτιολογικό της αποφυλάκισης των κατηγορουµένων είναι ότι « εκ της διεξαχθείσης προανακρίσεως διεπιστώθη σαφώς, ότι ουδείς εκ των άνω κατηγορουµένων συνειργάσθη προδοτικώς µετά του εχθρού κατά Ιούνιο 1944, ούτε κατέδωσαν εις αυτόν Έλληνας πολίτας, ως κατηγορούνται, αλλά αντιθέτως προκύπτει, ότι ο µεν πρώτος έφεδρος ανθ/γος υπηρέτησεν εις τας Εθνικάς Οµάδας των Ελλήνων Ανταρτών (Ε.∆.Ε.Σ [235]) εν τη περιφέρεια Ερµιονίδος, προηγουµένως είχε καταταγεί εις τον στρατόν του ΕΑΜ, προσενεγκών εθνικάς υπηρεσίας και εργασθείς δια την διασφάλισιν της δηµοσίου τάξεως κατά τας παραµονάς της αποχωρήσεως των

[234] Βλ. Βουλεύµατα 1945, αριθµ.233 , ΓΑΚ Ναυπλίου
[235] Όπως είδαµε αναλυτικά παραπάνω ο Ε∆ΕΣ δε µπόρεσε να συγκροτήσει οργανώσεις στη περιφέρεια της Αργολιδοκορινθίας. Η ύπαρξη τέτοιας οργάνωσης στη περιφέρεια Ερµιονίδας, τίθεται υπό αµφισβήτηση, αφού πολυάριθµες αναφορές συγκλίνουν στο γεγονός, ότι οι αντιεαµικοί σχηµατισµοί της περιφέρειας εν µια νυκτί φόρεσαν στο µπράτσο ένα περιβραχιόνιο µε τα αρχικά του Ε∆ΕΣ, προκειµένου να νοµιµοποιήσουν τη δράση τους. Έτσι στη περιοχή της Ερµιονίδας ο αρχηγός της αντιεαµικής οργάνωσης, ο γιατρός Σκαρτσιάρης , µετονόµασε την οργάνωση του σε Ε∆ΕΣ και έδωσε εντολή στους άντρες του να χτυπήσουν τους αντάρτες αν εµφανιστούν στο χωριό.
Βλ. Γιόνα Μίκε Παιδούση, Κόκκινος Επιτάφιος , Αθήνα, εκδ. Βιβλιόραµα και Βασίλης Λαδάς, Οι αντάρτες της θάλασσας ( δράση του ΕΛΑΝ Αργοσαρωνικού), Αθήνα, 2002, (αυτοέκδοση), σ 119.
σελ.107


Γερµανών εκ του Ελληνικού εδάφους, ο δε δεύτερος υπήρξεν στόχος διώξεως των αναρχικών στοιχείων δια τα εθνικιστικά φρονήµατα αυτά και των…της οικογένειας του δεον να µη γίνη κατηγορία κατ’ αυτών και διαταχθή η κατάργησις των εκδοθέντων υπ’αριθµ 36 και 37 της 22/11/44 ενταλµάτων φυλάκισης, του Ειδικού Επιτρόπου του Ειδικού ∆ικαστηρίου Πειραιώς,……………………………….. Προτείνει να µη γίνη κατηγορία κατά των …..ως υπαιτίων του ότι από κοινού και εκ συστάσεως 1) κατέδειξαν εις τον εχθρόν 48 Έλληνας πολίτας, κατοίκους Σπετσών και Κρανιδίου και 2) Προέβησαν εις πράξεις βίας εν συµπράξει µετά των οργάνων κατοχής εις βάρος Ελλήνων ένεκα της δράσεως αυτών κατά του εχθρού …
Για πολλοστή φορά, είναι εµφανές, πως οι δικαστικές αρχές ταυτίζουν το ΕΑΜ µε αναρχικά στοιχεία. Η συγκεκριµένη ερµηνεία φαίνεται να νοµιµοποιεί τη δράση όλων των αντιεαµικών σχηµατισµών, και των ανδρών, που υπάγονταν σε αυτούς µε τη λογική, ότι προσέφεραν « εθνικάς υπηρεσίας» και να τους απενοχοποιεί από οποιαδήποτε κατηγορία. Το άλλο επιχείρηµα, που πολύ συχνά συναντάµε και που σε µεγάλο βαθµό έχει δόση αλήθειας, είναι η δίωξη εκ µέρους του ΕΛΑΣ ατόµων και οικογενειών, εξαιτίας των διαφορετικών πολιτικών φρονηµάτων τους. ∆εν είναι λίγες οι περιπτώσεις, στο νοµό Αργολιδοκορινθίας, που στη προσπάθεια του ο ΕΛΑΣ να εκκαθαρίσει την περιοχή από την «αντίδραση» διώκει ανθρώπους, που στη πραγµατικότητα δεν έχουν καµία απολύτως σχέση µε τους δωσιλογικούς µηχανισµούς, αλλά το µόνο έγκληµα τους είναι η πολιτική ιδεολογία τους.
Για το αδίκηµα της οικονοµικής συνεργασίας, καθ’ όλη τη διάρκεια του 1945 έγιναν συνολικά τρείς καταγγελίες. Ενδεικτικά θα παρουσιάσουµε καταγγελία για οικονοµική συνεργασία, που αφορούσε κατοίκους της πόλης του Άργους. Οι κατηγορούµενοι καταγγέλθηκαν, ότι συνεργάστηκαν οικονοµικά µε τον εχθρό και αποκόµισαν οικονοµικά οφέλη. Και για τους δυο, σύµφωνα µε το ∆ικαστήριο, η προανακριτική διαδικασία απέδειξε, ότι συνεργάστηκαν µε τις Αρχές Κατοχής υπό το κράτος του φόβου και των απειλών. Ο µεν πρώτος, ο Α. Σ .Κ, ηλεκτρολόγος υποχρεώθηκε να χορηγήσει στους κατακτητές διάφορα είδη ηλεκτρικών εγκαταστάσεων από το µαγαζί, που διατηρούσε στην πόλη του Άργους. Για το εµπόρευµα του, είτε πληρώθηκε σε πολύ χαµηλές τιµές, είτε δεν πληρώθηκε καθόλου, γεγονός, που πιστοποιούν ανεξόφλητες καταστάσεις και πολλοί µάρτυρες. Ο δε δεύτερος, ∆. Ε. Μ, ως εργολάβος, αναγκάστηκε να εκτελέσει κάποιες επισκευές σε οικήµατα, που στεγάζονταν οι Ιταλικές Στρατιωτικές Αρχές στη πόλη του Άργους, όχι οικιοθελώς, όπως επιβεβαιώνει και ο Έφορος του Άργους, αλλά µετά από άσκηση
σελ.108


βίας από τις Αρχές Κατοχής, σε σηµείο, που να είχε προηγηθεί η φυλάκισή του, ώστε να εξαναγκαστεί να συναινέσει. Το δικαστήριο αποφάσισε την απαλλαγή των κατηγορουµένων. [236]
Ενδιαφέρον έχει και το απαλλακτικό βούλευµα 262/45. Η καταγγελία σε αυτή τη περίπτωση αφορά το αδίκηµα της κατασκοπίας. Η κατηγορούµενη είναι η Β. Χ .∆, κάτοικος Ν. Κίου, σύµφωνα µε την καταγγελία, κατά τη διάρκεια της εχθρικής κατοχής ανέλαβε υπηρεσία ως µυστική πράκτορας στη Γερµανική Μυστική Αστυνοµία της υπηρεσίας Ναυπλίου. Όµως η προανακριτική διαδικασία απέδειξε την αθωότητα της και την απάλλαξε από την κατηγορία για παράβαση της Σ.Π 6/45, αφού αποδείχθηκε « εκ των καταθέσεων πάντων των εξετασθέντων µαρτύρων, ότι η άνω κατηγορούµενη δεν διετέλεσαν εις την µυστικήν υπηρεσίαν του εχθρού, αλλά η εξαδέλφη της Μ.∆, ήτις και εξηφανίσθη µετά την αναχώρησιν των Γερµανών, µεταβάσα εις Αθήνας και εκείθεν εις άγνωστον διεύθυνσιν». [237]
Απαλλακτικά βουλεύµατα εκδόθηκαν επίσης µε το σκεπτικό, ότι οι κατηγορούµενοι υποκινούµενοι από λόγους εκδίκησης και όχι µε πρόθεση συνεργασίας µε τις Αρχές Κατοχής εκινήθησαν σε συνεργασία µε τα Τάγµατα Ασφαλείας, ενάντια στους προσωπικούς τους εχθρούς. Ενδεικτικό είναι το βούλευµα 277. Σύµφωνα µε το δικαστήριο «Εκ της γενόµενης προανακρίσεως δεν προκύπτει, ότι οι κατηγορούµενοι συνεργάζοντο µετά των Γερµανών, ούτε ότι παρέδωκαν αυτοίς κατάλογο συλληφθέντων προσώπων, άτινα και συνελήφθησαν .Προκύπτει µάλλον ότι ούτοι καταδιωχθέντες υπό των ανταρτών, πολλούς συγγενείς των οποίων ούτοι είχον συλλάβει οµήρους ή εκτελέση, εκινούντο εναντίον των προσωπικών εχθρών την παρά των Ταγµάτων Ασφαλείας, όχι µε πρόθεση συνεργασίας µετά του κατακτητού,αλλά εκδικήσεις δια τας εναντίον διώξεων ωρισµένων συµπατριωτών προσωπικώς .∆εον όθεν να µη γίνη κατηγορία κατά τούτων δια πράξεις βίας κατά των Ελλήνων ένεκα της δράσεως την κατά του εχθρού, µη συντρεχούντων των όρων του Νόµου»[238]
Αν και στη πλειοψηφία τους τα βουλεύµατα είναι απαλλακτικά υπάρχουν και περιπτώσεις, που το δικαστήριο παρέπεµψε σε δίκη τους κατηγορούµενους. Το βούλευµα 268/45 είναι απαλλακτικό για τους τρεις από τους τέσσερις κατηγορούµενους. Στη συγκεκριµένη περίπτωση τέσσερις χήρες από το χωριό Μπόρσια Αργολίδας µηνύουν τέσσερις συγχωριανούς τους για παράβαση της 6/45 Σ.Π.

[236] Βλ. Βουλεύµατα 1945, αριθµ. 247, ΓΑΚ Ναυπλίου .
[237]Βλ. Βουλεύµατα 1945, αριθµ. 262, ΓΑΚ Ναυπλίου .
[238]Βλ. Βουλεύµατα 1945, αριθµ. 277, 279 ΓΑΚ Ναυπλίου 
σελ.109


 συγκεκριµένα για την σύλληψη και εκτέλεση των ανδρών τους, µετά από κατάδοση τους στις Αρχές Κατοχής. Οι µηνύτριες τους θεωρούν υπεύθυνους για την σύλληψη των ανδρών τους, τον Ιούνιο του 1944 από τους Γερµανούς στο χωριό Μπόρσια. Από την προανακριτική διαδικασία όµως προέκυψαν στοιχεία, που απάλλαξαν τους τρεις από τους τέσσερις κατηγορούµενους από τις κατηγορίες, µε το σκεπτικό, ότι οι µηνύτριες επιρρίπτουν σε αυτούς ηθική ευθύνη, γιατί ενώ ήταν µέλη οργάνωσης στο χωριό ( δεν κατονοµάζεται), δεν ειδοποίησαν εγκαίρως, αν και γνώριζαν, ότι µεταβαίνουν εκεί γερµανικά αποσπάσµατα, ώστε να αποµακρυνθούν και να µη συλληφθούν οι παθόντες. Το δικαστήριο αποφαίνεται, ότι οι κατηγορούµενοι δε φέρουν ποινική ευθύνη. Αναφορικά µε τον πρώτο κατηγορούµενο τον Ν. Αθ έκριναν, ότι πράγµατι οδήγησε τους Γερµανούς στο σπίτι, που ήταν εγκατεστηµένο το τηλέφωνο της οργάνωσης, όπου και συνελήφθησαν και φονεύθησαν οι παθόντες, αλλά προέβη στη πράξη αυτή υπό το καθεστώς του φόβου, καθώς απειλήθηκε η ζωή του από τις Αρχές Κατοχής. Ποινική ευθύνη προκύπτει µόνο για τον τέταρτο τον Ν. Αν, ο οποίος κατά την κρίση του δικαστηρίου πρέπει να παραπεµφθεί σε δίκη, αφού προέκυψαν επαρκή στοιχεία «ότι άµα τη συλλήψει του υπό των Γερµανών προσεφέρθη οικειοθελώς να παραδώση το τηλέφωνον και τους φρουρούντας αυτό χωρίς οι Γερµανοί ν’απαιτήσωσι τοιούτον τι παραυτού, αφού δεν εγνώριζαν την ύπαρξιν τηλεφώνου εις το χωρίον, αλλά απλώς ίνα προσφέρη υπηρεσίαν τους Γερµανούς και επιτύχη την απελευθέρωση του.» [239]
Συνολικά έντεκα βουλεύµατα [240] εκδόθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια του 1945, αφού για τους κατηγορούµενους, προέκυψαν επαρκή στοιχεία κατά τη διάρκεια της προανάκρισης και κρίθηκε αναγκαία η περαιτέρω ανάκριση για επανεξέταση των υποθέσεων τους, ενώ ένας παραπέµφθηκε σε δίκη.

[239]  Βλ. Βουλεύµατα 1945, αριθµ. 268, ΓΑΚ Ναυπλίου
[240] Βλ. Βουλεύµατα 1945, αριθµ. 148, 150 ,221,222, 224, 225,227. ΓΑΚ Ναυπλίου

 σελ.110


Βουλεύµατα 1946

Λίγους µήνες αργότερα στις 3 Σεµπεµβρίου του 1945 η κυβέρνηση Βούλγαρη θα εκδώσει τον Αναγκαστικό νόµο υπ’ αριθµ. 533 «Περί τροποποιήσεως, συµπληρώσεως και κωδικοποιήσεως της υπ’ αριθµ. 6)45 Συντακτικής Πράξεως περί επιβολής κυρώσεων κλπ. ως έχει τροποποιηθή.» Ο νέος νόµος θα δώσει τη δυνατότητα να παραγραφούν κάποια αδικήµατα, αφού µε το άρθρο 7, που εισάγει περιορίζει σηµαντικά τα χρονικά πλαίσια µέσα στα οποία πρέπει να ασκηθεί ποινική αγωγή είτε αυτεπαγγέλτως, είτε µετά από µήνυση των κατηγόρων. Ορίζει την 20 Ιουλίου του 1945 ως καταληκτική ηµεροµηνία για αδικήµατα, που τελέσθηκαν στη περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών και 31 Οκτωβρίου 1945 για τα αδικήµατα, που τελέσθηκαν εκτός της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών. Η υποβολή µηνύσεων µετά τις προκαθορισµένες ηµεροµηνίες θα θεωρείτο εκπρόθεσµη.
Παρατηρώντας κανείς τα βουλεύµατα, που εκδόθηκαν καθόλη τη διάρκεια του 1946 διαπιστώνει, ότι µυνήθηκαν για διάφορα αδικήµατα σύµφωνα µε τη Σ.Π 6/45, όπως τροποποιήθηκε από τον Α.Ν 533, διακόσια ενενήντα έξι άτοµα, από τα οποία κρίθηκε επιβεβληµένο να παραπεµφθεί σε δίκη µόνο ένα.
Είναι αξιοπρόσεκτο, ότι οι Αρµόδιες ∆ικαστικές Αρχές δε µπαίνουν στη διαδικασία να στοιχειοθετήσουν επαρκώς τις απαλλακτικές τους αποφάσεις, εκτός από ελάχιστες. Στη πλειοψηφία των βουλευµάτων κρίνονται ανεπαρκή τα στοιχεία για παραποµπή σε δίκη των κατηγορούµενων, αφού οι µηνήσεις δε στοιχειοθετούνται εξαιτίας των αοριστολογιών των µαρτύρων κατηγορίας!
Έτσι πολυάριθµα είναι τα βουλεύµατα [241] , που οι απαλλακτικές αποφάσεις στοιχειοθετούνται µε το «κλισέ» ότι « δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις, όπως υποστηρίξωσιν δηµόσια επ’ ακροατηρίω την προκείµενην κατηγορία κατά των..» Οι ∆ικαστικές Αρχές είναι ιδιαίτερα φειδωλές στην επιχειρηµατολογία τους και στην καλύτερη περίπτωση διατείνονται, ότι οι κατηγορίες στηρίζονται στις αοριστολογίες των µαρτύρων κατηγορίας, γεγονός, που επιβάλει την απαλλαγή τους.
Και στο σηµείο αυτό τίθεται το ερώτηµα, µε ποιο σκεπτικό οι κατήγοροι αποφάσισαν να µηνήσουν επώνυµα συντοπίτες τους για το επαχθές έγκληµα του δωσιλογισµού και να ρισκάρουν να δηµιουργήσουν επιπλέον πάθη σε µια εποχή ιδιαίτερα τεταµένη.

 [241]  Βλ. Βουλεύµατα 1946, αριθµ. 17,19, 30,34, 35,36, 37, 38,39, 41, 43, 44, 45, 46,47,49, 50, 51, 52,53, 54, 55, 57, 58, 61, 62, 63, 64, 65, 66, 68, 69,70, 71,72, 74, 75, 76, 78,79, 80, 81, 83, 86,87,88,89,90, 91, 92, 93, 94, 95,96, 97, 98, 99 ΓΑΚ Ναυπλίου.

 σελ.111 


Είναι βέβαιο, ότι χρειαζόταν ψυχικό σθένος για να εµπλακεί κάποιος επώνυµα σε µια δικαστική διαµάχη και είναι απορίας άξιο επίσης, ότι οι εµπλεκόµενοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία, σύµφωνα µε το δικαστήριο, δεν είχαν    επαρκή    στοιχεία,     που     να     στοιχειοθετούν     τις     κατηγορίες     τους . Θα παραθέσουµε κάποια βουλεύµατα, των οποίων οι αποφάσεις διέπονται από µια στοιχειώδη συλλογιστική, γεγονός, που µας επιτρέπει, έστω ακροθιγώς και µε τις επιφυλάξεις, που µας επιβάλλει η ελλειπτικότητα του υλικού, αν µη τι άλλο να προβληµατιστούµε και να εξάγουµε νέα πραγµατολογικά στοιχεία για την κατοχική περίοδο.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το απαλλακτικό βούλευµα, υπ’ αριθµ 1/ 1946, µε το οποίο απαλλάσσεται ο Ι. Μ, ∆ιευθυντής των Αγροτικών Φυλακών Τίρυνθας, από την κατηγορία, ότι τα έτη που υπηρετούσε στη περιφέρεια Ναυπλίου, 1943-1944 και συγκεκριµένα από το Νοέµβριο του 1943 µέχρι και τον Μάρτιο του 1944, κατέχοντας ∆ηµόσια ∆ιοικητική θέση, έγινε συνειδητό όργανο του εχθρού ασκώντας το λειτούργηµα του προς διευκόλυνση των Αρχών Κατοχής κατά τρόπο πιεστικό για το λαό. Συγκεκριµένα κατηγορήθηκε από τρεις φύλακες, που υπηρετούσαν στις Αγροτικές Φυλακές ότι « συνεργάσθη µετά των Γερµανών ∆ιοικητή Ναυπλίας θέσας εις την διάθεσιν του τας υπηρεσίας του ως δηµόσιος υπάλληλος, ως επέτυχε να εξοπλίση τους φύλακας των φυλακών δια να στρεψώσιν τα όπλα εναντίον των δυνάµεων της εθνικής αντιστάσεως και ενήργησε την εγκατάσταση εν ταις φυλακαίς Γερµανικής Φρουράς, την δε 1 Μαρτίου ειδοποίησε τους Γερµανούς περί απόπειρας τµήµατος του ΕΛΑΣ προς παραλαβήν του οπλισµού των φυλακών και παρέδωκεν στη Γκεστάπο τους φακέλους 10 φυλάκων µε την κατηγορία, ότι ανήκων εις Εθνικάς Οργανώσεις, συνέπεια της οποίας συνελήφθησαν ούτοι υπό των Γερµανών..»
Το δικαστήριο έκρινε τον κατηγορούµενο αθώο, αφού µετά από µακρά ανάκριση προέκυψε, ότι η εν λόγω κατηγορία σκηνοθετήθηκε από τους τρεις φύλακες και µάρτυρες κατηγορίας, για λόγους εκδίκησης, για ποινές που ο Ι.Μ τους είχε επιβάλλει. Ο µηνυτής Κ, απολύθηκε από την υπηρεσία, γεγονός που προκύπτει τόσο από την απολογία του, όσο και από επίσηµα έγγραφα. Ο φύλακας Κου, τιµωρήθηκε κατ’ επανάληψη, όπως και ο τρίτος κατήγορος ο Π.Α, µετά από έκθεση του κατηγορούµενου.
Επιπλέον   την   απόφαση   του   δικαστηρίου   ενίσχυσαν   οι   καταθέσεις «αξιόπιστων»    µαρτύρων,    όπως    του    Επιθεωρητή    των    Φυλακών    Τ,    των
σελ.112


υπαρχιφυλάκων Σ και Ψ, του ∆ιευθυντή των Ακροναυπλίας Α. Κ [242], του υπαρχιφύλακα Κ, του ιατρού Ψω και του οδοντιάτρου Θ. Ζ. Το δικαστήριο έκρινε, ότι οι κατηγορίες τόσο του εξοπλισµού των φυλάκων µε γερµανικά όπλα, όσο και η κατηγορία παράδοσης στους Γερµανούς 10 φυλάκων, ως αντίποινα της απαγωγής ενός Γερµανού στρατιώτη, καταρρίπτονται από τις καταθέσεις των µαρτύρων. Για τη πρώτη κατηγορία βεβαιώνει ο Αρχιφύλακας των φυλακών Π, υπέρ του κατηγορούµενου και για τη δεύτερη ο γιατρός Ψ, ο οποίος υποστηρίζει, ότι πράγµατι απήχθησαν 10 φύλακες από τους Γερµανούς για αντίποινα, µεταξύ των οποίων ήταν και ο κατηγορούµενος και µεταφέρθηκαν στο Άργος για εκτέλεση, αλλά µετά από δυο µέρες απολύθηκαν όλοι « χάριν του σθένους και της αναλήψεως υπ’ αυτού της ευθύνης δια τους υφιστάµενους του». [243]
Είναι εντυπωσιακό το γεγονός, ότι οι ως γνωστόν οι ανάλγητοι Γερµανοί, στη περίπτωση αυτή, δεν εφάρµοσαν το νόµο για τα αντίποινα και απελευθέρωσαν τους κρατούµενους µετά από παρέµβαση του ∆ιευθυντή των Φυλακών. Βέβαια η στοιχειοθέτηση της απαλλακτικής απόφασης αφήνει, όπως και οι περισσότερες διάφορα κενά, για παράδειγµα δεν διατυπώνονται ευθαρσώς τα παραπτώµατα των µηνυτών, που στη περίπτωση του φύλακα Κ, η ποινή ήταν η απόλυση του από την υπηρεσία. Από την άλλη η έλλειψη δυνατότητας να δούµε το προανακριτικό υλικό, τις καταθέσεις των µαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, µας στερεί τη δυνατότητα να έχουµε µια ολοκληρωµένη εικόνα για µια τόσο σοβαρή υπόθεση. Τέλος µας δηµιουργούν για µια ακόµα φορά ερωτηµατικά τα κριτήρια του δικαστικού σώµατος, αναφορικά µε την αξιοπιστία των µαρτύρων, που επικαλείται, αφού για πολλοστή φορά, οι µάρτυρες υπεράσπισης έχουν απαλλαγεί σε προγενέστερο χρόνο από ανάλογες κατηγορίες.
Το βούλευµα µε αριθµ. 2/1946 αθωώνει τον δικηγόρο Κ.Π. Β, από την κατηγορία της συνεργασίας µε τις Αρχές Κατοχής κατά το διάστηµα αρχές του 1944 µέχρι και Νοέµβριο του ίδιου έτους. Ο µηνυτής ∆.Σ.Μ στη περίπτωση αυτή ήταν υπόδικος στις φυλακές της Ακροναυπλίας για παράβαση της Σ.Π 6/45. Το κατηγορητήριο συνιστούσε, ότι ο κατηγορούµενος ανέλαβε υπηρεσία από τις Αρχές Κατοχής, ότι συνεργαζόταν µε τον ∆ιευθυντή της Γερµανικής Αστυνοµίας Ναυπλίου

[242] Ο ∆ιευθυντής των Φυλακών Ακροναυπλίας να υπενθυµίσουµε ότι είχε µηνυθεί για κατάδοση Ελλήνων στους Γερµανούς και συνεργασία µε το εχθρό και είχε απαλλαγεί µε το βούλευµα αριθµ.198/1945.
[243] Βλ. Βουλεύµατα 1946, αριθµ. 1, ΓΑΚ Ναυπλίου.

σελ.113


και ότι ζήτησε από την σύζυγο του µηνυτή εκατόν είκοσι οκάδες σιτάρι και 50 εκκατοµύρια δραχµές για την απελευθέρωση της εγγονής της Μ. Μ από το Γερµανικό Στρατόπεδο Κορίνθου.
Οι ∆ικαστικές Αρχές εξέδωσαν απαλλακτικό βούλευµα για τον κατηγορούµενο, αφού, δεν αποδείχθηκαν οι αποδοθείσες κατηγορίες. Αντίθετα από τις καταθέσεις των µαρτύρων υπεράσπισης προκύπτει «ελληνοπρεπής συµπεριφορά του κατηγορούµενου κατά το στάδιον της κατοχής, εξυπηρετική των συµπολιτών του και όχι καταπιεστική». Για τον µηνυτή από την άλλη και τις αξιόποινες πράξεις, που είχε διαπράξει δεν µας δίνεται κανένα απολύτως στοιχείο, που να φωτίζει λίγο περισσότερο τη συγκεκριµένη υπόθεση, όπως για παράδειγµα τα κίνητρα του. [244]
Το επόµενο βούλευµα µε αριθµ.3/46, απαλλάσει τους κατηγορούµενος, κατοίκους Μαλανδρενίου, κρίνοντας ότι δε συντρέχει λόγος να παραπεµφθούν σε δίκη, από τις κατηγορίες για παράβαση της Σ.Π 6/45. Ο µυνητής Γ.Β.Μ και συγχωριανός τους, είναι επίσης υπόδικός και βρίσκεται στις φυλακές της Ακροναυπλίας, επίσης για παράβαση της Σ.Π 6/45. Σύµφωνα µε το δικαστήριο « ο µηνυτής διατελών εαµίτης συνέλαβεν τον υιόν του ανωτέρου και πολλούς άλλους οµοχωρίους των και τους εφόνευσεν… Μετέβησαν κατά τον Ιούνιο 1944 µετά του Τάγµατος Ασφαλείας και ανεύ της συµπράξεως των Γερµανών προς καταδίωξιν, συνέλαβον την σύζυγον του µηνυτή και τρεις άλλους, ους, αφού εκράτησαν επί δίµηνον διάστηµα τους απέλυσαν.» [245]
Το δικαστήριο στα πλαίσια αυτής της συλλογιστικής εξέδωσε απαλλακτικό βούλευµα για τους κατηγορούµενος, ερµηνεύοντας τις πράξεις τους, ως απότοκο θυµού και εκδίκησης, εξαιτίας των πράξεων του µηνυτή. Το δικαστήριο, αν και εκκρεµεί η δίκη του, τις θεωρεί προφανώς γενόµενες, και τις παρουσιάζει ως βέβαιο γεγονός. Από την άλλη, η συνεργασία µε τα Τάγµατα Ασφαλείας των κατηγορουµένων, µε σκοπό τη σύλληψη του µηνυτή απενοχοποιεί τους κατηγορούµενους από την κατηγορία της συνεργασίας µε τον εχθρό.
Ο Ν.Ι.Φ, κάτοικος Μαλανδρενίου και ακόµα έντεκα συγχωριανοί του, καταγγέλθηκαν επίσης από το Γ.Α.Ν, κάτοικο Σχοινοχωρίου για παράβαση του άρθρου 1, εδαφ.γ και ζ της 6/45 Σ.Π και για φόνο εις βάρος του Α.Ν, « πράξει τελεσθείση εις Σχοινοχώρι και αλλαχού κατά τον Μάιον του 1944.» Το δικαστήριο τους απάλλαξε µε το σκεπτικό, ότι από την προανακριτική διαδικασία δεν προέκυψαν

[244] Βλ. Βουλεύµατα 1946, αριθµ. 2, ΓΑΚ Ναυπλίου.
[245] Βλ. Βουλεύµατα 1946, αριθµ. 3, ΓΑΚ Ναυπλίου.

σελ.114


επαρκείς ενδείξεις, ώστε να παραπεµφθούν σε δίκη αφενός και αφετέρου « αυτός ο µηνυτής βεβαιώνει, ότι εν φυλακαίς ευρισκόµενος παρεπλανήθη κατ’ άλλων και µάλλον του επέβαλλον να υποβάλει µεν την κρινόµενη µήνυση, παριστήσα, ότι οι κατηγορούµενοι συµπράττοντας µετά των Γερµανών, του εφόνευσαν τον πατέρα του τον Μάιον του 1944, τα καταγγελθέντα δεν τυγχάνουσι αληθή ως και η µητήρ του εκθέτει». [246]
Η απόφαση του δικαστηρίου για µια ακόµα φορά προφανώς στηρίζεται σε εικασίες. Το λήµµα «µάλλον» είναι δηλωτικό µιας αληθοφανούς επιχειρηµατολογίας, που χρησιµοποιείται µε προφανή σκοπό την απαλλαγή των κατηγορουµένων. Επίσης αγνοούµε τα αίτια και το χρόνο, που ο κατηγορούµενος ήταν στη φυλακή, καθώς και τους «ηθικούς αυτουργούς» της πράξης του, που «µάλλον» τον ανάγκασαν να υποβάλει µήνυση για τον φόνο του πατέρα του στους έντεκα κατηγορούµενος. Κάτω από ποιες συνθήκες ο µηνυτής και η µητέρα του ανασκεύασαν την κατάθεση τους, δεν είµαστε σε θέση να το απαντήσουµε µε σαφήνεια. Είναι εµφανές όµως, ότι οδηγός του µηνυτή ήταν ο φόβος, είτε δεχτούµε τη συλλογιστική του δικαστηρίου, είτε όχι.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το βούλευµα υπ’ αριθµ 11, σύµφωνα µε το οποίο ο Α.Κ και ο Γ.Π, κάτοικοι Άργους, απαλλάχτηκαν από τις κατηγορίες «της καταδόσεως εις τον εχθρόν Ελλήνων, βιαιοπραγίαις συµπράξει του εχθρού εναντίον Ελλήνων και φόνου ήτοι εις βάρος του Ι.Μ, κατοίκου Άργους, πράξει τελεσθείσει εν Κορίνθω τον Ιούνιον του 1944.» Η προανακριτική διαδικασία σε αυτή την περίπτωση επέδειξε, ότι « Ο Α.Κ και ο Γ.Π, καθόσον καθορίζεται σαφώς υπό των αυτοπτών µαρτύρων Χ.Λ, ∆.Γ και Κ.Κ, προς τας καταθέσεις των οποίων συµφωνεί και η κατάθεσις του Π.Μ, αδελφού του θύµατος Ι.Μ, ότι ο τελευταίος αυτός όργανον τυγχάνων της ΟΠΛΑ το 1944, εντέλει κατέφυγε και κατετάγη εις τα Τάγµατα Ασφαλείας Κορίνθου. Το γεγονός αυτό ως και η δράσις του, ότι ως όργανον της ΟΠΛΑ είχε φονεύσει τον Γ.Κ, περιήλθεν εις γνώσιν των Γερµανών από γενόµενην αποκάλυψιν εκ µέρους του ∆.∆, διότι εγνώριζεν τούτο ως διατελέσαντες και αυτού οργάνου της ΟΠΛΑ και µετέπειτα καταταγέντος εις τα Τάγµατα Ασφαλείας Κορίνθου. Αι υπό των µαρτύρων βεβαιούται. Συνέπεια της γενοµένης αποκάλυψης περί της δράσεως του ειρηµένου, οι Γερµανοί τον καταδίκασαν δια του Στρατοδικείου του εις θάνατον, ως και ο αδελφός

[246] Βλ. Βουλεύµατα 1946, αριθµ. 4, ΓΑΚ Ναυπλίου.

σελ.115


του θύµατος αναφέρει, όν και εξετέλεσαν. Κατάδοσις εκ µέρους των κατηγορούµενων ουδαµόθεν ενδείκνυται.»
Και στο σηµείο αυτό κανείς αναρωτιέται, γιατί ο αδελφός του θύµατος Π.Μ, µήνυσε τους κατηγορούµενους και όχι τον πληροφοριοδότη των Γερµανών, αφού τον γνώριζε. Πάντως οι κατηγορούµενοι είχαν στο ενεργητικό τους, ο µεν πρώτος δυο [247] απαλλακτικά βουλεύµατα, και ο δεύτερος ένα [248].
Το παραπάνω βούλευµα θεωρούµε, ότι φωτίζει µια άλλη πτυχή της επικρατούσας κατάστασης, έτσι όπως είχε διαµορφωθεί τον τελευταίο χρόνο της Κατοχής. Το θύµα και ο πληροφοριοδότης αρχικά υπήρξαν µέλη της ΟΠΛΑ και µετέπειτα εντάχθηκαν στα Τάγµατα Ασφαλείας Κορίνθου. Μένει κανείς να αναρωτηθεί γιατί; Θα µπορούσε να ερµηνευθεί η συγκεκριµένη επιλογή µε δυο τρόπους, είτε η ηθική τους δεν ταυτιζόταν µε τη δράση της ΟΠΛΑ και µε τον τρόπο, που αυτή απέδιδε δικαιοσύνη, είτε στην οργάνωση του ΕΑΜ είχαν παρεισφρύσει άνθρωποι, που δεν ενστερνίζονταν τις Αρχές και τις ιδέες του ΕΑΜ και αµαυρώνοντας µε τη δράση τους την οργάνωση, λειτουργούσαν διαβρωτικά. Πάντως η εικαζόµενη κατάδοση εκ µέρους του ∆.∆, που είχε και αυτός διατελέσει όργανο της ΟΠΛΑ και µετά κατετάγη στα Τ.Α, αν ισχύει, δείχνει άνθρωπο αµφιβόλου ηθικής και ποιότητας.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα απαλλακτικά βουλεύµατα, που εκδόθηκαν και αφορούσαν καταγγελίες για οικονοµική συνεργασία µε τον εχθρό. Το βούλευµα αριθµ.32 /1946 απαλλάσσει τους κατηγορούµενους Η. Π, Γ. ∆α, Ι, ∆αρ. ∆. Μ για το αδίκηµα της οικονοµικής συνεργασίας µε τον εχθρό.
Σύµφωνα µε το δικαστήριο « κατά την προέχουσαν γνώµην των εξετασθέντων µαρτύρων και ειδικώτερα του µάρτυρος Γ.Ι Κ, µηχανικού του εργοστασίου των κατηγορούµενων», ο οποίος ήταν στη θέση να γνωρίζει τις σχέσεις των κατηγορούµενων κατά τα έτη 1941 και 1942, και για διάστηµα περίπου τεσσάρων µηνών, λόγω της εργασίας του στο εργοστάσιο «Κ.» προέβησαν στην κονσερβοποίηση τροφίµων, προοριζόµενων για το Γερµανικό Στρατό, χωρίς να καθορίζεται η µορφή της αναληφθείσας εργασίας. Αν δηλαδή προέκυψε εξαιτίας επιτάξεως ή συνεργασίας, δεδοµένου, ότι στο εργοστάσιο, δεν εµφανίσθηκαν ποτέ Γερµανοί, καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασίας του εκεί. Σύµφωνα µε το δικαστήριο

[247]  Βλ. Βουλεύµατα 1945, αριθµ. 248/290, ΓΑΚ Ναυπλίου.
[248]  Βλ. Βουλεύµατα 1946, αριθµ. 5, ΓΑΚ Ναυπλίου.

σελ.116


µετά την εξέταση όλων των εξετασθέντων µαρτύρων, προκύπτει ότι «ηρύσθη τας πληροφορίας, ότι οι κατηγορούµενοι πολλά απεκόµησαν κέρδη και χιλιάδας οκάδας ορίζης και ελαίου εκ των Γερµανών παραδιδόµενων αυτάς κατεκράτησαν και εις πλεονακτικάς τιµάς ταύτα τα επώλησαν, ότι πάντων µηδεν τυγχάνουσιν αληθέν ή µηδέποτε λαβόντα χώραν, ούτε κέρδη απεκόµισαν οι κατηγορούµενοι, διότι η εργασία ήτο µικράν µόλις επαρκούσα δια την εξοικονόµησιν των αναγκαίων και τους εργάτας, ούτινες τα µάλα ανεκουφίζοντο, διότι παρείχετο η αµοιβή της εργασίας των εις τρόφιµα, ουδέ κατηγορούµενοι µη εµφανίζοντες σοβαρόν κύκλον εργασίας δεν ωφελήθησαν τι περισσότερο της εκ συνήθους εργασίας αµοιβής, ούτε και τον συµµαχικόν αγώνα εζηµίωσαν» Η παραπάνω επιχειρηµατολογία θα οδηγήσει τις αρµόδιες ∆ικαστικές Αρχές στην έκδοση απαλλακτικού βουλεύµατος για τους κατηγορούµενους, ελλείψει ενδείξεων. Όµως και σε αυτή την υπόθεση υπάρχουν κενά, κατά τη γνώµη µας, στη συλλογιστική για την έκδοση της παραπάνω απόφασης. Είναι λογικό το δικαστήριο να αµφισβητεί τις καταθέσεις των µαρτύρων, οι οποίοι επικαλούνται πληροφορίες, που άκουσαν σε βάρος των κατηγορούµενων, για οικονοµική συνεργασία µε τις Αρχές Κατοχής και µαυραγοριτισµό. Όµως υπάρχει και ένα σοβαρό κενό στη συλλογιστική για την έκδοση του παραπάνω απαλλακτικού βουλεύµατος. Το δικαστήριο δεν µας απάντησε ποια τελικά ήταν η σχέση εργασίας των εργοστασιαρχών µε τους Γερµανούς. ∆εν παρουσιάζει έγγραφα επιτάξεως του εργοστασίου από τις Αρχές Κατοχής ή έστω έγγραφα, που να επιβεβαιώνουν τα λεγόµενα του, ότι τα επίπεδα παραγωγής του εργοστασίου ήταν τα συνήθη και ότι οι κατηγορούµενοι « δεν ωφελήθησαν τι περισσότερο της εκ συνήθους εργασίας αµοιβής». [249]
Το βούλευµα µε αριθµ 20/1946 απαλλάσσει τους κατηγορούµενους Γ.Ρ και Ι.Κ από την κατηγορία της οικονοµικής συνεργασίας µε τον εχθρό. Κατά την προανακριτική διαδικασία εξετάσθηκαν αξιόπιστοι, σύµφωνα µε το δικαστήριο, µάρτυρες [250], που µε πειστικά επιχειρήµατα αποδεικνύουν την αθωότητα των κατηγορούµενων. Σύµφωνα µε τις µαρτυρικές καταθέσεις ο πρώτος από τους δυο κατηγορούµενος, το έτος 1942, ειδοποιήθηκε από τον Έφορο Ναυπλίου, µετά από εντολή του στρατού κατοχής, όντας Πρόεδρος της Επιτροπής (Ε.Π.Α.Κ). Η συγκεκριµένη επιτροπή ανεύρισκε εργολάβους και µηχανικούς, στους οποίους

[249] Βλ. Βουλεύµατα 1946, αριθµ. 32, ΓΑΚ Ναυπλίου.
[250] Ο ένας από τους τέσσερις αξιόπιστους µάρτυρες ο ∆.Σ έχει απαλλαγή µε δυο απαλλακτικά βουλεύµατα , το υπ΄αριθµ 181/45 και το υπ’αριθµ 90/46.

σελ.117


ανέθετε την κατασκευή διάφορων επισκευών επί πληρωµή. Ο κατηγορούµενος κλήθηκε να εµφανιστεί και να αναλάβει τέτοιου είδους εργασία, µαζί µε τον µηχανικό, ο οποίος τη συγκεκριµένη χρονική στιγµή βρισκόταν στο Λουτράκι και ειδοποιήθηκε σχετικά από τον µάρτυρα Σ. Του ανατέθηκε από την Επιτροπή «η επισκευή έργων ήσσονος σηµασίας και πολεµικής σπουδαιότητας, ήτο επισκευάς οικιών στρατωνισµού, επιδιόρθωσις δρόµων τινών και η κατασκευή καταφυγίων, µη δυνάµενος να αποφύγη την εργασίαν αυτήν, ως ετίθετο, ούτε δι’ αυτήν εξυπηρέτησαν την πολεµικήν µηχανήν του εχθρού, ως .. παρά των εκτιθέµενων και διότι κατά την διαδροµήν της εργασίας αυτής εθεωρήθη ύποπτος κατασκοπείας διαφυγών τας σοβαράς αυτών συνέπειας εκ του ειδοποιήθη εγκαίρως και απεκρύβη µέχρι αναχωρήσεως του εχθρού». Επιπλέον δεν προέκυψε, ότι οι κατηγορούµενοι είχαν οικονοµικά οφέλη από τη συνεργασία τους µε τις Αρχές Κατοχής, « πέραν της αξίας του καθηµερινού ηµεροµισθίου».
Πράγµατι µη την αναγκαστική εργασία οι κατακτητές κάλυπταν πάσης φύσεως πολεµικές ανάγκες τους. Στη συγκεκριµένη περίπτωση η αθωωτική απόφαση του δικαστηρίου δεν θα µπορούσε να αµφισβητηθεί, εφ’ όσον το δικαστήριο προσκόµιζε επίσηµα έγγραφα και δε στηριζόταν αποκλειστικά στις καταθέσεις των µαρτύρων υπεράσπισης. [251]
Ανάλογα απαλλακτικά βουλεύµατα για οικονοµική συνεργασία µε τις Αρχές Κατοχής εκδόθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια του 1946. Η επιχειρηµατολογία των ∆ικαστικών Αρχών αναφορικά µε την έκδοση των απαλλακτικών αποφάσεων είναι ιδιαίτερα φειδωλή. Στο βούλευµα υπ’ αριθµ 56/1946, αναφέρεται επιγραµµατικά, ότι ο κατηγορούµενος Β.Γ απαλλάσσεται από την κατηγορία της οικονοµικής συνεργασίας, αφού «απλώς όντος υπάλληλος, προς εξοικονόµησιν προς διατροφήν και συντήρησιν του αναγκαίων». Πώς εξάγεται το συγκεκριµένο συµπέρασµα, δε γνωρίζουµε, δεν αναφέρονται καν ούτε µάρτυρες κατηγορίας ή υπεράσπισης, ούτε στοιχεία περισσότερα για τον κατηγορούµενο, όπως που εργαζόταν και τις υπηρεσίες προσέφερε για να εξασφαλίσει τα προς το ζην. [252]
Η ίδια λογική διέπει και το απαλλακτικό βούλευµα υπ’αριθµ 73/ 1946. Αυτή τη φορά, κατηγορούµενος για οικονοµική συνεργασία, είναι ο Σ.Τ κάτοικος Αθηνών. Σύµφωνα µε την δικογραφία και από το έγγραφο 703/1.7.41 των Υπολιµενικών Αρχών Ναυπλίου προς το Υπουργείο Εµπορικής Ναυτιλίας, «φέρεται απλώς ως

[251] Βλ. Βουλεύµατα 1946, αριθµ. 20, ΓΑΚ Ναυπλίου
[252] Βλ. Βουλεύµατα 1946, αριθµ. 56, ΓΑΚ Ναυπλίου

 σελ.118


ωφεληθείς οικονοµικώς εκ της παρ’ αυτού αγοράς του φορτίου του εν τω λιµένι Ναυπλίου βυθισµένου πλοίου « Γ. Νικολάου II», λεία πολέµου υπό των Γερµανικών Αρχών Κατοχής, εξ’ου γεγονότος και µόνον δεν νοείται η προκείµενη παράβασις..» ∆ε φαίνεται όµως πουθενά το δικαστήριο να προσανατόλισε τις έρευνες του, για το που διοχευτέτηκε το εµπόρευµα και µε ποιο αντίτιµο. Επίσης δεν έχουµε στοιχεία, αναφορικά µε τον κατηγορούµενο και τις δραστηριότητές του στην Αθήνα, που να συνηγορούν στην αθώωσή του.
Ενδιαφέροντα είναι τα βουλεύµατα, που εκδόθηκαν από το Εφετείο του Ναυπλίου και αφορούν ανθρωποκτονίες, που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Με το βούλευµα υπ’ αριθµ. 77/1946 το Ειδικό ∆ικαστήριο ∆ωσιλόγων κρίνεται αναρµόδιο για την εκδίκαση της υπόθεσης της ανθρωποκτονίας του Α. Τ ή Τσέκα[Τσέτη] ή Ρήγα.(σ. εμού: Α. Τ = Α. Τσιρίκης ή Τσέτης ή Καπετάν Ρήγας από το χωριό Ανυφί(!) ....Ο Στέλιος Περράκης που έχει γνώση του σχετικού αρχείου, των Γ.Α.Κ Ναυπλίου, στο βιβλίο του "Φαντάσματα του Εμφυλίου"/2010, τον αναφέρει Ευάγγελο Τσιρίκη ,  "Τσέκη" και όχι "Τσέτη". Θεωρώ απλό λάθος του, στην απεγνωσμένη προσπαθειά του ν΄ αυτοαποκαλείται ιστορικός, για να δικαιολογίσει τον ρόλο του Ταγματασφαλίτη θείου του, δικηγόρου Τάκη Μελισσινού, συκοφαντώντας γενικότερα και βρίζοντας σήμερα με άρθρα του,  τους απογόνους της Εθνικής Αντίστασης επειδή δεν συμφωνούν και αμφισβητούν την γκεμπελίστικη  "Ιστοριογραφία" του .Συγκεκριμένα βρίζει τον Γεωρ. Πασαμήτρο επειδή έγραψε βιβλίο(ο.π.) !!!) Ο κατήγορος ∆.Π καταγγέλει τους Γ.Λ, Α.Γ, Γ.Κ, Ι. Ρ, ∆.Μ για τον φόνο του Α.Τ, που διαπράχθηκε τον Αύγουστο του 1944 στο Ναύπλιο εµπρός του ∆ικαστικού Μεγάρου. Από τις καταθέσεις όλων των µαρτύρων και τις απολογίες των κατηγορούµενων προκύπτει « ότι ο παθών συλληφθείς υπό ιδιωτών εν τη υπαίθρω ως κακοποιόν στοιχείον, κατηγορούµενος δια πολλούς φόνους, κτλ, παρεδόθη εις τα Τάγµατα Ασφαλείας, άτινα είχαν εγκατασταθή εν τω ∆ικαστικό Μέγαρο Ναυπλίας, άνευ ουδεµίας αναµίξεως των Γερµανών. Όταν δε οι άνδρες των Τ.Α φοβούµενοι επίθεσιν των συγκεντρωθέντων έξωθι του ∆ικαστηρίου συγγενών ..υπό τούτου φονευθέντων και κακοποιηθέντων, ηθέλησαν να τον εξαγαγώσι του δικαστηρίου, ίνα επί το ασφαλέστερον, τον εκράτησαν εις το αστυνοµικό τµήµα, ο κόσµος επιτέθη να τον λιντσάρει, ότε και επυροβολήθη και εφονεύθη υπό τον λοχαγόν ∆.Μ, είτε από άλλου τινός, είτε επίτηδες, είτε εξ’ αµελείας
Σύµφωνα µε το ∆ικαστήριο µετά απ’ όλα όσα εκτέθηκαν παραπάνω δεν µπορεί να εφαρµοστεί η Σ.Π 6/45, όπως τροποποιήθηκε από τον Α.Ν [253] , αφού δεν αποδείχθηκε καµία ανάµειξη των Αρχών ή των Στρατευµάτων Κατοχής, συνεπώς το Ειδικό ∆ικαστήριο κηρύσσεται αναρµόδιο, µετά από εισήγηση του Επιτρόπου και τη σύµφωνη γνώµη του δικαστηρίου. [254]
Ανάλογου περιεχοµένου είναι και το βουλεύµα υπ’ αριθµ 82/ 1946. Το Ειδικό ∆ικαστήριο ∆ωσιλόγων κρίθηκε αναρµόδιο να εκδικάσει την υπόθεση του φόνου των

[253] Βλ. Βουλεύµατα 1946, αριθµ. 73, ΓΑΚ Ναυπλίου
[254] Βλ. Βουλεύµατα 1946, αριθµ. 77, ΓΑΚ Ναυπλίου

σελ.119


αδελφών Ζ, που διαπράχθηκε στις 11 Ιουλίου του 1944 στο Ναύπλιο, από Σ.Ν, Λ.Φ και Β.Κ. Το σκεπτικό της απόφασης είναι το εξής « Επειδή ως προκύπτει της διεξαχθείσης προανακρίσεως και των καταθέσεων των εξετασθέντων µαρτύρων απάντων, οι παθόντες αδελφοί Ζ, συνελήφθησαν εν Χελίω υπό των κατοίκων της περιοχής δια την δράσιν των ωδηγήθησαν υπό τούτων εν Ναυπλίω και παρεδόθησαν εις τα Τάγµατα Ασφαλείας. Από το κρατητήριον των.. παρελήφθησαν υπό των κατηγορουµένων και εξετελέσθησαν, ανευ ουδεµίας αναµίξεως των Γερµανών». Συνεπώς δεν υπάρχει παράβαση της υπ’ αριθµ 6 Σ.Π, ούτε κατάδοση στον εχθρό, αλλά παράβαση του κοινού ποινικού νόµου, για την εφαρµογή του οποίου είναι αρµόδια τα κοινά ποινικά δικαστήρια.
Η λογική, που διέπει τα παραπάνω βουλεύµατα αντικατροπτίζει την εικόνα, που πλέον έχει παγιωθεί αναφορικά µε τη νοµιµότητα της δράσης των Τ.Α, έστω και αν αυτά εξοπλίζονταν από τον εχθρό, συµµετείχαν στις εκκαθαριστικές του επιχειρήσεις και συνιστούσαν εντολοδόχοι των Γερµανών. Τα Τ.Α παρουσιάζονται νοµότυπα ως εγγυητές της δηµόσιας τάξης, έχοντας αναλάβει το ρόλο της χωροφυλακής. Μόνο που δεν επιτελούν το ρόλο τους ορθά, αν αναλογιστούµε, ότι κρατούµενοι αρπάζονται µέσα από τα χέρια τους ή πυροβολούνται από τους ίδιους «είτε επίτηδες, είτε εξ’ αµελείας.»
Αντίθετα, µε το βούλευµα µε αριθµ 104/1946, διατάσσεται η προφυλάκιση του κατηγορούµενου Κ.Ι Γ για παράβαση του άρθρου 1, εδ.ζ της 6/45 Σ.Π και για φόνο. Όπως προκύπτει από τη συλλογιστική του παραπάνω βουλεύµατος υπήρχε διχογνωµία ανάµεσα στον Ειδικό προανακριτή και το Συµβούλιο, αναφορικά µε την αναγκαιότητα προφυλάκισης του κατηγορουµένου. Το Συµβούλιο εισήγαγε την σχετικήν δικογραφίαν « προς άρσιν της διαφωνίας υπέρ των απόψεων ηµών» και κατέληξε στο εξής συµπέρασµα λαµβάνοντας υπόψη τις καταθέσεις των µαρτύρων και την απολογία του κατηγορουµένου. «….προκύπτει σαφώς, ότι ούτος ανήκων εις το ενταύθα τότε εδρεύον Τάγµα Ασφαλείας µετά τινών ανδρών αυτού και χωροφυλάκων µετέσχε του δεκαµελούς περίπου αποσπάσµατος, όπερ σχηµατισθέν και εκίνησαν δι’ άλλων αποστολών, όλως αυθαιρέτως παρέλαβε µεθ’ εαυτού το θύµα Χ.Π, κρατούµενον τότε εις τα εδώ κρατητήρια του ανωτέρω τάγµατος. Και άνευ ουδεµίας εντολής µετέφερον αυτόν έξωθι του Λυγουριού και εν θέσει Καζάρµα, εσταµάτησε, το µεταφέρεν..αυτοκίνητο, κατήλθον τρεις άνδρες ( µη κατανοµαζόµενοι, εξαιρέσει του Ν.Β), αίτινες και εκτέλεσαν το θύµα επί τόπου, χωρίς ουδέ πόρρωθεν να δικαιολογήται οπωσδήποτε η τοιαύτη εκτέλεσις.

σελ.120 


Προκύπτουσι ούτω καθ’ ηµας τουλάχιστον θετικώταται υπόνοιαι περί της κατά το άρθρον 56 παρ. η Π.Ν ενοχής του κατηγορούµενου εις τον περί ου φόνον, απαραιτήτου ούτω καθιστάµενης της προφυλακίσεως αυτού δια την διευκόλυνσιν της περαιτέρω ανάκρισις…» [255]
∆ιαβάζοντας το συγκεκριµένο βούλευµα αναρωτιόµαστε, πως γίνεται στη περίπτωση αυτή το Ειδικό ∆ικαστήριο να είναι αρµόδιο να διατάξει την προφυλάκιση του κατηγορούµενου για το ποινικό αδίκηµα του φόνου. Από τις πληροφορίες, που µας δίνονται δε φαίνεται οι κατηγορούµενοι να έδρασαν συνεπικουρούµενοι των Αρχών Κατοχής. Αν δεχτούµε ως ορθρή τη συλλογιστική του δικαστηρίου, για αντίστοιχες περιπτώσεις, όπως εκφράστηκε παραπάνω, υπάρχει εξόφθαλµη αντίφαση.Με την παραπάνω λογική δεν υπάρχει παράβαση της 6/45 Σ.Π, συνεπώς το αδίκηµα άπτεται της αρµοδιότητας των ποινικών δικαστηρίων.Στη περίπτωση αυτή το δικαστήριο φαίνεται να αυτοαναιρείται. Προφανώς, το δικαστήριο χρησιµοποιεί άλλα µέτρα και άλλα σταθµά, αναφορικά µε την απονοµή της δικαιοσύνης. Βλέποντας κανείς τα τρία παραπάνω βουλεύµατα οδηγείται στη σκέψη, ότι στις υποθέσεις υπ’ αριθµ 77/82 το δικαστήριο θέλησε να αποστασιοποιηθεί από την εκδίκαση των συγκεκριµένων υποθέσεων, και αν λάβουµε υπόψη, ότι δεν κλήθηκε να δικάσει, τουλάχιστον στη πρώτη περίπτωση, κάποιο τυχαίο πρόσωπο, αλλά τον λοχαγό ∆.Μ (σ. εμού: Δημ. Μουστακόπουλοςδιοικητή της Στρατιωτικής ∆ιοίκησης Ναυπλίου, ενισχύονται οι υπόνοιες µας.
Το βούλευµα υπ’ αριθµ 85 /1946 απαλλάσσει τους κατηγορούµενους Χ.Κ, Ι.Κ, Μ.Κ, ∆.Μ, ∆.Κ, Β.Κ από τις κατηγορίες α) ότι εκ συστάσεως στο Ναύπλιο το έτος 1944 κατά τη διάρκεια της ξένης κατοχής ανέλαβαν υπηρεσία από τις Αρχές Κατοχής και ενήργησαν κατά τρόπο πιεστικό για τον λαό, διευκολύνοντας το έργο των Αρχών Κατοχής, αναλαµβάνοντας υπηρεσία στη γερµανική αστυνοµία. β) στο Ναύπλιο τον Ιούνιο του 1944 κατέδωσαν στον εχθρό Έλληνα και συγκεκριµένα τον ∆.Μ γ) στο Ναύπλιο στις 27 Ιουνίου του 1944 ο Β.Κ εκ προµελέτης αποφάσισε και εσκεµµένα εκτέλεσε ανθρωποκτονία κατά του ∆.Μ, αφού πυροβόλησε αυτόν από πολύ κοντινή απόσταση µε πυροβόλο όπλο, ενώ οι υπόλοιποι κατηγορούµενοι παρακίνησαν αυτόν στην εκτέλεση της παραπάνω πράξης, στο φόνο του Μ, µε απειλές, προσταγές ή χορηγώντας µισθό και συµβουλές. [256]

[255] Βλ. Βουλεύµατα 1946, αριθµ. 77, ΓΑΚ Ναυπλίου
[256] Βλ. Βουλεύµατα 1946, αριθµ. 85, ΓΑΚ Ναυπλίου. 

 σελ.121


Η συλλογιστική του ∆ικαστηρίου αναφορικά µε την έκδοση της απαλλακτικής απόφασης στηρίζεται στις καταθέσεις των µαρτύρων που βεβαιώνουν τα εξής: « ο παθών συνελήφθη υπό των χωρικών και ωδηγήθη παραδοθείς στα Τάγµατα Ασφαλείας λόγω της εν τω υπαίθρω κακοποιού δράσεως του, άνευ µεσολαβήσεως των Αρχών Κατοχής, εποµένως η πρώτη και η δεύτερη κατηγορία δεν ευσταθεί εκ της δικογραφίας. Όσον αφορά την κατηγορία του φόνου του εν λόγω Μ, αυτή από τις καταθέσεις των µαρτύρων ∆.Κ, Κ.Α, Χ.Χ, εγένετο υπό των Γερµανών της Κορίνθου, όπου τον είχαν τούτοι µεταφέρει και παραλαβόντες τούτον εκ των Ταγµάτων Ασφαλείας αυθαιρέτως, δέον όθεν και επί πράξει τοιαύτην να µη γίνει κατηγορία κατά των κατηγορούµενων ελλείψει ενδείξεων ενοχής». [257]
Με το βούλευµα υπ’ αριθµ 40 η Μ. Ι. Τ κάτοικος Πρόνοιας καταγγέλλει τους Γ.Ζ, Ν.Κ.Α, ∆.Μ, Θ.Γ.Ζ, Β.Σ για τον φόνο του συζύγου της Ι. Τ, τον Ιούνιο του 1944 στο Κρανίδι.. Ο Επίτροπος µετά την δέουσα προανάκριση και αφού υπέβαλε στο Συµβούλιο την σχηµατισθείσα δικογραφία πρότεινε να «κηρυχθώσιν αναρµόδιαι αι ∆ικαστικαί Αρχαί ∆οσιλόγων Ναυπλίου και την εκδίκασιν ανάκρισιν και απόφανσιν επί της κατηγορίας του φόνου του Μ. Τ, καθ’ όσον αυτή εµπίπτει εις αρµοδιότητα και δικαιοδοσία των κοινών ποινικών δικαστηρίων ως εκ της γενόµενης ανακρίσεως πιστούται.» Όµως προφανώς το Συµβούλιο διαφώνησε αποδεχόµενο µε βούλευµα, που εξέδωσε υπ’αριθµ.306, ότι η αποδιδόµενη πράξη εµπίπτει στις διατάξεις της υπ΄αριθµ 6/1945 Σ.Π και διέταξε περαιτέρω ανάκριση.
Με βάση τα στοιχεία της προανάκρισης ο Αντεπίτροπος Αντεισαγγελέας Πληµµελειοδικών Γ.Π υποστήριξε προς το Συµβούλιο, ότι « επειδή εκ της ενεργηθείσης προανακρίσεως δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις, όπως επιστηρίξωσιν δηµόσια επ’ ακροατηρίω την προκείµενην κατηγορίαν κατά των Γ.Ζ, Ν.Κ.Α, ∆.Μ, Θ.Γ.Ζ, Β.Σ, καθ ’όσον οι φερόµενοι ως αυτήκοοι και αυτόπται µάρτυρες ( Σ, Τ Γ, κτλ) ουδέν καταθέσι περί της οιασδήποτε ενοχής σχετικής των κατηγορουµένων φερόµενων, εξ΄ ουδενός ευσταθούς ανακριτικού στοιχείου αναµιχθέντων οπωσδήποτε εις την προκείµενην υπόθεσιν….Προτείνω να µη γίνη κατηγορία κατά των κατηγορούµενων επί παραβάσει του άρθρου 1, εδαφ, ζ, στ και ι, γ, ε Α.Ν φόνω πράξει τελεσθείσα εν Κρανιδίω κατά Ιούνιον Μ. Τ.» Το Συµβούλιο δεχόµενο την πρόταση του

[257] Βλ.ο.π.

σελ.122


Αντεπιτρόπου έκρινε, ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις κατά των κατηγορούµενων, ώστε να δικαιολογείται η παραποµπή σε δίκη. [258]
Η διχογνωµία στο συγκεκριµένο βούλευµα µας προβληµατίζει αναφορικά µε την ερµηνεία της Σ.Π από τις αρµόδιες Αρχές. Θα ήταν κραυγαλέο να γίνει αποδεκτή η εισήγηση του Επιτρόπου, ώστε να εξαιρεθεί το Ειδικό ∆ικαστήριο ∆ωσιλόγων, ως αναρµόδιο, από την εκδίκαση της συγκεκριµένης υπόθεσης, αφού προφανώς ο φόνος του Μ.Τ έλαβε χώρα στο Κρανίδι τον Ιούνιο του 1944 κατά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των Γερµανών µε τη συµµετοχή και των Τ.Α.
Το Συµβούλιο µε τη σύµφωνη γνώµη του Εισαγγελέα, ότι το αδίκηµα εµπίπτει στις διατάξεις της Σ.Π 6/45 διέταξε περαιτέρω ανάκριση. Όµως κατά την προανακριτική διαδικασία οι ενδείξεις δεν ήταν αρκετές, ώστε να στοιχειοθετηθεί κατηγορία. Οι µαρτυρικές καταθέσεις δεν προσάπτουν το παραµικρό στους κατηγορούµενος, ώστε να δικαιολογείται η παραποµπή τους σε δίκη. Τα στοιχεία που εξάγονται από το συγκεκριµένο βούλευµα, όπως άλλωστε και από τα περισσότερα, είναι ιδιαίτερα ελλειπτικά. ∆εν διαθέτουµε το προανακριτικό υλικό, ούτε καµιά πληροφορία για το θύµα, ή για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες διαπράχθηκε το έγκληµα. Ο χρόνος και ο τόπος, που δηλώνεται ότι έγινε, σε συνδυασµό µε την απόφαση του Συµβουλίου να εκδικάσει την απόφαση µας οδηγεί στο συµπέρασµα, ότι διαπράχθηκε κατά τη διάρκεια των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων των Γερµανών, αλλά η έλλειψη επιπλέον πραγµατολογικών στοιχείων µας εµποδίζει να κατανοήσουµε καλύτερα την υπόθεση.
Αρκετά είναι και τα απαλλακτικά βουλεύµατα, που αφορούν το αδίκηµα της κατάδοσης στον εχθρό Ελλήνων πολιτών. Το βούλευµα µε αριθµ 67/1946, απαλλάσσει τους Α. Α ή Καρασούλα και Μ.Α.Α από την κατηγορία, που τους επισυνάπτει η χήρα Ι.Κ, *(σ.εμού: Ιωάννης Κοτσοβός του Γ.) κάτοικος ∆ιδύµων για κατάδοση του συζύγου της στους Γερµανούς, µε αποτέλεσµα την εκτέλεση του. Η πρόταση του Αντεπιτρόπου στο Συµβούλιο, µετά το πέρας της ανάκρισης ήταν η εξής: « Επειδή δεν εβεβαιώθη επαρκώς εκ των καταθέσεων των εξετασθέντων µαρτύρων, ότι η σύλληψις του παθόντος Ι.Κ υπό των Γερµανών και η εκτέλεση αυτού οφείλεται εις κατάδοσιν των κατηγορουµένων . Τα υπό των µαρτύρων Γ.Σ και Σ.Π λεγόµενα, ότι έµαθον παρ’ αγνώστου προσώπου υπηρετούντος την εποχήν της πράξης στα Τάγµατα Ασφαλείας και

[258] Βλ. Βουλεύµατα 1946, αριθµ. 104, ΓΑΚ Ναυπλίου

σελ.123


παρισταµένου εις την σύλληψιν του παθόντος, ότι τον κατέδωκαν εις τους Γερµανούς αι κατηγορούµενοι κρίνονται ασαφή και αβάσιµα, διότι το πρόσωπον τούτο δεν ανευρέθη ίνα …και διότι οι υπόλοιποι έξι µάρτυρες τις κατηγορίας ουδέν επιβαρυντικόν προσθέτουσιν κατά των κατηγορουµένων, ώστε να δύναται ασφαλώς να υποστηριχθεί η παραποµπή των κατηγορούµενων εις το ακροατήριον.» [259]
Είναι απορίας άξιο, τι πραγµατικά κατέθεσαν οι έξι µάρτυρες κατηγορίας, οι οποίοι τίποτα το επιβαρυντικό δεν προσάπτουν στον κατηγορούµενο. Και αναρωτιέται κανείς για ποιο λόγο κλήθηκαν, ως µάρτυρες κατηγορίας, αφού σύµφωνα µε το δικαστήριο δε µπορούσαν να υποστηρίξουν µε την κατάθεση τους την παραποµπή των κατηγορούµενων σε δίκη.
Η εισήγηση όµως του Αντεπιτρόπου δεν έγινε δεκτή από το Συµβούλιο, το οποίο ζήτησε περαιτέρω διερεύνηση της υπόθεσης, χωρίς ωστόσο η ανακριτική διαδικασία να προσθέσει κάτι επιβαρυντικό για τους κατηγορούµενους, µε αποτέλεσµα να απαλλαγούν. [260] *
*(σ.εμούΟ γιός του ανωτέρου Ιωνν. Κοτσοβού, Γεώργιος αφηγήθηκε στον Κρανιδιώτη Βασ. Λαδά. (βλ. βιβλίο του ο.π.) για τον απαγχονισμό του πατέρα του:
«Είμαστε επταμελής οικογένεια και μέναμε στο κτήμα μας στο Σαλάντι. Ήμουν 17 χρονών. Όταν ήρθαν οι Γερμανοί επί τρεις ημέρες είχαν γύρω από το σπίτι μας φυλάκια. Μαζί με τους Γερμανούς ήταν και δύο τσολιάδες. Ένας κοντός ξανθός και ένας λεπτός ψηλός. Συλλάβανε τον πατέρα μου μαζί με τον Τάσο Σερέτη και τον Γιώργο Σερέτη. Όταν απομακρύνθηκαν ένα χιλιόμετρο από το σπίτι μας, άφησαν τους άλλους δύο και τον πατέρα μου τον κρέμασαν σε μια χαρουπιά. Ήταν 10 Ιουνίου 1944. Την άλλη ημέρα πήγαμε και τον θάψαμε.

Το Βούλευµα υπ’ αριθµ 20/1946 απαλλάσσει τους κατηγορούµενους Μ.Χ, Γ.Α.Μ, Ι.Π, Ν.Β, Κ.Α.Μ, κατοίκων Ν.Επιδαύρου, από την κατηγορία της κατάδοσης και της συνεργασίας µε τον εχθρό. Σύµφωνα µε την προανακριτική διαδικασία και µετά την εξέταση των µαρτύρων Γ.Ο, ∆.Τ, Γ.Λ, Γ.Ξ, Ι.Κ, Γ.Κ και Σ.Γ, « οµοιοµερώς καθορίζεται ότι κατά τον Ιούλιο του 1941, ιταλικόν απόσπασµα έχον προφανώς πληροφορίας, ότι εις την περιφέρειαν της Νέας Επιδαύρου, εκρύπτοντο δυο Άγγλοι στρατιώται, επέδραµον κατά του χωρίου και αφού συγκέντρωσαν περί τους πεντήκοντα χωρικούς, υπό το κράτος της βίας και της αµέσου εξοντώσεως, υποχρέωσε και µετέβησαν από κοινού µετ’ αυτών και ενήργησαν εις την περιφέρειαν του δάσους έρευναν, από όπου και ανεύραν τους δυο Άγγλους στρατιώτας, τους οποίους συνέλαβαν οι Ιταλοί. Παρ ’όλων ανεξαιρέτως των µαρτύρων αποκλείεται οιαδήποτε συµµετοχή των κατηγορούµενων, όχι µόνον, περί του ότι αυτοί δεν κατέδωσαν Άγγλους αλλά και ότι δεν συγκαταλέγονται µεταξύ των υπό των Ιταλών δια την γενόµενην έρευναν εκβιασθέντων χωρικών, οίτινες χωρικοί σηµειωτέον, ότι υπέθαλπτον τους στρατιώτας. Καθορίζεται δε απάντων, ότι καταδότης υπήρξε ο Κ,*(σ. εμούΚων. Καφτάνης µετέπειτα φονευθείς .Οι δε κατηγορούµενοι κατεµηνύθησαν προς αντιπερισπασµό της µηνύσεως την κατά την ήδη κατηγορουµένων κατά του ήδη µηνυτού, διότι ο τελευταίος µετέσχεν εις σφαγάς και

[259] Βλ. Βουλεύµατα 1946, αριθµ. 67, ΓΑΚ Ναυπλίου
[260] Βλ. ο .π

 σελ.124


εµπρησµούς της Ν. Επιδαύρου µετ’ αλλων ανταρτών, δι’ ην αιτίαν τω όντι ετύγχανεν προφυλακισµένος και απελύθη τελευταίος δυνάµει του νόµου 753.» [261]
Πράγµατι σε αρκετές περιπτώσεις καταγγελίες για δωσιλογισµό, µπορεί να είχαν αφετηρία προσωπικές διαφορές και διχόνοιες. Στη προκειµένη περίπτωση δεν έχουµε επιπλέον στοιχεία για τη δράση του µηνυτή, καθώς και για τα γεγονότα, που οδήγησαν στην προφυλάκιση του, εκτός της αόριστης πληροφορίας, ότι συµµετείχε σε σφαγές και εµπρησµούς. Αποφυλακίστηκε µε τον Α.Ν 753 [262] «περί αποσυµφορήσεως των φυλακών.» Σύµφωνα µε τον Α.Ν 753 θεωρούνται παραγεγραµµένα όλα τα αδικήµατα «τα τελεσθέντα από 27 Απριλίου 1941 µέχρι 12 Φεβρουαρίου 1945» και σύµφωνα µε την συλλογιστική του ∆ικαστηρίου ο κατήγορος υπέβαλε για λόγους αντεκδίκησης τη συγκεκριµένη µήνυση, η οποία ήταν ψευδής, γεγονός που επιβεβαιώνουν οµόφωνα και οι καταθέσεις των µαρτύρων . Το ∆ικαστήριο όχι µόνο απάλλαξε τους κατηγορούµενους, αλλά θεώρησε τη µήνυση ψευδή και επέβαλλε στον µηνυτή µέρος της δικαστικής δαπάνης.
Απαλλακτικό ήταν και το βούλευµα υπ’ αριθµ. 22 /1946 για τους κατηγορούµενος Β.∆.Λ και Σ.∆.Κ. Αυτοί καταγγέλθησαν από την Α.Π για κατάδοση Ελλήνων και βιαιοπραγία κατ’ αυτών. Σύµφωνα µε το δικαστήριο «…..ως δε σαφώς καθορίζεται κατά τον Μάιον του 1944 οι Γερµανοί συνέλαβαν στην ορεινή περιοχή Λιµνών τέσσερας πολίτας εν οις και τον παθόντα Μ.Π άνευ της συµπράξεως των κατηγορουµένων. Τους συλληφθέντες τους µετέφεραν Γερµανοί στρατιώται εις το χωριό ∆ήµαινα, όπου ως εκθέτουσι οι παριστάµενοι µάρτυρες Κ.Ο και Γ.Κ, διότι και αυτοί είχαν συλληφθεί, τους εξετέλεσαν εις απόστασιν 20 µέτρων χωρίς να υπάρχουν ή να θεαθώσιν εν τη περιφέρεια εκείνην αι κατηγορούµεναι περί ων ουδείς απολύτως των µαρτύρων κατηγορεί αυτοίς, ότε οπουδήποτε ενήργησαν δια καταδόσεως εις βάρος των παθόντων, τοσαύτω µη άλλον καθ’ όσον και η µυνήτρια πεισθείσα περί της αθωότητας των κατηγορουµένων και της αληθείας των εις άνω περιστατικών, δεν αποδίδει τον φόνον του υιού της εις ανωτέρω.» [263]
Το συγκεκριµένο βούλευµα είναι απαλλακτικό για τους κατηγορούµενος και την ετυµηγορία του ∆ικαστηρίου, το οποίο, όπως προκύπτει, αποδέχθηκε και η µητέρα του εκλιπόντος, που είχε υποβάλλει τη µήνυση. ∆εν µας δίνονται περισσότερα στοιχεία από τη διαδικασία της προανάκρισης, εκτός από τις δυο

[261] Βλ. Βουλεύµατα 1946, αριθµ. 25, ΓΑΚ Ναυπλίου.
[262] Βλ. ΦΕΚ 311/21.12.1945 « Περί αποσυµφορήσεως των φυλακών».
[263] Βλ. Βουλεύµατα 1946, αριθµ. 22, ΓΑΚ Ναυπλίου. 

σελ.125


µαρτυρικές καταθέσεις, που ακυρώνουν τις αρχικές καταγγελίες της µηνύτριας. Το γεγονός όµως ότι η µητέρα του θύµατος πείστηκε, µας προβληµατίζει, αναφορικά µε την αρχική της καταγγελία. Η ενάγουσα ελαφρά τη καρδία και χωρίς επαρκή στοιχεία κατήγγειλε δύο αθώους ανθρώπους, και αν ναι πόσο συχνά συνέβαινε αυτό; Υπήρξε θύµα παραπληροφόρησης ή υπήρχε σκοπιµότητα στη µήνυση της; Η δεύτερη περίπτωση φαντάζει λίγο απίθανη, γιατί αν πίσω από την καταγγελία της υπήρχε δόλος, δεν θα πειθόταν κατά τη διάρκεια της προανακριτικής διαδικασίας.Το βούλευµα υπ’ αριθµ 21 είναι επίσης απαλλακτικό για τους κατηγορούµενους. Αυτή τη φορά η καταγγελία για παράβαση της Σ.Π 6/45 έγινε από τον δηµοδιδάσκαλο του χωριού Μάνεσι, Α.Π κατά των Π.Μ, Β.Τ, Μ.∆, Γ.Χ, Σ.Σ, Σ.Π, Μ.Κ για « αδίκω επίθεσει µετά βιαιοπραγιών πράξεσι τελεσθείσαις εν Ναυπλίω τη 28 Ιουνίου 1944
Οι Αρµόδιες ∆ικαστικές Αρχές κατά την προανάκριση διαπίστωσαν, ότι δεν προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις κατά των κατηγορουµένων, που να επιβάλλουν τη προσφυγή σε δίκη. « Η περί παραποµπής των ανωτέρω αντίληψις, επιρρανύεται ου µεν εκ των ρηθεισών καταθέσεων, αλλά και εκ της συνηµµένης βεβαιώσεως του Νοσοκοµείου Ναυπλίου εις ο εισήλθεν προς νοσηλείαν ο Α. Π, κατόπιν των προξενηθείσων επί αυτού κακώσεως υπό των καθ’ ων αι ενδείξεις κατηγορουµένων, οίτινες και παρέδωκαν τούτον εις την Γερµανικήν υπηρεσίαν Ναυπλίου, ήτις και µετήγαγεν αυτόν εις Κόρινθον, υφ’ ης και τέλος απελύθη»……………«Επειδή ο µηνυτής καταθέτει ότι κατά την γνώµην του υπέδειξε τη σύλληψιν του ο Μ.∆ και έγινε αυτή από τον Σ, ο µάρτυς Γ.Θ καταθέτει, ότι του διηγήθη ο µηνυτής, ότι συνελήφθη τη υποδείξει του Μ.∆ και εκακοποιήθη υπό Τσολιάδων, ο µάρτυς Θ.Μ καταθέτει ότι παρίσταται κατά τη σύλληψη του µηνυτού υπό τον Σ.Σ χωρίς να του ειπή ο µηνυτής ονόµατα κακοποιησάντων αυτόν και η µάρτυς ΑΝ. ∆, ότι της είπε ο µηνυτής ότι εκτυπήθη από Τσολίαδες και συγκεκριµένα από τον Κ., Εν ω άπαντες οι λοιποί µάρτυρες Γ.Π, Ε.Μ, ιατρός νοσοκοµείου, Ι,Μ υπάλληλος νοσοκοµείου και Ι.Ξ, βοηθός φαρµακείου καταθέτει, ότι τους είπεν ο µηνυτής, ότι εκακοποιήθη υπό τσολιάδων χωρίς να αναφέρει τα ονόµατα των κατηγορουµένων και δη των λοιπών.» [264]
Η συγκεκριµένη υπόθεση θεωρούµε, ότι θα άξιζε περαιτέρω διερεύνησης από το δικαστήριο. Για να εξάγουµε συµπεράσµατα όµως µας λείπουν επιπλέον

[264] Βλ. Βουλεύµατα 1946, αριθµ. 21, ΓΑΚ Ναυπλίου.

σελ.126  


πραγµατολογικά στοιχεία. Για παράδειγµα αγνοούµε κάτω από ποιες συνθήκες και για ποιο λόγο ο µηνυτής κακοποιήθηκε από τους τσολιάδες, γεγονός που δεν αµφισβητείται από κανέναν µάρτυρα. Εκ του γεγονότος αυτού και µόνο το δικαστήριο όφειλε, αν ήθελε να αποδώσει δικαιοσύνη και να τιµωρηθούν οι υπαίτιοι, να παραπέµψει σε ανοικτή ακροαµατική διαδικασία την υπόθεση, ώστε να τιµωρηθούν οι ένοχοι. Επιπλέον δε γίνεται διακριτό, ποιοι στη συγκεκριµένη υπόθεση είναι µάρτυρες υπεράσπισης και ποιοι µάρτυρες κατηγορίας.
Με το βούλευµα υπ’ αριθµ. 84 /1946, απαλλάσσονται οι κατηγορούµενοι Λ.Φ, Η.Χ, Θ.Γ, Π.Μ, Τ.Μ, Β.Τ, Γ.Κ, Γ.Σ κάτοικοι Ναυπλίου και Αθηνών « ως υπαιτίων του ότι εν Ναυπλίω και Κορίνθω κατά το 1944 διαρκούσης της Κατοχής εκ συστάσεως ενεργούν και ανέλαβον υπηρεσίαν παρά τας αρχάς κατοχής και ενήργησαν κατά τρόπον πιεστικόν δια τον Λαόν, διευκολύνοντες τα έργα της κατοχής,ήτοι ανέλαβον υπηρεσίαν παρά τη γερµανική αστυνοµία Γκεστάπο»
Η συλλογιστική της απαλλακτικής απόφασης του δικαστηρίου στηρίζεται στο εξής επιχείρηµα Όπως προκύπτει από την δικογραφία και τις καταθέσεις των µαρτύρων. ∆.Ζ, Μ.Κ, Ι.Κ, ∆.Τ, Ε.Π, Μ.Μ,Π.Ο, Η.Π κτλ. «ουδέν στοιχείον ενισχυτικόν της µηνύσεως του Β.Ι, πρωτοδίκου κατά της ως άνω κατηγορουµένων προέκυψαν, η δε µήνυσις αυτή οφείλεται εις την µήνην του µηνυτού, διότι ως απεσταλµένος του ΕΑΜ Ναυπλίου κατά την µάχην των Αθηνών εν Αθήναις ευρισκόµενος ( 29 ∆εκεµβρίου 1944) συνελήφθη και επί τινάς ώρας και ..τοιαύτα απελύθην, δέον όθεν να µη γίνη κατηγορία του την ως άνω κατηγορούµενων δι’ έλλειψιν ενδείξεων..» [265]
Η παραπάνω επιχειρηµατολογία εµφανίζει ουσιαστικά κενά στην στοιχειοθέτηση του απαλλακτικού βουλεύµατος. Αφού ο µηνυτής συνελήφθη, θα ήταν φανταζόµαστε εύκολο να µάθει το δικαστήριο από ποιους, αφού κάπου θα κρατείτο, ώστε µετά από κάποιες ώρες να αφεθεί ελεύθερος. Το ∆ικαστήριο δεν εµφανίζει επίσηµα έγγραφα, στηρίζεται αποκλειστικά στις καταθέσεις των µαρτύρων και δεν µας εµφανίζει το άλλοθι, που προέκυψε από την προανακριτική διαδικασία. Από την άλλη η σύλληψη του µηνυτή έγινε κατά τα ∆εκεµβριανά στην Αθήνα, δε γίνεται διακριτό όµως, αν και οι κατηγορούµενοι βρίσκονταν στην Αθήνα και µε ποια ιδιότητα. Τέλος θα ήταν ενδιαφέρον να ξέραµε, πως στοιχειοθετείται η µήνη του ενάγοντα, αφού οι κατηγορούµενοι δεν εµπλέκονταν στη σύλληψη του.

[265] Βλ. Βουλεύµατα 1946, αριθµ. 84, ΓΑΚ Ναυπλίου.

σελ.127


Ας σηµειωθεί, ότι για τους µισούς από τους κατηγορούµενους [266]  έχουν εκδοθεί και άλλα απαλλακτικά βουλεύµατα, γεγονός, που µας κάνεις να αναρωτιόµαστε, αναφορικά µε την αξιοπιστία των αποφάσεων.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι το βούλευµα υπ’ αριθµ.28/1946. Ο Χ.Κ, κάτοικος Πρόνοιας κατήγγειλε τους Ν.Χ, Ν.Σ, Τ.Κ, Μ Κ, Ι Σ, Γ και ∆ Μ, ∆.Μ, Η.Π,Γ.Ρ για παράβαση της Σ.Π 6/45.
Όπως προκύπτει από την προανακριτική διαδικασία « κατά τον Σεµπέµβριο 1944 και εντεύθεν είχον υποχωρήσει και δεν υπήρχεν πλέον ο εχθρός, αντάρτικη οµάς κατήλθεν εις το Πολύγωνον και κατέστρεψε το υδραγωγείον της πόλεως του Ναυπλίου. Συνέπεια τούτου εκ Ναυπλίου επέδραµον κατ’ αυτής αι κατηγορούµενοι ή τίνες εκ τούτων ως αποτελούντες τµήµα του Τάγµατος Ασφαλείας µεθ’ ων συνεπλάκησαν και φόνευσαν τινάς των ανταρτών. Ως σαφώς εκ των άνω…της συµπλοκής προκύπτει αυτή εγένετο µεταξύ αντιφρονούντων τµηµάτων αποσκοπούντων εις την επικράτησιν της αυτού παρατάξεως εκατέρου δια της καταλήψεως της εξουσίας µετά την αποχώρησιν του εχθρού και ειδικώτεραν εν προκειµένω ένεκα της καταστροφής του υδραγωγείου. Εποµένως τα εκτιθέµενα πραγµατικά περιστατικά συγκροτούσιν το αδίκηµα του φόνου µόνον και ουχί ετέρος τι της υπ’ αριθµ 6/45 Συντ.Πράξεως βίας κατά Ελλήνων πολιτών ένεκα της δράσεως τους κατά του εχθρού, αφού η συµπλοκή δεν εγένετο εκ της αιτίας αυτής, ούτε και εχθρός υπήρχεν εν τη περιφέρεια». Συνεπώς το δικαστήριο παρέπεµψε την υπόθεση στα κοινά ποινικά δικαστήρια. Τα θύµατα της συµπλοκής, που έλαβε χώρα στη πόλη του Ναυπλίου την περίοδο της απελευθέρωσης µεταξύ του ΕΛΑΣ και των Τ.Α ήταν οι αντάρτες Β.∆, ο Λ.Λ και οκτώ ακόµα άγνωστα πρόσωπα [267]
Για να κατανοήσουµε λίγο καλύτερα τη συγκεκριµένη υπόθεση κρίναµε σκόπιµο να παρουσιάσουµε λίγα επιπλέον πραγµατολογικά στοιχεία για την περίοδο της απελευθέρωσης στην πόλη. Όπως προκύπτει από το παραπάνω βούλευµα η αποχώρηση των οχυρωµένων ταγµατασφαλιτών από τη πόλη του Ναυπλίου δεν έγινε αναίµακτα. Στο Ναύπλιο είχαν συγκεντρωθεί τα Τάγµατα Ασφαλείας από την πόλη του Άργους, αλλά και από άλλες περιοχές της Πελοποννήσου και ανέµεναν

[266]  Βλ. για τον Λ.Φ, Βουλεύµατα 1945, αριθµ.1 81, ΓΑΚ Ναυπλίου.
Για τον Θ.Γ , Βουλεύµατα 1945, αριθµ.140, ΓΑΚ Ναυπλίου.
Για τον Τ.Μ , Βουλεύµατα 1945, αριθµ.136, 137, ΓΑΚ Ναυπλίου Για τον Β.Τ Βουλεύµατα 1945, αριθµ.136, 140, ΓΑΚ Ναυπλίου Βουλεύµατα 1946, αριθµ.21, ΓΑΚ Ναυπλίου
[267]  Βλ. Βουλεύµατα 1946, αριθµ. 28 , ΓΑΚ Ναυπλίου.

σελ.128


οπλισµένοι επίθεση του ΕΛΑΣ, ο οποίος είχε κυκλώσει την πόλη και είχε προβεί σε περιοριστικά µέτρα αναφορικά µε την κυκλοφορία των κατοίκων από τα περίχωρα Άργος, Κατσίγκρι, Λυγουριό, Ασίνη, Χαιδάρι προς το Ναύπλιο. Ο ΕΛΑΣ εν όψει µιας εµφύλιας σύγκρουσης, µε κόστος τόσο τον πληθυσµό της πόλης, όσο και στους εκατοντάδες κρατούµενους στις φυλακές της Ακροναυπλίας, αποφάσισε να διαπραγµατευθεί µαζί τους, προκειµένου να αποφευχθεί συµπλοκή. [268
Ο ΕΛΑΣ ζητούσε τον αφοπλισµό τους και την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουµένων της Ακροναυπλίας. Στα αιτήµατα του όµως τα Τ.Α δεν ανταποκρίνονταν. Αναφορικά µε τον αφοπλισµό τους, επεσήµαναν, ότι δεν σκόπευαν να τον παραδώσουν στον ΕΛΑΣ, γιατί ελλόχευε κίνδυνος να χτυπήσει τους πολιτικά αντιφρονούντες, όπως έκανε στο Χέλι, στο Κρανίδι και στον Αχλαδόκαµπο. Επιπλέον τόνιζαν, ότι σύµφωνα µε το Σύµφωνο του Λιβάνου, ο στρατός του δεν ήταν εθνικός, αλλά ταξικός, γεγονός που επιχειρούσαν να στοιχειοθετήσουν µε την µη επίθεση τµηµάτων του ΕΛΑΣ κατά την αποχώρηση των γερµανικών στρατευµάτων στην Τίρυνθα. Αναφορικά µε την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουµένων πρότειναν την απελευθέρωση, µόνο όσων δεν βαρύνονταν µε διάπραξη εγκληµάτων και καλούσαν τον ΕΛΑΣ να συµπράξει µαζί τους, ώστε να χτυπήσουν τα γερµανικά στρατεύµατα, που είχαν ήδη αποχωρήσει. [269]
Οι διαπραγµατεύσεις φαίνεται, πως οδηγούσαν σε αδιέξοδο και ο ΕΛΑΣ αποφάσισε την καταστροφή του υδραγωγείο, ως µορφή πίεσης για να τους αναγκάσει να παραδοθούν. Στις συνθήκες αυτές προφανώς έλαβε χώρα και η συµπλοκή στο Πεντάγωνο µε απώλεια δέκα άντρες για τον ΕΛΑΣ. Τα Τ.Α ήταν ευδιάκριτο, ότι δεν επρόκειτο να υποχωρήσουν και ότι περίµεναν την άφιξη αρµόδιας Αγγλικής αποστολής για την επίλυση των διαφορών τους µε τον ΕΛΑΣ . Επιπλέον σε αίτηµα για τον αφοπλισµό της Χωροφυλακής πρόβαλαν άρνηση στηριζόµενοι στο διάγγελµα της Εθνικής Κυβέρνησης, ότι η Χωροφυλακή αποτελεί τον αρµόδιο φορέα για την τήρηση της τάξης. Υποχώρησαν σε σχέση µε την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουµένων, η οποία έπρεπε να γίνει αµφίδροµα. Επίσης ζήτησαν από το ΕΑΜ εκεχειρία πέντε ηµερών και να αφεθούν ελεύθερες οι συγκοινωνίες. [270

[268] Βλ. Έγγραφο ΓΑΚ Ναυπλίου, Φάκελοι Ιστορικού Αρχείου Γρηγόρη Φαράκου, αρ. πρ. …/25-9-44
Έγγραφο ΓΑΚ Ναυπλίου, Φάκελοι Ιστορικού Αρχείου Γρηγόρη Φαράκου, αρ. πρ. …/27-9-44
Βλ .Θοδωρής Κοίνης , Έτσι…σαν παραµύθι (Μνήµες Αγώνων), Αθήνα 1995, εκδ.Πειραµατικό Μουσείο Λογοτεχνίας, σ 104-107.
[269] Βλ. Έγγραφο ΓΑΚ Ναυπλίου, Φάκελοι Ιστορικού Αρχείου Γρηγόρη Φαράκου, αρ. πρ. …/25-9-44
[270] Βλ. Έγγραφο ΓΑΚ Ναυπλίου, Φάκελοι Ιστορικού Αρχείου Γρηγόρη Φαράκου, αρ. πρ. …/27-9-44

σελ.129


Το µάταιο των διαπραγµατεύσεων καθίσταντο ορατό. Κατόπιν η επικρατούσα κατάσταση πήρε νέα τροπή τον Οκτώβριο. Την πρώτη του µήνα έφτασε στο Άργος ολόκληρο το 6ο Σύνταγµα το οποίο όδευε για την απελευθέρωση της Κορίνθου. Η άφιξη ολόκληρης της δύναµης του 6ου Συντάγµατος στάθηκε αφορµή να κυκλοφορήσει η φήµη στο Ναύπλιο, ότι οι αντάρτες προετοίµαζαν επίθεση κατά των Τ.Α. µε αποτέλεσµα την άµεση µεταφορά τους στις Σπέτσες µετά από επέµβαση του Αντιπρόεδρου της Εθνικής Κυβέρνησης Κανελλόπουλου και Άγγλων αξιωµατούχων. [271]
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το απαλλακτικό βούλευµα υπ’ αριθµ 24/1946, αν αναλογιστούµε, ότι είναι το τρίτο, που εκδίδεται για το ίδιο άτοµο. Οι κατηγορούµενοι Η.Π και Β.Π αντιµετωπίζουν την κατηγορία της κατάδοσης στον εχθρό δεκαέξι Ελλήνων πολιτών, οι οποίοι θα απαλλαγούν από το ∆ικαστήριο, αφού δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις, που να επιβάλλουν ανοικτή ακροαµατική διαδικασία. Σύµφωνα λοιπόν µε το δικαστήριο «εις τα κατασχεθέντα αρχεία του ΕΑΜ Ναυπλίου τα οποία και απεστάλησαν εις το Υπουργείο των Εσωτερικών, όπερ και την ποινικήν δίωξιν επεζήτησαν ανεγράφετο, ότι αι ειρηµένοι κατηγορούµενοι πολλούς πολίτας κατέδωσαν εις τους Γερµανούς κατά το έτος 1944. Επί της κατηγορίας αυτής εξητάσθηκαν τα εν Ναυπλίω κύρια στελέχη του ΕΑΜ ως µάρτυρες,οι Α.∆.Λ και Ι.Χ εκ των οποίων ο πρώτος επικαλείται φηµολογίες πολιτών ότι ο κατηγορούµενος Η.Π κατέδωσεν εις τους Γερµανούς τους Β.Κ και άλλους δεκαπέντε πολίτας χωρίς να διακρίνη καν την πηγή των πληροφοριών, ούτε αναλάµβανε την σοβαρότητα αυτών, ενώ ο άλλος ουδέν περί αυτών λέγει. Επί τούτοις δέον όπως ελλείψει ενδείξεων να µη γίνη κατηγορία…..» [272]
Εκδόθηκαν επίσης και απαλλακτικά βουλεύµατα, στηριζόµενα σε δεδικασµένο, όπως το βούλευµα υπ’ αριθµ 29/1946. Η µήνυση αφορούσε την κατάδοση του Α.Σ στις Αρχές Κατοχής, στις Σπέτσες των Α.Π *((σ. εμούΆγγελον Αδρ. Πασαμήτρον, Έμπορον Σπετσών, (ετών 69)) και του γιου του Γ.Π, *((σ. εμούΓεώργιον Άγγ. Πασαμήτρον, Έμπορον Σπετσών, (ετών 31)) µε συνέπεια την εκτέλεση τους. Σύµφωνα µε το δικαστήριο ο κατηγορούµενος, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθµ 44/946 απόφαση του Ειδικού ∆ικαστηρίου δικάστηκε στις 7 Μαρτίου 1946 «κατ’ αντιµωλίαν και εκηρύχθη αθώος. Η δε απόφασις αυτή

[271]  Βλ .Θοδωρής Κοίνης , Έτσι…σαν παραµύθι (Μνήµες Αγώνων), Αθήνα 1995, εκδ.Πειραµατικό Μουσείο Λογοτεχνίας, σ 104-107.
[272] Βλ. Βουλεύµατα 1946, αριθµ. 24 , ΓΑΚ Ναυπλίου.

σελ.130


καταστάσα αµετάκλητη, δηµιουργεί δεδικασµένο, µη συγχωρούµενης νέας δικαστικής ερεύνης λόγω αποσβέσεως της ασκηθείσης ποινικής αγωγής.» [273]
Με το βούλευµα υπ’ αριθµ 26 απαλλάσσεται ο κατηγορούµενος Σ.Κ, κάτοικος Ναυπλίου από την κατηγορία για κατάδοση στον εχθρό Ελλήνων πολιτών, πράξη που έλαβε χώρα στο Ναύπλιο το 1941 εις βάρος του ∆. Ν και πέντε ατόµων από τους Μύλους και το Άργος. Το δικαστήριο αποδίδει τη µήνυση του Γ.Ν εναντίον του κατηγορούµενου, ως απότοκο της βίας, που δέχθηκε ο µηνυτής από την Πολιτοφυλακή των ανταρτών. Συγκεκριµένα αναφέρει « επειδή εκ της ενεργηθείσης προανακρίσεως δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις, όπως υποστηρίξωσιν δηµόσια επ’ ακροατηρίω την προκείµενην κατηγορίαν καθ’ όσον ο εµφανιζόµενος µοναδικός µάρτυς εις την διωκόµενην πράξιν Γ.Ν, όστις καθ’όλον το διάστηµα της Κατοχής ετύγχανε εντεταλµένος εις την Γερµανικήν υπηρεσίαν και ήδη δια διάφορας εγκληµατικάς πράξεις εκτίει ποινήν πρόσκαιρων δεσµών δια της ενώπιον του Πταισµατοδίκου εξέτασης του, αναιρεί όλα εις βάρος του κατηγορούµενου Σ.Κ κατέθεσεν ενώπιον της Πολιτοφυλακής των ανταρτών, καθορίζων ότι συνέπεια απειλών και ασκηθείσης βίας ανέφερεν αυτοίς περί του ότι ο ειρηµένος παρέστησεν εις τους Γερµανούς κατά το έτος 1944, ότι ετύγχανον κοµµουνισταί, οι υπό των Γερµανών εν Ναυπλίω προσαχθέντες εκ Μύλων ∆.Ν και έτεροι πέντε κρατούµενοι και συνετέλεσεν εις την σφαγήν του Γ.Τ, τίνες των οποίων εκρατήθησαν επί τι διάστηµα υπό των Γερµανών». [274]
Το ίδιο άτοµα και για τους ίδιους λόγους φαίνεται, πως έχει αναιρέσει άλλες δύο καταγγελίες του µε την αιτιολογία, πως υπέστη βία από την Πολιτοφυλακή των ανταρτών για να καταθέσει σε βάρος συγκεκριµένων ατόµων. [275]
Τέλος εκδόθηκαν   και   βουλεύµατα   σύµφωνα   µε   τα   οποία,   το   Ειδικό ∆ικαστήριο Ναυπλίου, κρίθηκε αναρµόδιο να εκδικάσει τις καταγγελίες, αφού από την προανάκριση προκύπτει, ότι οι καταγγελόµενες πράξεις έλαβαν χώρα στη περιφέρεια της Κορίνθου, όπου και κατοικούν οι κατηγορούµενοι. Σύµφωνα µε τον Α.Ν 533/45, το δικαστήριο « προτείνει να κηρυχθώσιν αναρµόδιαι αι καθ’ υµάς ανακριτικαί και δικαστικαί αρχαί προς ανάκρισιν, εκδίκασιν και απόφασιν κατά των κατηγορούµενων». [276]

[273] Βλ. Βουλεύµατα 1946, αριθµ. 29 , ΓΑΚ Ναυπλίου.
[274] Βλ. Βουλεύµατα 1946, αριθµ. 26 , ΓΑΚ Ναυπλίου.
[275] Βλ. Βουλεύµατα 1946, αριθµ. 47 , 49 ΓΑΚ Ναυπλίου.
[276] Βλ. Βουλεύµατα 1946, αριθµ. 100, 101, 102, 103 , ΓΑΚ Ναυπλίου.

σελ.131


Συµπεράσµατα

Στόχος της παραπάνω εργασίας ήταν να προσεγγίσει το φαινόµενο του δωσιλογισµού και τις εκφάνσεις του και να παρουσιάσει νέα πραγµατολογικά στοιχεία για τις διαστάσεις του φαινοµένου σε τοπικό επίπεδο, και συγκεκριµένα στο νοµό Αργολιδοκορινθίας.
Κρίθηκε αναγκαία για την κατανόηση του, η παρουσίαση του αφενός ως πραγµατικότητα µε πολλαπλές οικονοµικές, κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες και αφετέρου η ανάδειξη της πολυπλοκότητας του φαινοµένου µέσα στην ιστορική συγκυρία στην οποία γεννήθηκε και ανδρώθηκε. Θεωρούµε, ότι έγινε αντιληπτό, ότι πρόκειται για ένα φαινόµενο πολυσύνθετο, στην ανάπτυξη του οποίου συντέλεσαν µε τον άλφα ή βήτα τρόπο πολλοί παράγοντες.
Με αφετηρία τις Κατοχικές Κυβερνήσεις και τις πολιτικές, που αυτές, την εκάστοτε χρονική συγκυρία, υιοθέτησαν είτε συγκαλύπτοντας, είτε νοµιµοποιώντας δωσιλογικές συµπεριφορές, το φαινόµενο διολισθαίνει προς τα κάτω της κοινωνικής πυραµίδας, συµπαρασύροντας ανθρώπους όλων των κοινωνικών τάξεων σε κάθε είδους συνεργασία. Συναντούµε λοιπόν τον µικροµαυραγορίτη αγρότη, πλάι σε βιοµήχανους, που συνεργάστηκαν απροκάλυπτα µε τον κατακτητή, τον καταδότη µε κίνητρο τα αντίποινα, πλάι στους γερµανοντυµένους Έλληνες ή τους συνεργάτες της Γκεστάπο στην Ειδική Ασφάλεια. Τους ταγµατασφαλίτες, που εντάχθηκαν στον δωσιλογικό µηχανισµό δια της βίας, δίπλα σε αυτούς, που τα οργάνωσαν µε διακηρυγµένο στόχο να συνθλίψουν την αντίσταση και τις ανατροπές, που αυτή επέφερε στο κοινωνικοπολιτικό status.
Ο καθένας απ’ αυτούς συνιστά ένα κρίκο στο εν λόγω φαινόµενο, όµως δεν έχουν όλοι το ίδιο µερίδιο ευθύνης, µε αποτέλεσµα να µη µπορούµε να αποτιµήσουµε µε τον ίδιο τρόπο την επιλογή τους να εµπλακούν στο δωσιλογικό µηχανισµό, που αναπτύχθηκε και ανδρώθηκε την κατοχική περίοδο. Πάντως, κατά τη γνώµη µας, η οποιαδήποτε συµµετοχή στο δωσιλογικό µηχανισµό συνιστά επιλογή και µάλιστα πολιτική, µε την ευρεία διατύπωση του όρου και ανεξάρτητα από τον βαθµό πολιτικής ωριµότητας του υποκειµένου. Έτσι επιλογή συνιστά η οποιαδήποτε συνεργασία µε τις Αρχές Κατοχής, επιλογή όµως, που υποβοηθήθηκε από ένα καλά

 σελ.132


στηµένο µηχανισµό προπαγάνδας, για την απήχηση του οποίου έχει και σηµαντικό µερίδιο ευθύνης η Αντίσταση.Ο βίαιος τρόπος µε τον οποίο διαχειρίστηκε σε αρκετές περιπτώσεις το ΕΑΜ τους πολιτικούς του αντιπάλους, υπαρκτούς ή µη, το τελευταίο χρόνο της κατοχής έδωσε το όπλο µέσω της προπαγάνδας, στο τότε παροπλισµένο πολιτικό κατεστηµένο άµεσα ή έµµεσα να προβάλει µια άλλη πραγµατικότητα, που απενοχοποιούσε το δωσιλογισµό ή τη συνεργασία µε τις Αρχές Κατοχής κατά το δοκούν, στο βαθµό που αυτή θα εξυπηρετούσε µια ανώτερη ανάγκη, την κοινωνική συνοχή, εχέγγυο της οποίας θα αποτελούσε η µεταπολεµική επιστροφή της καθεστυκίας τάξης στα πολιτικά πράγµατα. Έτσι η συµµετοχή για παράδειγµα στους µηχανισµούς του ένοπλου δωσιλογισµού ήταν ο δίαυλος για την διασφάλιση της επιστροφής της αστικής ελίτ στη µετακατοχική πολιτική σκηνή αφενός και αφετέρου πρόσφερε τη δυνατότητα αναρρίχησης µιας µέχρι τότε «ανύπαρκτης» µερίδας ανθρώπων στο νέο και υπό διαµόρφωση κοινωνικό status µε, ότι αυτό συνεπάγεται. Συνεπώς, τα Τάγµατα Ασφαλείας, µε τη συµµετοχή σε αυτά, τόσο µελών της αστικής τάξης, όσο και ενός «λούµπεν» προλεταριάτου, αποτέλεσαν το µέσο για την επιστροφή στη παλαιά τάξη πραγµάτων, που θα διασφάλιζε τα κατεστηµένα συµφέροντα τους. Ούτε η πείνα, ούτε η βία µπορεί να αποτελέσουν επιχείρηµα, που να νοµιµοποιεί οποιαδήποτε συµµετοχή στο δωσιλογικό µηχανισµό, αφού στον αντίποδα επίσης άνθρωποι πεινούσαν και βασανίζονταν. Όλοι αυτοί µε κινητήρια δύναµη την πολιτική τους σκέψη ήταν αναγκασµένοι να επιλέξουν στρατόπεδο.
Σχηµατικά µπορούµε να µιλήσουµε για τρεις κατηγορίες ανθρώπων, όσοι ζητούσαν ρηξικέλευθες λύσεις για την ανατροπή µεταπολεµικά των παρωχηµένων κοινωνικών και πολιτικών δοµών, εκφραστής των οποίων υπήρξε το ΕΑΜ. Όσοι επεδίωκαν την ασφάλεια του κατεστηµένου, εχέγγυο των πάσης φύσεως συµφερόντων τους και ήταν διατεθειµένοι να το διασφαλίσουν µε θεµιτά ή αθέµιτα. Αυτοί, είτε ενισχύοντας οικονοµικά ένοπλους αντιεαµικούς σχηµατισµούς και κυρίως τα Τ.Α, είτε συµµετέχοντας στο δωσιλογικό µηχανισµό των Τ.Α, ως φυσικά πρόσωπα, επιχειρούν είτε έµµεσα, είτε άµεσα να συνθλίψουν τον επικηρυγµένο εχθρό τους το ΕΑΜ, διασφαλίζοντας έτσι τα ιδιοτελή συµφέροντα τους. Και τέλος εκείνοι, που ζούσαν και δρούσαν στο µεταίχµιο, ανεξαρτήτος πολιτικής ιδεολογίας και ταυτότητας. Αυτοί πολύ συχνά αποτελούσαν τις παράπλευρες απώλειες ενός
«ακήρυχτου» ιδεολογικού πολέµου.

σελ.133


Τόσο η καθυστέρηση της δηµόσιας καταδίκης των δωσιλόγων, όσο και η προσπάθεια υποβιβασµού του φαινοµένου από την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας καθώς και η µετέπειτα στάση των διάδοχών της κυβερνήσεων αναδεικνύει την ανάγκη ανανοηµατοδότησης των όρων συνεργασία και δωσιλογισµός στα πλαίσια της επιτακτικής ανάγκης ανασύστασης του κράτους της « εθνικοφροσύνης», χωρίς να τίθεται καν θέµα εξοβελισµό από τις δοµές του, όλων των ιδεολογικά συγγενών του πολιτικού κατεστηµένου, ακόµα και αν την περίοδο της Κατοχής, µετείχαν είτε οικονοµικά, είτε στρατιωτικά στο δωσιλογικό µηχανισµό. Εξάλλου, η συµµετοχή τους στα ένοπλα δωσιλογικά σώµατα, όπως τα Τ.Α αποτέλεσε για το πολιτικό κατεστηµένο εχέγγυο στη προσπάθεια αναχαίτισης του « κοµµουνιστικού κινδύνου». Η επιείκεια και η ατιµωρησία, σε πολυάριθµες περιπτώσεις, όλων όσων συνεργάστηκαν µε τους κατακτητές ήταν εξόφθαλµη και συνιστούσε µέρος µιας πολιτικής, αποκατάστασης της καθεστηκυίας τάξης και συγκρότησης ενός κράτους « εθνικοφρόνων πολιτών», που θα διασφάλιζε τη συνέχεια της στο πολιτικό στίβο, ενώ παράλληλα θα συνέτριβε τον επικηρυγµένο εχθρό της, την αριστερά στην Ελλάδα. Η επιείκεια, που σε πολυάριθµες περιπτώσεις θα αγγίξει τα όρια της επιβράβευσης, των µέχρι χθες συνεργατών του εχθρού, µε τη βαθµολογική εξέλιξη π.χ στο στρατό αξιωµατικών των Τ.Α θα αποτελέσει πρόκληση, για όλους όσους τον πολέµησαν ανεξαρτήτος ιδεολογίας.
Έτσι οι πολλά υποσχόµενες εκκαθαρίσεις των δωσιλόγων από τον κρατικό µηχανισµό, στα πλαίσια της απαίτησης του ελληνικού λαού για παραδειγµατική τιµωρία όλων όσων «παρασιτούσαν» την περίοδο της κατοχής συνεργαζόµενοι µε τους κατακτητές, είτε δεν έγιναν καθόλου, είτε πραγµατοποιήθηκαν για άλλους λόγους, όπως ο οικονοµικός εξορθολογισµός του δηµοσίου. Η ατιµωρησία της πλειοψηφίας των εµπλεκόµενων µε το δωσιλογικό µηχανισµό, στο χώρο της δικαιοσύνης θέτει ποικίλα ερωτηµατικά, όπως κατά πόσο οι δικαστές, που κλήθηκαν να δικάσουν, µπορούσαν να είναι αµερόληπτοι και να απονείµουν δικαιοσύνη στις συγκεκριµένες συνθήκες, όταν µάλιστα οι κυβερνήσεις σιωπηλά προσανατολίζονταν στην κατ’ επίφαση τιµωρία των ενόχων.
Τα πράγµατα όµως δεν είναι ούτε µαύρα, ούτε άσπρα, αναφορικά µε τις εκφάνσεις, τις διαστάσεις και τα κίνητρα, όσων ενεπλάκησαν στο δωσιλογικό µηχανισµό. Παρόλ’ αυτά οι λεπτές αποχρώσεις µεταξύ τους δε γίνονται διακριτές, όταν δεσπόζει ένα διάτρητο σύστηµα, που εµποδίζει την απονοµή πραγµατικής δικαιοσύνης. Αν η δικαιοσύνη λειτουργούσε ανεξάρτητα από την πολιτική, τη

σελ.134


συγκεκριµένη χρονική συγκυρία και δικάζονταν οι πραγµατικά ένοχοι, από όποιον ιδεολογικό χώρο και αν προέρχονταν, τότε δεν θα χρειάζονταν τα όπλα και δεν θα εµπλεκόταν η χώρα σ’ έναν ατέρµονο εµφύλιο σπαραγµό. Όµως η ποινικοποίηση της αριστερής ιδεολογίας και η απονοµή της δικαιοσύνης, σύµφωνα µε την κυρίαρχη ιδεολογία θα περιπλέξει την ήδη τεταµένη επικρατούσα κατάσταση.
Η δικαιοσύνη τη µεταπολεµική περίοδο, όπως προκύπτει από αυτή την πρώτη επιδερµική προσέγγιση του φαινοµένου, µέσα από τα βουλεύµατα του 1945-46 του Ειδικού ∆ικαστηρίου Ναυπλίου, φαίνεται, πως δεν κατάφερε να επιτελέσει στο ακέραιο το έργο της. Μπορεί η εξαγωγή ενός τέτοιου συµπεράσµατος να θεωρηθεί από κάποιους αυθαίρετη ή από κάποιους άλλους µεροληπτική, αλλά το αρχειακό υλικό, που διαθέτουµε θα µπορούσε να οδηγήσει σε δυο συµπεράσµατα : α) είτε στο νοµό Αργολιδοκορινθίας δεν υπήρξαν δωσίλογοι ή ήταν τόσοι λίγοι, γεγονός που δε µας επιτρέπει να µιλάµε για «φαινόµενο», αλλά για µεµονωµένες πράξεις, µερικών διεφθαρµένων πολιτών β) είτε οι ∆ικαστικές Αρχές ποδηγετούµενες από τους κρατικούς µηχανισµούς και τις µεταπολεµικές πολιτικές του, λειτούργησαν µεροληπτικά συγκαλύπτοντας πράξεις δωσιλογισµού, στη προσπάθεια τους να αναδοµήσουν το κράτος της « εθνικοφροσύνης», που κινδύνευε από «αλλότριες» ιδεολογίες και «αναρχικά» στοιχεία.
Σίγουρα θα είχαµε µια περισσότερο ολοκληρωµένη εικόνα, αν διαθέταµε το προανακριτικό υλικό, πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η έκδοση των βουλευµάτων, αφού πάρα πολύ συχνά τα πραγµατολογικά στοιχεία, που διαθέτουµε είναι από ελλιπή, έως ανύπαρκτα και δε βοηθούν στο ελάχιστο στην εξαγωγή ασφαλών συµπερασµάτων.
Μελετώντας κανείς το συγκεκριµένο αρχείο µπορεί να σχηµατίσει την εικόνα, ότι το ΕΑΜ, δεν ήταν τίποτε άλλο από µια «έκνοµη» οργάνωση από «αναρχικά στοιχεία », που τροµοκρατούσε τους πολίτες του νοµού, οι οποίοι δεν είχαν άλλο τρόπο να αντιδράσουν από το να πάρουν το νόµο στα χέρια τους, µε τη συνδροµή κάποιες φορές και των Ταγµάτων Ασφαλείας. Όµως η εικόνα αυτή δεν τεκµηριώνεται από το συγκεκριµένο αρχειακό υλικό, έστω και αν είναι αληθή. Φαίνεται, οι ∆ικαστικές Αρχές να δέχονται αξιωµατικά την ενοχή των συλληφθέντων, από τους « νοµοταγείς πολίτες», ακόµα και αν δεν έχει προηγηθεί η διερεύνηση της ορθότητας των καταγγελιών, που τους αποδίδονταν. Η άσκηση τροµοκρατίας από µέλη του ΕΑΜ µπορεί πράγµατι να αληθεύει ως ένα βαθµό, αλλά η συνολική προβολή της οργάνωσης µέσα από αλλεπάλληλα βουλεύµατα, ως τροµοκρατικής, δηµιουργεί αµφιβολίες σχετικά µε την ακεραιότητα της δικαιοσύνης, αφού δηµιουργείται στον

σελ.135


αναγνώστη η αίσθηση, ότι αποδίδεται µεροληπτικά, αφού εκ των προτέρων και µε γνώµονα τη συγκεκριµένη αντίληψη, απονέµεται δικαιοσύνη.
Επίσης, ο αριθµός των απαλλακτικών βουλευµάτων, σε αντιδιαστολή µε τα παραπεµπτικά βουλεύµατα, τη συγκεκριµένη χρονική περίοδο προκαλεί επίσης πολλαπλά ερωτηµατικά Αν υποθέσουµε, ότι η δικαιοσύνη ανταποκρίθηκε στο ρόλο της µε σύνεση, τότε προκύπτει, ότι δεκάδες πολιτών, µε ονοµατεπώνυµο, ενεπλάκησαν σε µια δικαστική διαµάχη, µε απώτερο στόχο να πλήξουν συµπολίτες τους, υποκινούµενοι από ιδεολογικούς, ταξικούς ή προσωπικούς λόγους. Η συγκεκριµένη υπόθεση θα µπορούσε να γίνει αποδεκτή, εφ’ όσον, το δικαστήριο µε επιχειρήµατα και τεκµήρια αναδείκνυε και τιµωρούσε τους πραγµατικά ενόχους. Όµως ο παραπάνω συλλογισµός δεν τεκµηριώνεται, εξαιτίας των αντιφάσεων, που προκύπτουν από την µελέτη του διαθέσιµου υλικού. Σε αρκετές περιπτώσεις, όπως παρακολουθήσαµε, τα εκδοθέντα βουλεύµατα, όχι απλά δεν πείθουν µε τη συλλογιστική τους, αλλά αντίθετα δικαιολογούν υπόνοιες διαπλοκής και διαφθοράς.
Θεωρούµε εύλογο σε µια εποχή τόσο τεταµένη και ρευστή, ότι πράγµατι θα υπήρξαν και κάποιοι, οι οποίοι βρήκαν χώρο να λύσουν τις προσωπικές ή ιδεολογικές διαφορές τους, καπηλευόµενοι το νόµο « περί δωσιλογισµού». Όµως η αοριστολογία των βουλευµάτων, η έλλειψη επιχειρηµατολογίας στηριζόµενης σε απτά πραγµατολογικά στοιχεία εµποδίζει να αναδειχθούν αυτές οι περιπτώσεις, ώστε να εξάγουµε σαφή συµπεράσµατα για το πόσοι ήταν και ποια τα κίνητρα τους.
Η διάκριση των µαρτύρων σε αξιόπιστους και µη, µας δηµιουργεί ερωτηµατικά, αναφορικά µε τα κριτήρια αξιολόγησης, που θέτει το δικαστήριο. Αρκετά συχνά η αξιοπιστία των µαρτύρων ταυτίζεται µε την κοινωνική τους θέση και την « ελληνοπρεπή» συµπεριφορά τους. Στον αντίποδα οι καταγγελίες των µηνυτών θεωρούνται αβάσιµες και αόριστες, γεγονός, που ενισχύεται από τις καταθέσεις των µαρτύρων υπεράσπισης, που σε αρκετές περιπτώσεις οι ίδιοι ήταν υπόδικοι για δωσιλογισµό και είχαν απαλλάγει µε πρότερα βουλεύµατα. Η έλλειψη πραγµατολογικών στοιχείων δεν τεκµηριώνει την αβασιµότητα των καταγγελιών αφενός και αφετέρου η επίκληση των συγκεκριµένων µαρτύρων υπεράσπισης προβληµατίζει τον αναγνώστη.
Επιπλέον, οι διαφορετικές κατά το δοκούν ερµηνείες της Συντακτικής Πράξης 6/45 από το δικαστικό σώµα κυρίως, σε ό,τι αφορά τη συµµετοχή και τη δράση των Ταγµάτων Ασφαλείας είναι αποκαλυπτική του τρόπου σκέψης τους. Τα Τάγµατα Ασφαλείας, όταν πλέον αρχίζουν οι δίκες έχουν προφανώς αποκαθαρθεί στη

σελ.136


συνείδηση µέρους του δικαστικού σώµατος. Οι Ταγµατασφαλίτες δεν είναι υπόλογοι πράξεων δωσιλογισµού, αφού το µόνο ατόπηµα τους, αποτελεί η ένταξη τους στο συγκεκριµένο σώµα, προκειµένου να επιτελέσουν το «πατριωτικό» τους καθήκον, που συνιστούσε, όπως όριζε ο νόµος, η τήρηση της τάξεως και κατ’ επέκταση η προστασία του έθνους, από τα « αναρχικά στοιχεία». Το ότι εξοπλίζονταν από τον εχθρό και συµµετείχαν στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις βιαιοπραγώντας εναντίον Ελλήνων πολιτών, συνιστούσε µια µικρή λεπτοµέρεια, που είχε παραγραφεί στη συνείδηση των πλέον αρµόδιων να απονείµουν δικαιοσύνη.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει η κοινωνική προέλευση των κατηγορουµένων, αν και δε µπορούµε να εξάγουµε συµπεράσµατα, εξαιτίας της ελλειπτικότητας του υλικού. Από τα δεδοµένα που έχουµε φαίνεται, πως αρκετές καταγγελίες αφορούσαν κυρίως άτοµα, που υπηρετούσαν κυρίως στα σώµατα ασφαλείας, όπως στο στρατό και τη χωροφυλακή, καθώς και στο δωσιλογικό σώµα των Ταγµάτων Ασφαλείας. Επίσης αφορούσαν υψηλόβαθµους υπαλλήλους της τοπικής κοινωνίας, όπως τους ∆ιευθυντές της Νοµαρχίας, του Ταµείου Ναυπλίας, των Φυλακών Ακροναυπλίας, των Φυλακών Τίρυνθας και της Χωροφυλακής Άργους. Επίσης καταγγελίες αφορούσαν άτοµα που σχετίζονταν µε το παραγωγικό δυναµικό της περιοχής, όπως έµποροι, βιοµήχανοι κτλ., καθώς και άτοµα,που αντιπροσώπευαν σε µεγάλο βαθµό την αστική τάξη του νοµού, γιατροί, δικηγόροι, δικολάβοι, φαρµακοποιοί κ.α . Φυσικά καταγγελίες αφορούσαν και άτοµα ανεπάγγελτα ή χαµηλότερης κοινωνικής τάξης, αλλά από τα δεδοµένα, που διαθέτουµε, είναι πολύ λίγα. [277]
Το αρχειακό υλικό δυστυχώς δε µας βοηθά να εξάγουµε επιπλέον συµπεράσµατα. Σίγουρα η µελέτη όλου του σχετικού διαθέσιµου υλικού, θα φώτιζε περισσότερες παραµέτρους της επικρατούσας κατάστασης και θα µας προσέφερε τη δυνατότητα µιας πιο σφαιρικής αντίληψης των γεγονότων. Παρόλα αυτά µας δίνει το στίγµα µιας εποχής αµείλικτης, που άνθρωποι βάλλονται στο βωµό των ιδεολογιών, που καταρρακώνονται υπολήψεις, που η δικαιοσύνη παλινωδεί και παραπαίει στη προσπάθεια της να συγκεράσει το λειτουργικό της ρόλο µε την κυρίαρχη ιδεολογία, που επιβάλλεται είτε άµεσα, είτε έµµεσα. Πρόκειται για µια εποχή µεταβατική, όχι όµως προς τον εκδηµοκρατισµό των θεσµών, που ήταν το αιτούµενο για τον ελληνικό λαό, που είχε βγει πληγωµένος από τον Β’ Παγκόσµιο Πόλεµο, αλλά προς την ιδεολογική πόλωση. Η Συµφωνία της Βάρκιζας, αν και προϊόν συναίνεσης σύσσωµου του πολιτικού κόσµου, ευθύς αµέσως καταλήγει σε «κενό γράµµα», γεγονός, που µε µαθηµατική ακρίβεια θα οδηγήσει τη χώρα σε έναν άλογο εµφύλιο σπαραγµό.


[277] Βλ.. Παράρτηµα, Γραφήµατα

σελ.137


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
............................................................................................!

Βουλεύµατα Ειδικού ∆ικαστηρίου ∆ωσιλόγων Εφετείο Ναυπλίου 1945

 


          Βουλεύµατα Ειδικού ∆ικαστηρίου ∆ωσιλόγων Εφετείο Ναυπλίου 1946
   
17-03-2021
Αετίων Σωτήριος Ριζόγιαννης 

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΑΡΤΗΣΗΣ:http://rozosotiris.blogspot.com/2021/03/108.html