Τετάρτη 12 Μαρτίου 2014

Βιβλίο: "Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΕΑΜΙΤΗ ΘΥΜΑΤΑΙ..."/ΝΙΚΟΣ ΚΩΝ. ΜΑΡΡΑΣ /(Εμφύλιος στην Αργολιδοκορινθία!)

Παρατίθονται κατωτέρω αποσπάσματα απο το αυτοβιογραφικό βιβλίο - μαρτυρία του Νίκου Μάρρα με τις πικρές του μνήμες από τον εμφύλιο, στην Αργολιδοκορινθία! 





Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΕΑΜΙΤΗ ΘΥΜΑΤΑΙ
«Να θυμούντε οι Γηραιότεροι
Και να μαθένουν οι νεότεροι»
------------------------------------------






Σελ.15
Δύο λόγια ,αντί προλόγου
Πρίν ξεκινήσω θα παρακαλέσω τον αναγνώστη διαβάζοντας το ¨Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΕΑΜΙΤΗ ΘΥΜΑΤΑΙ" να μην έχει την παραμικρή αμφιβολία, γιατί θα διαβάσει γεγονότα συγκλονιστικά- ΑΠΙΣΤΕΥΤΑ, που πολύ φοβάμαι, μήπως συνυπολογίζοντας και την ηλικία μου, (εβδομήντα χρονών περίπου) θα νομίσει και ίσως δικαιολογημένα, ότι όλα αυτά που θα ακολουθήσουν, είναι αποκύημα της φαντασίας μου.
Πληροφορώ όμως τον αναγνώστη, ότι έως αυτήν την ώρα, είμαι υγιής πνευματικά τουλάχιστον, χωρίς κανένα πρόβλημα.
Δυστυχώς ότι γράφω είναι όλα αληθινά, αυθεντικά, χωρίς φανατισμούς, εδώ θέλω να τονίσω ότι η πρόθεσης μου δεν είναι να ξύσω πληγές ή να αναμοχλεύσω τα πάθη, κάθε άλλο απλά εξιστορώ τα έργα και ημέρες των δύο πλευρών, απαλλαγμένα από φανατισμούς και ιδεοληψίες, ψύχραιμα και αμερόληπτα, τα γεγονότα όπως ακριβώς διεδραματίστηκαν. Εξάλλου ,δεν έχω κανένα ειδικό λόγο, πολιτικό ή άλλον. Λόγω έχω μόν έναν. Να καταγράψω τα γεγονότα όπως ακριβώς εξελίκτικαν εκείνη την "ΑΓΥΡΙΣΤΗ" εποχή. όπως θεωρώ χρήσιμο έως και επιβεβλημένο για μας, που είχαμε την τύχη να βιώσουμε τα δραματικά ιστορικά γεγονότα, να τα αφήσουμε-αποτυπώσουμε για να διδαχθούν οι επερχόμενοι ούτως ώστε να μην επαναλάβουν τα τρομερά σφάλματα της δεκαετίας του 1940 που εμείς πληρώσαμε τόσο ακριβά.
Και κάτι ακόμα πολύ σημαντικό. Εδώ δεν γράφω ιστορία, για να μην γράψω κατά πως με συμφέρει. Απλά καταγράφω γεγονότα. Εξάλλου το βιβλίο αυτό δεν θα πουλιέται. Όποιος το ζητήσει, θα το στείλω δωρεάν. Το πιο σπουδαίο είναι ότι όλα αυτά δεν τα τα διάβασα, δεν μου τ΄ παν, ούτε τα άκουσα, αλλά τα ΕΖΗΣΑ ως και στο σώμα μου απάνω,

Σελ.16
"όταν κοιμόμουν κάθε βράδυ για πέντε χρόνια με το θάνατο στην τσέπη" όπως θα διαβάσετε παρακάτω. Γι΄ αυτό το λόγο, ήθελα και έπρεπε να τα γράψω και πρέπει να τα πιστέψει ο αναγνώστης.
Θα διερωτηθή ο αναγνώστης γιατί τόσα χρόνια δεν τα έγραψα; Απαντώ . Για δύο λόγους δεν αποφάσιζα.
Πρώτον, γιατί ήταν τόσο συνταρακτικά, αυτά που έζησα, όπως θα δείτε παρακάτω, που δεν είχα την ψυχική αντοχή, να κρατήσω μολύβι, για να αποτυπώσω. Μπορεί να φαίνεται παράδοξο, αλλά έτσι είναι! Να φανταστεί κανείς, ότι είχα αρχίσει πριν έξι χρόνια περίπου, και κατόρθωσα να τελειώσω τώρα, κομμάτι-κομμάτι, γιατί τα δάκρυα (και δεν είναι σχήμα λόγου) δεν μ΄ άφηναν και ακόμα δεν μ΄ αφήνουν, παρόλο που πέρασαν τόσα χρόνια!
Τα ζώ σαν να έγιναν χθές, και ο πόνος που νιώθω είναι πάρα πολύ μεγάλος, διότι με πνίγει η ΑΔΙΚΙΑ. Πολύ άδικα μας κατάστεψαν αυτοί οι κακούργοι, αυτά τα μαύρα χρόνια.
Πολλές φορές , μου ζητήθηκε από δικά μου πρόσωπα να εξιστορίσω τα τότε γεγονότα. Πιστέψτε με, ξεκίνησα πολλές φορές , αλλά "ποτέ" , ούτε μιά φορά δεν τελείωσα την αφήγηση.
Δεύτερον , επειδή πολλά απ΄ αυτά τα γεγονότα, ξεπερνούν τα ανθρώπινα όρια, φαίνονται όντως ΑΠΙΣΤΕΥΤΑ, και γι΄ αυτό το λόγο, δίσταζα να γράψω μήπως δεν γίνουν πιστευτά. Και μόνο η σκέψη αυτή, μου ανέστειλε την διάθεση.
Όλα αυτά τα εξηγούσα στην επιμονή των δικών μου ανθρώπων και φίλων μου, που με παρότρυναν πιεστικά ακόμα να τα γράψω. Δεν το κρύβω, ότι με επηρέασαν πολύ, και ίσως είναι αυτοί η αιτία που ξεκίνησα να γράφω.
          Θα αναφέρω μερικά ονόματα: οι αείμνηστοι, ο θείος Παναγιώτης Μάρρας, ο εξάδελφός μου Βαγγέλης Τσιμπούρης, ο φίλος μου Κώστας Σάκουλης και ο εξεξάδεφός μου Τάσος Σούκουλης. Από τους ζώντες , οι οικείοι μου, ο ανιψιός Χρήστος Σοφός, ο Μιχάλης Σιαντράνης, ο Βαγγέλης Γόγολας. ο Κώστας Αγγέλου, ο Γ. Μιχόπουλος, ο Ζήκος Πρωτόπαπας, η Δήμητρα Παππά, η Σοφία Ρεκλείτη-Μητρογιάννη, ανιψιά του αείμνηστου εαμίτη Τόμπρου, τους οποίους ευχαριστώ.

Σελ.17
Αφού αποφάσισα να γράψω την ΑΛΗΘΕΙΑ, ΓΥΜΝΗ και μόνο, αδιαφορώντας εντελώς αν κάποιους κακοκαρδίσω ή ενοχλήσω. Εδώ θα ήθελα να τονίσω, ότι δεν μου επιτρέπω να μην γράψω την αλήθεια. Δεν μπορώ να γράψω ποτέ ψέματα. Δεν γίνεται. Δεν μπορώ. Δεν μου το επιτρέπει η παιδεία, η ανατροφή μου, ο τρόπος ζωής που διδάκτικα έως τα δεκατέσσερά μου απ΄ αυτόν τον "ΜΕΓΑΛΟ ΑΝΘΡΩΠΟ", τον πατέρα μου Κώστα Μάρρα.
ΥΓ. Επειδή ότι έχω γράψει, τα ήθελα αυθεντικά, δεν επέτρεψα διορθώσεις στην σύνταξη και την ορθογραφία, γι΄ αυτό ζητώ συγνώμη για οποιαδήποτε λάθη βρείτε.
Ήθελα πολύ να μάθω περισσότερα γράμματα αλλά δεν μ΄ άφησαν..
Νίκος Μάρρας
Μάης 2005

Σελ.19
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΡΡΑΣ
Γεννήθηκε στο Αγγλόκαστρο το 1896 από γονείς του Νίκο Δ. Μάρρα τον (παππού κολί) και την Βασίλω Ν. Μάρρα (μόνα κολίνα). Ήταν το τέταρτο παιδί απ΄ τα έξι. Η Μαγδαλινή, ο Παντελής, ο Παναγιώτης, η Παγώνα και η Τασία, που το παιδί της, σκότωσε το θείο του Κώστα, τον πατέρα μου, γιατί του είπαν ότι ήταν κομουνιστής!
Αγρότες στο επάγγελμα, ο παππούς μου είχε τυροκομείο,.......Ήταν ένας εξαίρετος άνθρωπος, καλοσυνάτος με ωραίο χιούμορ και μιλούσε με παραβολές και ρητά, πολλά σώζονται ακόμη.
Η γιαγιά όμως ήταν αυταρχική, πολύ εργατική, φιλότιμη, εγωίστρια, πεισματάρα, με λίγα λόγια σκληρός άνθρωπος.
Ο πατέρας είχε πολλά χαρίσματα. Πνευματώδης, πολύ φιλότιμος, εργατικός αλλά και πεισματάρης. Ξενιτεύτηκε μικρός, δεκαέξι ετών στην Αμερική και όπως ήταν πολύ φιλότιμος, τα έστελνε στους γονείς του, σε συγγενείς και πάρα πολλά στα τρία ανίψια του, που τα άφησε ορφανά η αδελφή του Τασία, η οποία πέθανε νέα αφήνοντας το τρίτο παιδί νήπιο, το οποίο όταν μεγάλωσε σκότωσε τον προστάτη του θείο Κώστα, τον κομουνιστή! Ίσως για να βγάλει την υποχρέωση! Μακάρι να ήταν έτσι όλοι οι κομουνιστές, σαν τον πατέρα μου.
Σελ.19
Ο πατέρας μου ήταν προδευτικός, εργατικός, φιλότιμος, ανεξίκακος και πολύ φιλόπατρις, όπως θα δούμε και στη συνέχεια του βιβλίου. Χρήματα πολλά είχε στείλει στον αδελφό του Πάνο, για να αγοράσει ακίνητα στην Κόρινθο. Τελικά ο θείος πάνος, έκανε εμπόρια διάφορα, με αποτέλεσμα να τα σπαταλήσει όλα χωρίς να κάνει καμία αγορά.
Στην μεγάλη επιμονή των γονιών του γύρισε από την Αμερική στο χωριό του, το 1928, όπου παντρεύτηκε την μάνα μου Θεοφάνα, απ΄τον Αϊ Γιάννη, το γένος Κριεμπάρδη, Την "Διοφάνα"  μετ΄ όνομα, η οποία ήταν εξαίρετος άνθρωπος. Από ότι μου λέγανε, δύο ήταν τα βασικά στοιχεία της: δουλειά και γέλιο. Πάντα χαμογελαστή ήταν δε και πολύ ωραία.
Ο πατέρας μου, όπως θα διαβάσουμε παρακάτω ήταν πολύ φιλόπατρις, την οποία φιλοπατρία πλήρωσε πολύ ακριβά, ως και με την ζωή του, ακόμα. Συμπονούσε τους συμπατριώτες του και σκέφτηκε όταν ήρθε από την Αμερική, να τους απαλλάξει από ένα μεγάλο βάσανο που είχαν.
Κάθε τόσο έπρεπε να πάνε στην πιγιάδα Επίδαυρο στους νερόμυλους να αλέσουν το σιτάρι τους. πήγαινε ο δυνατότερος να πιάσει σειρά και έκανε τουλάχιστον δύο και τρείς μέρες να γυρίσει. Και αυτό γινότανε κάθε δεκαπέντε μέρες περίπου. Ήταν μεγάλο πρόβλημα να ασχολείται ένας άνδρας και το ζώο μαζί για τόσο διάστημα γι΄ αυτό έλεγαν ο καλύτερος στο μύλο. Ο λόγος της ταλαιπωρίας ήταν ότι οι νερόμυλοι-υδρόμυλοι, είχαν πολύ μικρή απόδοση. Δηλαδή σε μια ώρα, μπορούσαν να αλέσουν έως σαράντα οκάδες, στην περίοδο που το ποτάμι είχε πολύ νερό. Όπως είναι φυσικό, το καλοκαίρι έπεφτε δραματικά η απόδοση, έως και 50% κάτω!
Έτσι αποφάσισε και έφτιαξε στο Αγγελόκαστρο πετρόμυλο με πετρελαιομηχανή. και τονίζω, στο Αγγελόκαστρο, διότι ήταν από τα πλέον απομακρυσμένα χωριά του νομού και μακριά από την Κόρινθο, χωρίς καν συγκοινωνία. Δεν υπήρχε αμαξωτός δρόμος. Ο δρόμος έγινε το 1953!

Σελ.21
'Οταν έκανε τον μύλο το 1928, τα μηχανήματα τα μετέφεραν οι Αγγελοκαστρίτες στους ώμους τους. Ως και τις μυλόπετρες, που ζύγιζαν από μισό τόνο η καθεμία. Ήταν όμως τόσος ο ενθουσιασμός των κατοίκων, που δεν μπορείτε να φανταστείτε πως τα ανέβασαν από το Σοφικό στο Αγγλόκαστρο, μέσα στα ανηφορικά και δύσβατα βουνά και τις ρεματιές. Ήταν πραγματικά άθλος και ας κράτησε δύο μέρες, για όλους σχεδόν τους άντρες του χωριού! Τι ήταν όμως οι δύο μέρες μπροστά στην αιώνια ταλαιπωρία που είχαν;
      Η μοίρα του όμως του φύλαγε οδυνηρές εκπλήξεις, διότι αρχές Σεπτεμβρίου 1931 πεθαίνει η μάνα μου, 24 χρονών, στη γέννα του αδελφού μου Φάνη, αφήνοντας πίσω δύο μωρά, εμένα 16 μηνών και το νεογέννητο.
Το τι τράβηξε ο πατέρας μου, ένας θεός μόνο ξέρει. Δύο μωρά, τον μύλο, αγροτικές δουλειές χωρίς καμιά βοήθεια. Τότε οι συνθήκες ήταν απερίγραπτα δύσκολες.
Μετά δύο χρόνια το 1933, ξαναπαντρεύεται στο Σοφικό την Νικολέτα, κόρη του Αντώνη Αντωνίου που ήταν σιδηρουργός. Ένας άνθρωπος πολύ νευρικός, αλλά πολύ καλός. Δεν τον ξεχνώ, διότι μας είχε συμπαρασταθεί παρόλο που δεν είχε την οικονομική δυνατότητα.
Η νέα μητέρα δεν ήταν όπως οι άλλες μητριές, κακιά, διότι τότε οι μητριές ήταν πολύ κακές με τα παιδιά που εύρισκαν. Αυτό οφείλονταν κυρίως στο χαμηλό επίπεδο μόρφωσης που είχαν. Είχε όμως ένα πρόβλημα. Επειδή προέρχονταν από αστική οικογένεια, ασυνήθιστη στις χειρονακτικές εργασίες, δεν μπόρεσε να προσαρμοσθεί με τις συνθήκες του χωριού μας, τις βαριές αγροτικές εργασίες κ.λ.π
Μεγάλωσα μπορώ να πώ, χωρίς να καταλαβαίνω ότι δεν ήταν η πραγματική μου μάνα. Φυσικά σε αυτό είχε βοηθήσει με εύσχημο τρόπο ο πατέρας μου, που απαγόρευε αυστηρά στους πάντες να μιλούν για το ότι δεν ήταν πραγματική μητέρα μου.

 Σελ.22
ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΜΟΥ ΧΡΟΝΙΑ
Ο πατέρας μου στη Αμερική εργαζόταν σκληρά, αλλά παράλληλα έκανε νυκτερινά μαθήματα και είχε αποκτήσει αρκετή μόρφωση για εκείνη την εποχή.
.....................................
   Ήταν δε τόσο προδευτικός , που είχε κατορθώσει να φτιάξει πολιτιστικό σύλλογο το 1935 με το όνομα "Φιλοπρόοδος Σύλλογος Αγγελοκάστρου η Αναγέννησης" μαζί με τον αξέχαστο δάσκαλο Παναγιώτη Κοσκολέτο που κατάγετο απ΄ το χωριό Μαζη της ορεινής Κορινθίας.
         Το σχολείο μου το άρχισα το 1937 με τον Παναγιώτη Κοσκολέτο,

Σελ.23
και έφτασα έως και την πέμπτη δημοτικού με τον Επαμεινώνδα Πιτσαδιώτη, έως τον Απρίλιο του 1941 που σταμάτησαν τα σχολεία, λόγω της εισβολής των ούνων στην χώρα μας.
...........................

Σελ.25
Ήμουν ο μοναδικός που φορούσα παπούτσια, σκαρπίνια τα λέγαν, πουκάμισα, παλτό και είχα και σάκα δερμάτινη με κλειδαριά! Φανταστείτε, όταν ήλθε για πρώτη φορά φωτογράφος στο σχολείο, (με την φωτογραφική μηχανή στον ώμο από το Σοφικό, δύο ώρες πορεία ο άνθρωπος, διότι δεν είχαμε δρόμο για αυτοκίνητα, παρά μόνο κατσικόδρομο) με έβαλαν στη μέση των διακοσίων εβδομήντα (270) περίπου παιδιών, για να δείξουν τα παιδιά ότι είχε το σχολείο μας κάτι σύγχρονο, επειδή όλα τα υπόλοιπα παιδιά ήταν σχεδόν ξυπόλητα και ρακένδυτα.
Πάντα όμως όσο ωραία και να είναι όλα κάτι θα λείπει. Και εμένα λοιπόν μου έλειπαν αδέλφια. Ήμουν μόνος, καθότι το 1934 πέθανε ο αδελφός μου Φάνης τριών χρονών, ενώ όλα τα παιδιά του χωριού μας είχαν τουλάχιστον τέσσερα αδέλφια.
Όλα αυτά έως τον Ιούνιο του 1940 που γεννήθηκε ο αδελφός μου ο Παντελής και η χαρά μου ήταν απερίγραπτη.
Αλίμονο όμως, αυτή η χαρά κράτησε μόνο τρία χρόνια περίπου, έως τον Σεπτέμβρη του 1943 που ήρθαν οι αντάρτες στο χωριό και έχρισαν τον πατέρα μου υπεύθυνο του Ε.Α.Μ. (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο).

Σελ.26
28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940
Δευτέρα πρωί, είμαστε στο σχολείο. Ήμουν στην πέμπτη δημοτικού, όταν έφτασε η είδηση ότι μας κήρυξαν τον πόλεμο οι Ιταλοί και δεν έχει σχολείο, διότι έπρεπε να ειδοποιήσουμε τους χωριανούς, που ΄σαν στις δουλειές, στα χωράφια, να φέρουν αμέσως τα ζώα, μουλάρια-άλογα για να επιταχθούν στον στρατό.
Χωρίσαμε σε ομάδες ανά περιοχές που ήταν τα χωράφια. Στην ομάδα μου τα παιδιά ήταν χαρούμενα, διότι δεν είχαν σχολείο. Μάλιστα είδαμε για πρώτη φορά αεροπλάνα ιταλικά. Εγώ δεν συμμετείχα στη χαρά, είχα ένα πολύ κακό προαίσθημα.
Αυτό κράτησε λίγες μέρες, διότι τα νέα από το μέτωπο ήταν πάρα πολύ ενθουσιαστικά. Νίκες! Η μιά νίκη διαδέχονταν την άλλη. Και σήμερα έπεσε η Κορυτσά, μετά το Τεπελένη, το Αργυρόκαστρο, η Χειμάρα και τόσα άλλα χαρμόσυνα νέα.
Ο πόλεμος κατά των Ιταλών ήταν μόνο νίκες, γι΄ αυτό αναγκάστηκε ο Χίτλερ να βοηθήσει το συμμαχό του Μουσολίνι και στις αρχές του Απριλίου του 1941 επετέθη κατά της Ελλάδος και στις αρχές του Απριλίου του 1941 επετέθη κατά της Ελλάδας και όπως ήταν φυσικό, οι δύο αυτοκρατορίες μας υποδούλωσαν, με τα τραγικά επακόλουθα πείνα, βασανιστήρια, κρεμάλες-εκτελέσεις.
Στην ύπαιθρο η κατοχή ξεκίνησε με τους Ιταλούς. Δυστυχώς όμως , μερικοί Έλληνες πήγαν μαζί τους, προδίδοντας τα πάντα, ποιός είχε όπλα, λάδια, αρνιά, τυριά κ.λ.π. ή ακόμα και διάφορα συμμαχικά αντικείμενα.

Σελ.27
Τα αποτελέσματα είναι λίγο πολύ γνωστά σε όλους. Διάφορα βασανιστήρια, ξύλο, φυλακή, κρέμασμα ανάποδα στα κάρβουνα ήταν μόνο μερικά απ΄ αυτά.
Στο χωριό μας με τους Ιταλούς ήταν μόνο μια οικογένεια, δυστυχώς του Παπαδημήτρη Γκέλη με τα δύο παιδιά του τον Μηνά και τον Τασιούλη. Λέω δυστυχώς γιατί ο Παπαδημήτρης ήταν άξιος ιερουργός. Θυμάμαι με τι ευλάβεια και κατάνυξη ιερουργούσε οπότε μας καθήλωνε στην μικρή εκκλησία που είμαστε τόσο στριμωγμένοι.
Οι Ιταλοί τοποθέτησαν τους φίλους τους, τον Τασιούλη, γραμματέα της κοινότητας και τον Μηνά αγροφύλακα, ένοπλο με αραβίδα ιταλική. Η εξουσία του χωριού μας πέρασε σ΄ αυτούς τους δύο πλέον. Έκαναν ότι ήθελαν! Ειδικά ο Τασιούλης ο οποίος ήταν ικανός για κακό όπως θα δείτε παρακάτω.
Θα αναφέρω εδώ, ένα μικρό, από τα τόσα πολλά και μεγάλα(!) που έκανα οι γυμνοσάλιαγκοι καταδότες.
Κάποια μέρα που είχαν έλθει οι Ιταλοί στο Χωριό, μπήκαν στο σπίτι, πήραν ότι ήθελαν και όταν βγήκαν έξω, κάνει νόημα ο Μηνάς Γκέλης σ΄ ένα κάθαρμα Έλληνα, που ήταν μαζί τους, ότι κάτω από το κρεβάτι είχαμε κρυμμένο ένα δοχείο με βούτυρο, οπότε γύρισε πίσω ο Έλληνας και το πήρε. Απόρισα που το ξερε ο σπιούνος ο Γκέλης.
Αυτό δε το είπα ποτέ στον πατέρα μου, γιατί θα αντιδρούσε και οι συνέπειες θα ήταν μεγάλες. Δεν τα σήκωνε εύκολα αυτά, αγνοώντας σχεδόν τις συνέπειες που θα είχε.
Ο άλλος αδελφός, ο Τασιούλης, απροκάλυπτα συνεργαζόταν με τους Ιταλούς, προδίδοντας όλα τα κυνηγετικά και άλλα όπλα του χωριού με ονόματα και με τα νούμερα τους ακόμα. Ο πατέρας μου το δίκανο που είχε, αφού το έσπασε έξω σε μια πέτρα, το πήγα εγώ στο κοινοτικό γραφείο στους Ιταλούς και το παρέδωσα προφασιζόμενος ότι ο πατέρας μου είναι άρρωστος.
Ο Τασιούλης επίσης διέταξε τους τσοπάνηδες να του πηγαίνουν

Σελ.28
στο σπίτι, αρνιά, τυριά, βούτυρο, λάδι κ.λ.π. Ενώ ο κόσμος πεινούσε και είχαμε αρκετούς θανάτους στο χωριό μας από ασιτία, αυτός περνούσε σαν πασσάς, έως τον Σεπτέμβριο του 1943, που τον συνέλαβαν οι αντάρτες, με σκοπό να τον δικάσουν για τα αδικήματα πο είχε διαπράξει που επέσυραν την ποινή του θανάτου.
Εδώ όμως, σ΄ αυτό το σημείο, υπήρξε το λάθος του πατέρα μου, που παρενέβη και την γλύτωσε το κάθαρμα με ένα ξύλο μόνο, προφανώς επειδή η γυναίκα του ήταν ανιψιά του πατέρα μου. Όπως ανέφερα και πιό πάνω, το ότι τη γλύτωσε είχε σαν αποτέλεσμα να καταγεί στα τάγματα ασφαλείας και να διαπράξει κάθε είδους εκβιασμούς και εγκλήματα ουκ ολίγα. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, μετά το 1944 ντύθηκε ταγματασφαλίτης συνεχίζοντας το καταστροφικό έργο του.
Επανέρχομαι τώρα στα δικά μας και πάλι. Για ΄ολα αυτά που ζούσαμε με τους κατακτητές, νιώθαμε, όπως ήταν φυσικό, πολύ άσχημα. Δεν είναι λίγο άλλωστε, όπως καταλαβαίνει ο καθένας , να έρχεται ο ξένος, να ανοίγει ή και να σπάει την πόρτα, να μπαίνει μέσα στο σπίτι σου και να αρπάζει ότι θέλει. Να τους κοιτάς μέσα στο σπίτι σου και να μην μπορείς να αντιδράσεις. Δεν ήταν λίγες οι φορές, που ρίχνονταν στις γυναίκες και στα κορίτσια, ειδικά οι Ιταλοί.
Οι άλλοι, οι Γερμανοί δεν καταδέχονταν να τα κάνουν αυτά, γιατί μας θεωρούσαν ανθρώπους τρίτης κατηγορίας. Γι΄ αυτό το λόγο άλλωστε, όταν οι αντάρτες σκότωναν έναν Γερμανό, αυτοί σκότωναν πενήντα Έλληνες. Τόση η αξία μας γι΄ αυτούς!!
Η ιταλική αστυνομία, FINATZA, είχε για έδρα της το Σοφικό. Κάθε τόσο έρχονταν στο Αγγελόκαστρο για πλιάτσικο, αρνιά, κατσίκια, τυριά, βούτυρο, λάδι και προ παντός, κότες τις οποίες κυνήγαγαν μετά μανίας οι καραμπινιέροι.
Γινόταν ο χαμός από τις φωνές και τα κακαρίσματα τους, πότε τρέχοντας και πότε πετώντας. Για να τις πιάσουν, απέφευγαν

Σελ.29
το ντουφέκισμα, διότι δεν τις πετύχαιναν και εμείς οι μικροί τους κοροϊδεύαμε, γελώντας για την αστοχία τους.
Ήταν τουλάχιστον αστείοι. Θυμάμαι που έλεγα μέσα μου, "μα καλά, μ΄ αυτούς πολεμάγαμε;" Τότε είχαν δίκιο οι φαντάροι μας, που μας έλεγαν ότι εάν τους άφηναν "οι Άγγλοι... γιατί θεωρούσαμε τους Άγγλους φίλους και συμμάχους.
Δεν γνωρίζαμε οι άμοιροι, ότι οι Άγγλοι είναι η σιχαμερότερη φυλή του πλανήτη. Τους γνωρίζαμε, αλλά δυστυχώς πολύ αργά, όταν κατάφεραν και μας χώρισαν στα δύο και αλληλοσκοτωθήκαμε.
Θα αναφερθώ σε μερικά γεγονότα για να καταλάβετε πόσο ΠΑΤΡΙΩΤΗΣ ήταν ο πατέρας μου και πόσο αγαπούσε τους συμπατριώτες του, τους φαντάρους μας που πολεμούσαν στην Αλβανία τους Ιταλούς.
Έστελνε εμψυχωτικά γράμματα "σε όλους" και κάθε γράμμα του τότε στο μέτωπο είχε και χρήματα μέσα, από εκατό ως διακόσιες δραχμές! Είχαν αξία τότε οι δραχμές.
Στη διάρκεια του πολέμου, είχαμε τρεις τραυματίες φαντάρους από το χωριό μας. Όταν πήραν τις αναρρωτικές τους άδειες συντρώγαμε κάθε μέρα. Οι τραυματίες ήταν: ο ανιψιός του ο Μιχάλης ο Γκότσης, που είχε τραυματιστεί από σφαίρα και ο Δ. Κύπης και Μιχ. Φραγκάκης με κρυοπαγήματα.
Ο Μιχάλης ο Γκότσης ζει και το θυμάται ,φυσικά.
Μετά την κατάρρευση του μετώπου, εγκλωβίστηκαν πολλοί Άγγλοι στρατιώτες. Πολλούς περιέθαλψε ο πατέρας μου για έξι και πλέον μήνες κοντά στο σπίτι μας, στον κήπο θέση σκμπθι (βράχος). Και μετά ακόμα, όταν ήλθαν οι Ιταλοί, με κίνδυνο να τον εκτελέσουν και να κάψουν τα σπίτια του, συνέχισε να τους παρέχει κάθε δυνατή βοήθεια.
Εδώ θα αναφερθώ, σ΄ ένα κωμικοτραγικό γεγονός.

Σελ.30
Ήταν Ιούνης του 1941, όταν ξέσπασε μια νεροποντή. Μου λέει ο πατέρας μου: "Νικολάκη πάρε τους Εγγλέζους και πήγαινέ τους στο σπίτι του γειτονά μας Γεροζύμβρακα"
Πράγματι τους οδήγησα με νοήματα εκεί. Όταν όμως μπήκαμε μέσα στο χαμόσπιτο, ο Γεροζύμβακας, επειδή είχε κάνει στην Αμερική, προφανώς ήθελε να πουλήσει πνεύμα ότι μιλούσε αγγλικά και λέει την φράση: "σατ-δε-ντορ", δηλαδή πιάστε τις πόρτες.
Τι ήθελε να το πει; Ενώ ήταν ντυμένοι με πολιτικά, ξαφνικά βρέθηκαν με προτεταμένα τα αυτόματα και τα πιστόλια, ο ένας να σημαδεύει τον γέρο και οι άλλοι κάνουν κίνηση και πιάνουν αμέσως τα παράθυρα και τις πόρτες.
Εγώ τότε τρόμαξα πάρα πολύ και τρέχω δίπλα στο μύλο και φωνάζω "Μπαμπά τρέξε, οι Εγγλέζοι θα σκοτώσουν τον Γεροζύμβρακα". Τρέχει ο πατέρας μου και φωνάζει απ΄ έξω. Δεν ξέρω τι τους είπε στα Αγγλικά, οπότε αμέσως μετά μπαίνει μέσα και ακούω: "Καλά βρε ευλογημένε, ήσουν δέκα χρόνια στην Αμερική κι έμαθες μια και μόνο φράση; Έπρεπε να την πεις τώρα; Δεν λένε "σατ-δε-ντορ", αλλά "κλοζ δε ντορ πλιζ", δηλαδή "κλείστε την πόρτα, σας παρακαλώ!"
Και έτσι αντί για εκτέλεση και αίματα, οι φλεγματώδεις Άγγλοι και ο πατέρας μου, ξεκαρδίζονταν στα γέλια. Τα γέλια έγιναν πολλά περισσότερα μετά, όταν ακολούθησαν διάφοροι μεζέδες και άφθονο κόκκινο κρασί.
Ο πατέρας μου, όμως για να συνεχίσω, ήτανε τόσο ΠΑΤΡΙΩΤΗΣ και φίλος των συμμάχων, που δεν καταλάβαινε τίποτα, παρ΄ όλα τα παρακάλια της οικογένειας του και των συγγενών του, ότι αυτή η συμπεριφορά θα μπορούσε να τον καταστρέψει.
Αυτός ήταν ο μετέπειτα εθνοπροδότης , για τους εθνικόφρονες κομουνιστής Κώστας Μάρρας, που θα πρέπει να τονίσω, πως όσο καιρό ήταν υπεύθυνος του Ε.Α.Μ., κατά την διάρκεια της "θητείας" του και συγκεκριμένα έως την 28/5/1944 που εδολοφονήθη από τα αποβράσματα τους ταγματαλήτες, δεν άνοιξε μύτη. Δεν υπήρξε κανένα θύμα στο χωριό μας.
Δεν πέρασαν δεκαπέντε μέρες από τον θάνατό του, και σκοτώθηκαν απάνω από είκοσι άτομα όπως θα δούμε παρακάτω......................................

Σελ. 32
ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ
Αρχές του 1943 όταν ήμουν δεκατριών χρονών, ακούσαμε ότι στη Ρούμελη πρώτα και μετά στην Πελοπόννησο, βγήκαν αντάρτες στα βουνά με έναν θρυλικό καπετάνιο, τον Άρη Βελουχιώτη.
Θυμάμαι αυτά τα πρώτα σκιρτήματα, ότι θα κάναμε αντίσταση στους κατακτητές, βγαίνοντας στο βουνό οι νέοι. Έτσι στην αρχή ξεκίνησαν μικρές οργανώσεις σε όλα τα χωριά, όπως και στο χωριό μας, με μπροστάρη τον πατέρα μου Κώστα Μάρρα.
Οι Νίκος Μπινιάρης, ο Γιώργος Σάκουλης, ο Μιχάλης Οικονόμου (Χελέος), ο Μιχάλης Τζώρτζης, ο Τάσος Γκιώνης και ο Παντελής Γκιώνης, ήταν ο πρώτος πυρήνας αντίστασης, που σκοπό είχε να ξεσηκώσει τους νέους για να πάρουν μέρος στην αντίσταση κατά των γερμανών και των Ιταλών κατακτητών. Σημειώνω πως οι παρακάνω, ήταν οι πιο μορφωμένοι στο χωριό μας. Ξέρανε πέντε αράδες γράμματα παραπάνω, απ΄ τους υπόλοιπους.
Οι πρώτοι νέοι που οργανώθηκαν ήταν: Ο Γεώργιος Σάκουλης, ο Γιάννης Ζέρβας, ο Παναγιώτης Ροθώνης (ή Ντόρας) και ο μετέπειτα φονιάς του πατέρα μου, Αναστάσιος Δάφνης. Την ημέρα που θα έφευγαν για το βουνό, τους φώναξε ο πατέρας μου και τους έδωσε, ένα πιστόλι με σφαίρες και ένα σακίδιο με χρήματα για τον αγώνα.
Στους Γεώργιο Σάκουλη, Γιάννη Ζέρβα και στον ανιψιό του

Σελ.33
Αναστάσιο Δάφνη, αφού τους φίλησε, συγκινημένος τους είπε: "Πάτε τώρα εσείς και μετά θα ακολουθήσουμε και εμείς".
Ήμουν παρών σε όλα αυτά, στο υπόγειο του σπιτιού μας. Ο πατέρας μου, ας ήμουν μικρός, μου είχε εμπιστοσύνη και άκουγα όλα τα μυστικά που είχαν σχέση με τον "τίμιο ιερό αγώνα" (διότι τότε ήταν πραγματικά ιερός), άσχετα αν τον καπηλεύτηκαν με κυνικό τρόπο οι χολεριασμένοι, πατριδοκάπηλοι βασιλικοί και κομμουνιστές.
Φεύγοντας η ομάδα των έξι, προς τα λημέρια των ανταρτών, για κακή μας τύχη και του χωριού μας επίσης όπως θα διαβάσετε παρακάτω, βρέθηκαν σε μια συμπλοκή μεταξύ ανταρτών του Ε.Λ.Α.Σ και μιας ομάδας βασιλικών με επικεφαλή τον Κοντοστάνο, τον Αντωνίου, τον Πανούση, μετέπειτα ταγματασφαλήτες,

Σελ.34
όπου με διάφορους τρόπους τους έπεισαν να μην πάνε με το μέρος των ανταρτών, αλλά με αυτούς διότι οι αντάρτες ήταν κομμουνιστές.
    Τελικά διαλύθηκε η ομάδα και γύρισαν πίσω πλην των δύο Β. Λαζάρου και Αναστάσιο Δάφνη, οι οποίοι ντύθηκαν ταγματασφαλίτες " για να προστατεύσουν τον κόσμο από τον κομμουνισμό" οι αγράμματοι , οι ξυπόλητοι!!!
Οπότε συνεργάστηκαν στενά με τους κατακτητές, καίγοντας πολλά χωριά και δολοφονώντας τον άμαχο κόσμο!! Αυτά τα δύο καθάρματα, διέπραξαν φοβερά εγκλήματα και όχι μόνο στην Κορινθία, αλλά έφτασε η χάρη τους και σε άλλους νομούς εκτός Πελοποννήσου, όπως στην Εύβοια, τα Δερβενοχώρια κ.λ.π. που θα δείτε παρακάτω.
Ήταν από τους πιο αδίστακτους, άφησαν όνομα με τις θηριωδίες τους. Εδώ θα αναφερθώ, σ΄ ένα περιστατικό. Ήταν , αν θυμάμαι καλά, το 1956. Ταξίδευα προς Αλιβέρι Ευοίας μαζί με τον Ανδρέα Λινό, κατασκευαστή κυλινδρόμυλων.
Σε κάποια ράχη όπως πηγαίναμε δεξιά στο δρόμο, είδαμε ένα μνημείο πεσόντων-εκτελεσθέντων παρά των Γερμανών, έτσι έγραφε. Απορίσαμε, ήταν αντάρτες οι εκτελεσθέντες; Εκεί δίπλα βρίσκονταν εκείνη την ώρα, ένας τσοπάνης. Στην ερώτησή μας μας απαντάει δειλά στην αρχή: "ούτε το ένα , ούτε το άλλο. Αθώοι πολίτες ήταν και δεν τους σκότωσαν οι Γερμανοί, αλλά οι Ταγματασφαλήτες"
Του λέω: "είχατε κι εδώ ταγματασφαλίτες;" 'Ναι", μου λέει, "είχαμε λίγους, αλλά αυτοί που σκότωσαν-θέρισαν κυριολεκτικά με πολυβόλα, ήταν από την Κόρινθο". Και τι ακούω; Τα ονόματα, Κοτίτσας και Δάφνης και μαζί τους και κάποιοι άλλοι, όπως μας έλεγε ο τσοπάνης , ήταν ο φόβος και ο τρόμος τότε στην περιοχή.
Φεύγοντας , λέω στον Ανδρέα το Λινό. "Ανδρέα, αυτοί οι δύο που είπε ο τσοπάνης, σκότωσαν τον πατέρα μου". 'Οπως ήταν φυσικό, σάστισε ο άνθρωπος.

Σελ.35
Οι Αντωνίου, Κοντοστάνος και Πανούσης λοιπόν ήταν τα τσανάκια των τότε πρωθυπουργών Τσολάκογλου, Λογοθέτη, Ράλλη, και υπηρέτησαν πιστά τους κατακχτητές, εδώ στην Κορινθία. Συγκεκριμένα όταν θα γίνονταν οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, η λεγόμενη "παγάνα" τον Μάη του 1944, ο θείος μου Παναγιώτης Μάρρας που ήταν κουμπάρος με τον Πανούση, διότι με το δεξιό κόμμα μαζί, του λέει; "οι κομμουνιστές θα πεθάνουν όλοι και μόνο αν γίνουν πουλιά θα γλυτώσουν".
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα ο θείος μου, μετά την εκτέλεση του πατέρα μου, από δεξιός να γίνει (ουσιαστικά να τον κάνουν) φανατικό κομμουνιστή, με θανατικές καταδίκες, ξύλο πολύ, εξορίες για χρόνια  σε ξερονήσια κ.λ.π., με αποτέλεσμα να καταστραφεί η οικογένεια του θείου μου Παναγιώτη Μάρρα. Να ένα απτό παράδειγμα, ποιός δημιουργούσε αριστερούς-κομουνιστές, όπως τους βάφτιζαν!

Σελ.36
Ο Πανούσης, αυτός ο "εξαίρετος πατριώτης" έκανε πολλά καλά(!) απελευθερώνοντας ομήρους, αφού πρώτα τον πλήρωναν σε λίρες. Βέβαια αφού πρώτα έκαναν τις συλλήψεις τα τσιράκια του, μετά άρχισαν οι διαπραγματεύσεις για το πόσες λίρες ήθελαν για τον καθένα.
     Αυτό φυσικά ίσχυε για όσους είχαν για να πληρώσουν. Όσοι δεν είχαν; Ε! ήταν άτυχοι. Κατέληγαν στο περιβόλι του Νέγρη, που ήταν τόπος εκτελέσεων ή στις κρεμάλες................................................

Σελ. 46
ΠΩΣ ΔΗΜΗΟΥΡΓΗΘΗΚΑΝ ΤΑ ΤΑΓΜΑΤΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ
Από μεγάλο ποσοστό χωροφύλακες και λιγότερο αστυφύλακες για διάφορους λόγους.
Ο ένας ήταν βιοποριστικός, διότι οι εθελοντές ταγματασφαλήτες, είχαν ικανοποιητικό μισθό και σίτιση, ισάξιο με αυτόν της τιμητικής φρουράς των ευζώνων του Άγνωστου Στρατιώτη, με το νόμο που δημοσιεύθηκε στο Φ.Ε.Κ. 200/18-6-1943 περί ιδρύσεως των ταγμάτων ασφαλείας.
Το κίνητρο για τους υπολοίπους ήταν η άμεση διαγραφή παντός αδικήματος έως την ημέρα κατατάξεως. Και δεν ήταν λίγοι τότε, όπως αλήτες, μαυραγορίτες, κλέφτες και δολοφόνοι ακόμα!...............................

Σελ. 51
ΟΤΑΝ ΠΡΩΤΟΕΙΔΑΜΕ ΤΟΥΣ ΑΝΤΑΡΤΕΣ
Ήταν Σεπτέμβριος του 1943, απόγευμα, όταν ξαφνικά στην άκρη του χωριού μας, πρόβαλαν οι αντάρτες, το τάγμα του Γρίβα, περί τους διακόσιους συνολικά, τραγουδώντας το "στ΄ άρματα, στ΄ άρματα, εμπρός στον αγώνα για την χιλιάκριβη την λευτεριά".
Σταμάτησαν στο προαύλιο της εκκλησίας και ύψωσαν την ελληνική σημαία στο καμπαναριό, τραγουδώντας αντάρτικα εμβατήρια.
Η χαρά όλων και η συγκίνηση, δεν περιγράφεται βλέποντας την σημαία μας να κυματίζει μετά από τρία χρόνια σκλαβιάς. ήταν ένα πραγματικό παραλήρημα χαράς και συγκίνησης. Έκλαιγαν οι γυναίκες, τα παιδιά, αλλά και οι μεγάλοι άνδρες. Αυτό μου έκανε μεγάλη εντύπωση και όλοι μαζί θαυμάζαμε τους αντάρτες με τις γενειάδες τους, με τα φυσεκλίκια, και τα ντουφέκια τους, που ήταν από γκράδες έως πολυβόλα.
Αυτό ήταν απίστευτο, διότι οι κατακτητές, είχαν αφοπλίσει τους κατοίκους με την βοήθεια βέβαια των συνεργατών τους-προδοτών, από όπλα έως μαχαίρια και δεν πιστεύαμε στα μάτια μας, ότι οι Έλληνες βαστούσαν όπλα!
Μετά τους πρώτους ενθουσιασμούς, μίλησε με θερμά λόγια ο καπετάνιος Γρίβας, λέγοντας ότι ξεκινάμε ένα νέο 1821 για να ανατινάξουμε τον ζυγό και την τυρανία απ΄ τους ούνους του βορρά, που απτρόσκλητα ήλθαν και μας υποδούλωσαν οι φασίστες του Χίτλερ και του Μουσολίνι. Όπως βλέπετε, δεν έχουμε αρκετό

Σελ.52
και σύγχρονο οπλισμό, έχουν όμως αυτοί, και απ΄ αυτούς θα τον πάρουμε, απ΄ αυτούς θα τον προμηθευτούμε!
Μεγάλα λόγια θα πει κάποιος, αλλά τα πιστεύαν όμως. Και όχι μόνο το πίστευαν,αλλά το απέδειξαν κιόλας, όταν παρέδωσε τα όπλα ο ΕΛΑΣ, το νούμερο ήταν πολύ μεγάλο, αφού με την συμφωνία της Βάρκιζας παρέδωσε απάνω από 60.000 όπλα.
Ακούγοντας τα λόγια του καπετάνιου, η συγκίνηση και ο ενθουσιασμός ήταν άνευ προηγουμένου. Ο κεντρικός ομιλητής της, Μαυρομιχάλης ήταν το ψευδώνυμο του, ήταν ένας πολύ ντελικάτος, αδύνατος και ωχρός άνθρωπος, που πρέπει να ήταν πολύ άρρωστος και όμως, μεγάλο πράγμα η πίστη, είχε μια φωνή βροντώδη, ίδια με του Μάνου Κατράκη.
Η ομιλία του ήταν εντυπωσιακή. Ακούγαμε πράγματα πρωτάκουστα. Μας μιλούσε γύρω από τον άνθρωπο και τα δικαιώματά του, πράγμα άγνωστο για εμάς. Εμείς γνωρίζαμε μόνο για υποχρεώσεις.
Κάποια στιγμή, ενώ μιλούσε γι΄ αυτά, για τα ίδια δικαιώματα που δικαιούμαστε και εμείς, όπως οι αστοί, οι πλούσιοι, κοιτάζει προς εμάς τα παιδιά. Ξαφνικά παίρνει στα χέρια του τον Γιώργο Αν. Δάφνη (Αβυσιννό), έτσι τον φωνάζαμε, γιατί ήτανε πολύ μαύρος, πολύ αδύναμος, με δύο κατάμαυρα μάτια σαν ελιές), θ α ήταν εννέα χρονών, και τα ρουχαλάκια του κρέμονταν όλο ξέφτια.
Συγκινημένος στ΄ αλήθεια, λέει μ΄ έντονη φωνή: "" Συναγωνιστές, αυτό το πράγμα που βλέπετε, για το Θεό, είναι άνθρωπος. Ναι, άνθρωπος, και έχει και αυτό το παιδί το δικαίωμα να ζήσει, όπως και οι άλλοι άνθρωποι των πόλεων και των πλουσίων. Δεν έχει κανένας το δικαίωμα να καταδικάζει το παιδάκι αυτό να ζει μ΄ αυτόν τον τρόπο".
Πράγματι η ομιλία του συγκλόνισε όλο τον κόσμο που ήταν εκεί, και απόδειξη ήταν ότι έκλαιγαν μικροί και μεγάλοι με αυτά τα θερμά ,συγκινητικά λόγια που άκουγαν.

Σελ. 53
Η ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΟΣ ΜΕΤΡΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΜΑΣ
Την ημέρα αυτή που ήρθαν οι αντάρτες, είχαν έρθει στο χωριό μας διάφοροι άνθρωποι από τα γύρο χωριά-κεφαλοχώρια, όπως Σοφικό, Χιλιομόδι, Επίδαυρο και ως επί το πλείστον εγγράματοι, όπως :οι γιατροί Καβουρίνος από την Επίδαυρο, Κλεπετσάνης από το Σοφικό, Κόκαλος από το Χιλιομόδι, ο ειρηνοδίκης Κουτσομπόγειρας, ο αστυνόμος Γρανίτσας κ.λ.π. και άλλοι προύχοντες των χωριών.
Από αυτούς , ο γρίβας ζήτησε την γνώμη τους, (έτσι έπραταν οι αντάρτες, λειτουργούσαν με δημοκρατικές διαδικασίες) να υποδείξουν τον καταληλότερο να αναλάβει υπεύθυνος του Ε.Α.Μ. στο χωριό μας.
Οι παρευρισκόμενοι, ντόπιοι και ξένοι, χωρίς σκέψη πρότειναν τον πατέρα μου., Κώστα Μάρρα , για μιά τέτοια υπεύθυνη θέση. Και φυσικά είχαν δίκιο, ήταν ο πλέον κατάλληλος για τον αγώνα! Αλλά η θέση αυτή, ήταν η πλέον ακατάληλη για τον εαυτό του και την οικογένειά του. Τον φώναξαν στο κοινοτικό Γραφείο και πήγαμε μαζί. Εκεί ο Γρίβας του είπε ότι θα αναλάβει υπεύθυνος του Ε.Α.Μ. διότι το αποφάσισε η πλειοψηφία του λαού.
Ο πατέρας μου αφού τους ευχαρίστησε ευγενικά, αρνήθηκε, λέγοντας επί λέξη (ήμουν άλλωστε δίπλα του): "Δεν υπάρχει αμφιβολία καπετάνιε, είμαι ολόψυχα κοντά σας στον αγώνα και διαθέτω αμέσως περί τις οκτακόσιες οκάδες σιτάρι και διακόσιες οκάδες ρεβίθια για τον ιερό αυτόν αγώνα, και ότι άλλο μπορώ, αλλά μην μου δίνετε πόστο, διότι έχω πολλές δουλειές αγροτικές,

Σελ.54
μύλο και εμπόριο. Δεν έχω χρόνο, διότι είμαι μόνος μου και ο γιος μου εδώ Νικολάκης (έδειξε εμένα) είναι μόνο δεκατριών χρονών. Ας αναλάβει κάποιος άλλος , είναι και άλλοι ικανοί να αναλάβουν."
Όλοι όμως επέμεναν, και ειδικά θυμάμαι οι εγγράμματοι, για τον πατέρα μου, οπότε ο Γρίβας αποφάσισε και τοποθέτησε τον Κώστα Μάρρα υπεύθυνο του Ε.Α.Μ., τον Νίκο Μπινιάρη υπεύθυνο του Ε.Λ.Α.Σ. , και τον Παντελή Γκιώνη υπεύθυνο της Ε.Π.Ο.Ν.
Από αυτή την ημέρα, άρχισε η αντίστροφος μέτρησης, όπως γράφω και παραπάνω, του πρώτου ίσως ευκατάστατου στο χωριό!
Τον βάπτισαν κομμουνιστή, οι αντιφρονούντες λίγοι βέβαια, και πίστευαν ότι θα κινδύνευαν από τον Κώστα Μάρρα, τα γιδοπροβατά τους τα τσαρούχια τους, η γύμνια τους και η κακομοιριά τους.
Φυσικά με αυτό που αναφέρω, δεν θέλω να θεωρηθεί ότι μισώ τους συγχωριανούς μου, ...................................................................
Και τώρα άλλη μια τραγική παρένθεση για τον πατέρα μου . Υπήρχε υπόνοια εις βάρος του, ότι δεν ήταν 100% με το Ε.Α.Μ., επειδή υπηρετούσαν στα τάγματα ασφαλείας δύο κοντινοί συγγενείς του ,

Σελ.55
ανίψια του, ο Αναστάσιος Γκέλης και ο φονιάς του Αναστάσιος Δάφνης, και είχε ευθύνη διότι μετά την συμπλοκή Ε.Λ.Α.Σ. και ομάδας βασιλικών που αναφέρω πιο πάνω, αυτοί γύρισαν στο χωριό και μιλούσαν κατά των ανταρτών. Οπότε ανήμερα των Χριστουγέννων του 1943, ήλθαν μια ομάδα από αντάρτες του Ε.Λ.Α.Σ. και απαίτησαν από τον υπεύθυνο να παραδώσει τους αντιδραστικούς αυτούς.
Ο πατέρας μου όμως , πως να παραδώσει τους ανιψιούς του; Έπεισε λοιπόν την ομάδα του Ε.Λ.Α.Σ., ότι θα συμμορφωθούν και μάλιστα ίσως ενταχθούν κιόλας στον Ε.Λ.Α.Σ., λέγοντας τους , παιδιά ήταν, παρασύρθηκαν, κ.λ.π.
Τα ανίψια του όμως αντί να ευχαριστήσουν το θείο τους που τους γλύτωσε, πήγαν για να ντυθούν τσολιάδες. Έτσι βρέθηκε εκτεθειμένος στο Ε.Α.Μ. ο υπεύθυνος, με την μομφή ότι ήταν "καμουφλαρισμένη αντίδραση". Αυτή την μομφή την καλιεργούσαν με περίσσιο ζήλο οι ινστρούχτορες κομουνιστές που είχαν εισβάλει μέσα στις τάξεις του ΕΑΜ. Που όλα τα βλέπαν αυτοί(!) με την καχυποψία από τότε έως σήμερα.
Ήταν στα μέσα του Ιανουαρίου του 1944, όταν ήλθε πάλι ομάδα του Ε.Λ.Α.Σ. στο χωριό και συνέλαβε τον υπεύθυνο πατέρα μου, με την άνω κατηγορία. Τον πήγανε στη Νέα Επίδαυρο, εκεί είχαν το φρουραρχείο οι αντάρτες, αφού τον βασάνισαν επί τρεις μέρες, για να μαρτυρήσει γιατί δεν άφησε την ομάδα να τους συλάβει στις 25 Δεκεμβρίου του 1943.
Και δεν ήταν μόνο ότι δεν τους άφησε να τους συλάβουν, αλλά κατά την γνώμη τους, αμέλησε ακόμα, επειδή είχε εγγυήσεις ότι δεν θα τους πείραζαν οι αντάρτες. Αυτό ήταν αλήθεια, διότι ως το τέλος Μαϊου του 1944 που ζούσε ο Κώστας Μάρρας, δεν εκτελούσαν χωρίς την απόφαση του ανταρτοδικείου.
Τελικά τον άφησαν να γυρίσει με τον όρο, να μην ντυθούν τσολιάδες, τουλάχιστον τα δύο ανίψια του. Δεν είχαν ντυθεί ακόμα. Ντύθηκαν τον Φεβρουάριο ή τον Μάρτη του 1944.

Σελ.56
Τους το υποσχέθηκε αυτό; Δεν ξέρω, αλλά επιδεινώθηκε η κατάσταση όπως θα δούμε παρακάτω και ήταν πάντα υπό παρακολούθηση για τα φρονήματά του.
Κρίμα γιατί ο πατέρας μου ήταν αληθινός πατριώτης και με τους συμμάχους ήτανε φιλοαμερικάνος. Αυτό συνέβαινε επειδή είχε ζήσει δεκαέξι χρόνια στην Αμερική, παρακολουθώντας τότε(!) νυχτερινό σχολείο......................

Σελ.57
…………………………..
Και απανέρχομαι στην κατηγορία που τον βάρενε, δηλαδή την καμουφλαρισμένη αντίδραση. Η κατηγορία ήταν σε ισχύ, οπότε πάλι στο τέλος Ιανουαρίου του 1944, ένα πρωί, νύχτα ακόμα, ήλθαν οι αντάρτες και ξανασυνέλαβαν τον πατέρα μου.

Σελ.58
Τον οδήγησαν πάλι στη Νέα Επίδαυρο, πάλι βασανιστήρια. Οι ερωτήσεις ήταν: "Που είναι οι δικοί σου; Έμειναν τσολιάδες;" Του κάνουν δικογραφία και από εκεί τον στέλνουν να δικαστεί στο ανταρτοδικείο απάνω στην Γκούρα, στην έδρα του αρχηγείου του Ε.Λ.Α.Σ. Είκοσι δύο ολόκληρες μέρες, ποδαρόδρομο μέσα στο καταχείμωνο στα χιόνια, με συνοδεία ενόπλων.
Εκεί για "κακή μας τύχη", εισαγγελέας ήταν κάποιος συνονόματος του πατέρα μου, Κώστας Μάρρας δικηγόρος, με καταγωγή από το Χέλι Αραχναίον, ο οποίος ζήτησε, μεσολάβησε και καταδικάστηκε μεν ο πατέρας μου σε θάνατο, αλλά με διετή αναστολή. Λέω πιο πάνω για κακή μας τύχη, διότι εάν τον εκτελούσαν οι αντάρτες θα είχαν γλιτώσει από το κάψιμο ο μύλος και τα σπίτια.
Και εδώ είναι η τραγική ειρωνεία. Τον δολοφόνησαν με απάνθρωπο τρόπο οι κακούργοι ταγματαλήτες, με μια θανατική καταδίκη στην πλάτη του από το ανταρτοδικείο του Ε.Λ.Α.Σ.!

Σελ.59
Γι΄ αυτό υπάρχουν στιγμές που οι λέξεις χάνουν την έννοια τους. Δεν λέει τίποτα όσες φορές και να γράψω τη λέξη ΑΔΙΚΙΑ επειδή εγώ καίτοι μικρός μιλούσα κατά των ανταρτών για την μεταχείρηση του πατέρα μου, που τα έδινε όλα για τον αγώνα και αυτοί τον βασάνιζαν. Με καλεί την επόμενη μέρα και μου λέει ότι δεν πρέπει να μιλώ διότι είχε καταδικαστεί σε θάνατο με διετή αναστολή, μάλιστα μου έδειξε το έγγραφο-απόφαση που την ίδια μέρα θα την παρέδειδε στον φρούραρχο Σοφικού. Όταν στο ανταρτοδικείο του δώσανε το φάκελο ο πατέρας με τρόπο τον άνοιξε αμέσως και κατόπιν διάβασε τι έλεγε η απόφαση. Αυτό το πρωί θυμάμαι του έβαλε κάποια κόλα και δεν φαινότανε. Εξάλου είχε πολλές σφραγίδες απάνω το έγγραφο.....................................
        
 Σελ. 60



Σελ. 61
14 ΜΑΡΤΙΟΥ 1944
Πολύ πρωί, ότι είχε πάρει η μέρα, μας ξυπνάει αλαφιασμένη η γειτόνισα και συγγενής μας Μαργαρίτα Λαζάρου και φωνάζει στον πατέρα μου : "Φύγε μπάρμπα Κώστα, γιατί ήλθαν οι Γερμανοί". οι οποίοι μπήκαν αθόρυβα στο χωριό.
Τους είχαν φέρει οι ντόπιοι ταγματασφαλήτες. Έφυγε ο πατέρας μου και εγώ τώρα ήμουν μόνος, περιμένοντας τι θα κάνουν. Αυτοί μετά τον αιφνιδιασμό, πυροβολούσαν ασταμάτητα.
        Μετά δύο ώρες περίπου, κατά τις εννέα το πρωί, άρχισαν να καίνε πρώτα το κοινοτικό γραφείο, μετά το σχολείο, το σπίτι του Γ. Σάκουλη. Μετά από αυτά ήμουν βέβαιος ότι θα έρχονταν και σε μας και περίμενα.
Πράγματι ήλθαν τρεις ταγματασφαλήτες, μπήκαν στο σπίτι και άρχισαν το πλιάτσικο, σπάζοντας ράφια, κασέλες, σεντούκια και έπερναν ότι τους άρεσε. Σημειώνω δε, ότι είχε πολλά ρούχα απ΄ την Αμερική ο πατέρας μου και δεν ήξεραν τι να πρωτοπάρουν. Παρόλη την ταραχή μου, κι ας ήμουν κοντά στα δεκατέσσερά μου χρόνια, είχα την ψυχραιμία να παρακολουθώ αυτά τα κτήνη. Μα ήσαν ΈΛΛΗΝΕΣ;
Να έχουν πέσει απάνω στη λεία, σαν τις ύαινες και να μην ξέρουν τι να πρωτοαρπάξουν: κουστούμια, παλτά, παπούτσια, κασκόλ, μεταξωτά πουκάμισα, ρολόγια τσέπης χρυσά, κοντιλοφόρους με χρυσή πένα και διάφορα άλλα τιμαλφή, όπως δακτυλίδια κ,λ,π.

Σελ.62
Εκεί ανήμπορος να αντιδράσω, τους παρακολουθούσα. Αχ, που είσαι βρε μπαμπά(έτσι τον αποκαλούσα) να τους λιώσεις με δύο γροθιές μόνο. Διότι εκτός του ότι ήταν πολύ δυνατός, στην Αμερική είχε πάρει μαθήματα στο μποξ.
     Και τώρα μου ήρθε στο νου, κάτι που με συγκλόνισε. Εκεί που έψαχναν, σε κάποιο συρτάρι βρήκαν μια σιδερογροθιά αμερικάνικη. Με μεγάλη ικανοποίηση για το ανέλπιστο εύρημα, ο ένας, ο πιο σωματώδης ο Κώστας Κολιάκος που ήταν υπηρέτης στους Γιαννακοπουλέους στην Κόρινθο και οι Ράλληδες τον έκαναν αφεντικό(!), την περνάει στο χέρι του, και θριαμβευτικά λέει στους άλλους: "Ε, ρε τι έχει να γίνει...!"
Παρόλη την στεναχώρια και τον πόνο που ένιωθα, είπα μέσα μου:

Σελ.63
Πόσους αθώους ανθρώπους θα σκοτώσει αυτό το κάθαρμα, αυτός ο κτηνάθρωπος;
Αφού ζαλώθηκαν την λεία, έφυγαν τον κατήφορο. Βλέποντάς τους, ένιωσα ένα απέραντο μίσος και αηδία. Μα ήταν τόσο γελοίοι, έτσι όπως ήταν φορτωμένοι με τα ρούχα να κρέμονται.
Ο ένας είχε πάρει και έναν τενεκέ με βούτυρο και ο άλλος δύο κεφαλοτύρια στη μασχάλη.
'Εφυγαν και πήγαν στον αγύριστο. Ναι , αυτοί δεν γύρισαν, αλλά ήλθαν μετά από λίγο οι άλλοι, οι ούνοι, ή άρια φυλή, η ανώτερη ράτσα, να μας συνετίσουν βάζοντας φωτιά οι παλικαράρες στα σπίτια αόπλων, αμάχων, που είχαν χτιστεί με πολύ ιδρώτα και αίμα και τώρα έστεκαν ανυπεράσπιστα λόγω της υπεροπλίας και μόνο.
Ο ένας απ΄ αυτούς , ο Κολοβίνας από τα Εξαμίλια, δεν πείραξε τίποτα αλλά φεύγοντας με τη λεία, μου λέει: "βγάλε ότι μπορείς, διότι θα τα κάψουν όλα, σπίτι, μύλο κ.λ.π."
Παρακάτω αρχίζουν τα απίστευτα αλλά όλα ΑΛΗΘΙΝΑ, που ποτέ δεν μπόρεσα, ακόμα και όταν μεγάλωσα, να καταλάβω πως ένα παιδάκι δεκατριών-δεκατεσσάρων χρονών, με κοντά παντελονάκια ακόμη, βρήκε αυτή τη δύναμη, την ψυχραιμία να βγάλει σε πολύ ώρα όλα τα υπάρχοντα, ρούχα, κρεβάτια, τραπέζια. Τα πάντα, όλα τα πέταξα έξω στην αυλή αφού πρώτα είχα βγάλει τα εξώφυλλα, πόρτες, παράθυρα και μετά τα πήρα από εκεί και τα μετέφερα παραπέρα για να μην καούν. Στο διάστημα που μετέφερα τα ρούχα για να μην καούν, δεν ήρθε κανείς να με βοηθήσει, παρά μόνο η θεία Μαργαρίτα η Λαζάρου.
Αυτή την ημέρα, σκότωσαν οι τσολιάδες τον ξάδελφο του πατέρα μου, Γιάννη Δάφνη.
Δεν άργησε να έλθει η κακιά η ώρα. Όταν βάλανε φωτιά, ταυτόχρονα στο μύλο και στο σπίτι, δεν μπορώ να περιγράψω την κόλαση που ακολόυθησε. Μετά από λίγα λεπτά, ακούστηκε στο μύλο ένα φοβερό μπαμ και μετά τεράστιες φλόγες έγλυφαν τις πόρτες και τα παράθυρα και στα δύο κτίρια.

Σελ.64
Ο Μύλος άργησε να καεί, λες και πάλευε να γλιτώσει και έβγαζε καπνό, πολύ καπνό, μαύρο, πίσσα, προφανώς ήταν από το πετρέλαιο και τα λάδια των μηχανών που είχε ποτιστεί ο τόπος.
Μη μπορώντας να κάνω τίποτα, άρχισα αυτό το πικρό βουβό κλάμα, που έμελλε να συνεχιστεί για πολλά-πολλά χρόνια! Έκλαιγα πικρά, διότι ήξερα με πόσο κόπο και ιδρώτα έφαγε τα νιάτα του ο πατέρας μου στην ξενιτιά, για να τα φτιάξει το 1928.
Οι εικόνες αυτές, έμειναν ανεξίτηλες στην μνήμη μου και θα με συντροφεύουν, θέλω δεν θέλω, όσο θα ζώ.
Αργά το απόγευμα, ήλθε πάλι, "αυτός ο άνθρωπος", η μαργαρίτα Λαζάρου, να με πάρει για να πάμε δίπλα σπίτι της για φαγητό και ύπνο, όμως εγώ αρνήθηκα. Δεν μπορούσα να φύγω. Παρακολουθούσα την καταστροφή όλη τη νύχτα και όταν πήρε η μέρα , είδα ότι είχε απομείνει τίποτα, παρά τα κτίρια γυμνά, χάσκοντας άγρια σαν να περίμεναν να πάρουν εκδίκηση.
Το πρωί, ενώ σιγόκαιαν ακόμα οι άκρες, δεν μπορώ να εξηγήσω πως, βρήκα τη δύναμη, μπήκα στο κτίριο του μύλου και άρχισα να ξεθάβω από τις στάχτες διάφορα μεταλικά αντικείμενα, εργαλεία, μικρά μηχανήματα, καρφιά, πάντα κλαίγοντας φυσικά.
Και ξαφνικά παρουσιάζεται μπροστά μου ο πατέρας.
      Τι να πω γι΄ αυτή τη στιγμή. Δεν μπορώ να την περιγράψω. Θυμάμαι μόνο ούτι ούρλιαζα και φώναζα: "Μπαμπά μου, μπαμπά μου, που είναι ο μύλος; Που είναι το σπίτι μας;"
'Οπως με κρατούσε αγκαλιά, με σήκωσε ψηλά και μου είπε: "Ηρέμησε Νικολάκη μου, τώρα που έχω και εσένα μαζί, θα τα ξαναφτιάξουμε όλα". Αντηχεί ακόμα στα αυτιά μου: "έχω και σένα μαζί". Τι ήθελε να πεί;
Παρότι ήταν πολύ ψύχραιμος, είδα όμως να κυλούν τα δάκρυά του , για δεύτερη φορά στη ζωή μου. Η πρώτη φορά ήταν , όταν πέθανε ο αδελφός μου Φάνης, τριών χρονών, που είχε και το όνομα της μητέρας μου Θεοφάνας.
Όλα αυτά διεδραματίστηκαν την επόμενη μέρα 15 Μαρτίου  1944.

Σελ. 65
Επειδή υπήρχαν υπόνοιες, φήμες ότι ήσαν κρυμένοι ταγματασφαλήτες έξω από το χωριό, για να συλάβουν τον πατέρα μου, όπως ξαφνικά παρουσιάστηκε , έτσι έφυγε........................

Σελ. 68
...........
Επανέρχομαι. Επειδή υπήρχαν φήμες , ότι θα ξανακτυπήσουν οι Γερμανοτσολιάδες, φύγαμε από το χωριά, αφού παρατήθηκε ο πατέρας μου από υπεύθυνος του Ε.Α.Μ., και μέναμε στο βουνό προς το Σοφικό, σε μια καλύβα.
Πριν φύγουμε, λύσαμε την πετρελαιομηχανή του μύλου και πήγαμε στης θείας Παγώνας Στελέτου, η οποία ήταν αδελφή του πατέρα μου. Τη μηχανή αυτή τη έσπασε ο φονιάς του πατέρα μου, το πρωί, και το απόγευμα την ίδια μέρα τον δολοφόνησε, στις 28 Μαϊου 1944.
.....................

Σελ. 70
Η ΑΠΟΦΡΑΔΑ 28 ΜΑΗ 1944. Ο ΤΡΙΤΟΣ ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ
Στο βουνό μείναμε από τις 17 Μαρτίου έως και τις 24 Μαϊου του 1944. Τότε οι Γερμαντσολιάδες, έκαναν μεγάλες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, τη λεγόμενη "παγανιά", χτενίζοντας τον τόπο με σκυλιά ειδικά. Τα σκυλιά ήταν λίγα, αλλά οι Ταγματαλήτες και οι ομοϊδεάτες τους, έλεγαν ότι ήταν πάρα πολλά και ήταν εκπαιδευμένα ειδικά για ανθρώπους.
Αυτό το εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο, με αποτέλεσμα να μην μπορείς να κρυφθείς πουθενά. Δεν μπορούσες να σταθείς σε κανένα μέρος, πατουλιά, σπηλιά, βράχο, με την ιδέα ότι θα σ΄ εύρισκαν τα σκυλιά, ενώ πιάναμε γιατάκι σε μέρος απόκρυμνο, δεν μπορούσαμε να σταθούμε γιά ώρες. Μας είχαν δημιουργήσει πανικό, ο οποίος μας στοίχισε πολλές ζωές.
Το μεγαλύτερο κακό ήταν οι ντόπιοι Έλληνες τσολιάδες, που ξέρανε τα κατατόπια. Αυτοί οι προδότες, αυτοί οι αλήτες, δεν μπορώ να περιγράψω πόσα κακά έκαναν. Δεν μπορούσαμε να κρυφτούμε πουθενά, απ΄ αυτά τα καθάρματα. Από τους Γερμανούς ήταν πιο εύκολο, διότι δεν γνώριζαν τον τόπο.
Αυτά ίσχυαν μέχρι το απόγευμα της 24ης Μαϊου του 1944, που καταφτάνει αλαφιασμένη στο βουνό από το Σοφικό, η θεία Μαργαρίτα Αν. Λούβρη, αδελφή της μητέρας του αδελφού μου Παντελή και φωνάζει: "τι καθώστε, οι Γερμανοτσολιάδες έφτασαν στο απέναντι βουνό!"

Σελ. 71
Τότε αποφάσισε, ο πατέρας μου να φύγουμε. Αλλά που να πάμε; Ήταν σούρουπο που χωρίσαμε εμείς, ο πατέρας, εγώ και η μάνα μου του Παντελή, έγκυος στον έβδομο μήνα. Θα τραβούσαμε νότια προς το βουνό Παπαδάς και τον Παντελάκη που ήταν τριάμισι χρονών, τον πήρε η θεία του μαργαρίτα μαζί της , στο Σοφικό.
Αυτή η σκηνή που ακολούθησε , δεν περιγράφεται με λόγια. Ο Παντελάκης με καμία δύναμη δεν αποχωριζόταν από τον πατέρα μας. Ήταν δε οι φωνές του, τόσο σπαρακτικές- όχι μπαμπά μου, όχι μπαμπά μου- που ράγισαν και οι πέτρες. Έχουν περάσει περίπου εξήντα χρόνια, και όμως δεν μπορώ ακόμα αυτά να τα γράψω χωρίς διακοπές. Ήταν και για μένα τόσο μεγάλος αυτός ο πόνος του χωρισμού με τον αδελφό μου, που δεν τον ξεχνώ, όσα χρόνια και να περάσουν.
        Περιπλανηθήκαμε στα βουνά οι τρεις μας, όταν ένα απόγευμα μας ζύγωσαν κοντά οι Γερμανοί. Τότε ο πατέρας μου, λέει στη μάνα , έγκυο επτά μηνών: "μπορείς να πας έως αυτό το αγροτόσπιτο;" Αυτή του απαντάει πως μπορεί. Το αγροτόσπιτο αυτό, ήταν κάποιου Σπηλιώτη και ήταν περί τα τριακόσια μέτρα μακριά από εμάς. Το μέρος ήταν άδενδρο και λίγο μετά οι Γερμανοί έβαλαν με πολυβόλο προς τα εκεί.
Ο πατέρας πίστεψε ότι την χτύπησαν και απ΄ αυτή τη στιγμή μου έλεγε:" πάει την σκότωσαν μαζί με το μωρό" Δεν μπορούσε όμως να κάνει τίποτα. Σε λίγο μας ζύγωσαν πολύ κοντά και φύγαμε καταδιωκόμενοι και από την θέση Ξέστη προς τα κάτω προς το "λάλι πάρι" στα τσιφλίκια των Γιανέων Ν. Γιάννου, Δ. Γιάννου "τόμου".
Φτάσαμε αργά νύχτα εκεί, διότι ήταν το πηγάδι τους, να πιούμε νερό, επειδή παραπονιόμουν στον πατέρα μου ότι διψούσα πολύ. Είχαμε να πιούμε νερό από το μεσημέρι αλλά η ατυχία μας ακολουθούσε διότι παρ΄ ότι έψαχνε μες στο σκοτάδι ο πατέρας

Σελ.72
 μου γύρο από το πηγάδι και στις πατουλιές - θάμνους, δεν βρήκαμε κουβά με σχοινί να πιάσουμε νερό. Η απελπισία μου ήταν πολύ μεγάλη και επαναλάμβανα: 'Μπαμπά μου διψάω πολύ" , οπότε δε κάποια στιγμή βγάζει τα παπούτσια του. Σε παρατήρηση μου γιατί το κάνει αυτό μου λέει: "Μην φοβάσαι. Θα κατέβω στο πηγάδι και θα σου φέρω νερό με αυτή τη πετσέτα προσόψιο" Ακόμα νιώθω τύψεις που επέμενα για την δίψα μου. Άρχισα να φωνάζω να χτυπιέμαι "Όχι μπαμπά μου, δεν διψάω τόσο πολύ, μην το κάνεις αυτό!" Φανταστήτε την ψυχολογική μου κατάσταση, μέσα στη νύχτα ,στην ερημιά και ο πατέρας μου να αρχίζει να κατεβαίνει, να χάνεται στο πηγάδι αλλά και η αυταπάρνηση του για το παιδί του: Να μην τον βλέπω και να του μιλάω συνέχεια, και αυτός ατάραχος να με καθησυχάζει: "περίμενε, θα σου φέρω νερό" Μετά από πολύ ώρα, έτσι μου φάνηκε, βγήκε στο στόμιο και μου ΄ δώσε την πετσέτα να πιώ. Αφού την στράγγιξα την παίρνει , και ξαναρχίζει το το μαρτύριό μου αφού ξανακατέβηκε να φέρει πάλι την πετσέτα βρεγμένη για να κορέση την δίψα μου. Ήξερα ότι με αγαπούσε πολύ ο πατέρας μου, αλλά αυτό που έζησα μια μέρα πριν τον χάσω, ξεπερνούσε κάθε φαντασία! Αφού ξενυχτίσαμε χωρίς ύπνο διότι πιστεύαμε ότι η μαμά ήταν σκοτωμένη, περπατώντας την νύχτα βρέθηκαμε την άλλη μέρα στον κάμπο της Δήμαινας, στο περιβόλι του νουνού μου Μ. Θεοδώρου.
Εκεί του είπε ο νουνός μου: " Κώστα κάτσε εδώ, θα σε σκεπάσω με χόρτο μέσα στο περιβόλι" Ο πατέρας μου όμως, δεν άκουγε τίποτα. "Θέλω να γυρίσω πίσω, να βρώ τη σκοτωμένη γυναίκα μου στο Ξέστη, που τη χτύπησαν οι Γερμανοί χθές"
Σ΄ αυτό το σημείο πήρα μέρος στη συζήτηση και του λέω: μπαμπά, πως θα περάσεις πίσω μεσημέρι, που ο τόπος είναι γεμάτος Γερμανούς;" Μου λέει: Κοίταξε Νικολάκη , έχω ταυτότητα και θα περάσω μέρα για μην δώσω υπόνοιες"
Τελικά δυστυχώς, δεν τον έπεισα... "Νικολάκη μου , εγώ θα

Σελ.73
γυρίσω πίσω, θα θάψω τη μαμά και εσύ θα φύγεις από εδώ, μήπως σε προδώσουν στους τσολιάδες που σε γνωρίζουν στη Δήμαινα και σε πάρουν κοντά τους όμηρο. Θα πας στη Νέα Επίδαυρο στον Κώστα Παπαργύρη, νουνό του Παντελάκη. "
Γι΄αυτό τον τελευταίο χωρισμό δεν μπορώ να γράψω... Θα ήθελα όμως πάρα πολλά να γράψω, αλλά δεν μπορώ...
Αυτά που δεν μπορώ να γράψω, θα τα πάρω μαζί μου-ποιός ξέρει- μπορεί να βρεθούμε εκεί.....

Σελ. 74
Η ΠΡΩΤΗ ΠΑΡΑ ΛΙΓΟ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΜΟΥ
Αφού χωρίσαμε, τράβηξα για τη Νέα Επίδαυρο, όπως μου είχε πει ο πατέρας μου, χωρίς να ξέρω το δρόμο. Βάδιζα μηχανικά προς τα εκεί που μου έδειξε, ήμουν ένα ράκος, ένα άβουλο ον, χωρίς συναισθήματα, σαν ζώο, σαν αγρίμι, κάπως έτσι.
Στη Νέα Επίδαυρο βρέθηκα, αλλά δεν θυμάμαι πως, για μια βραδιά όμως, σαν το αγρίμι. Το πρωί, μου λέει ο κουμπάρος μας: "κουμπαράκι, πρέπει αμέσως να φύγεις", διότι οι ταγματασφαλήτες (αχ, αυτοί οι ταγματασφαλήτες!!) είπαν ότι κάθε αρχηγός οικογένειας θα πρέπει να δηλώσει, να γράψει πίσω στην πόρτα, τα άτομα που έχει. Τους δε επιπλέον θα τους εκτελούσαν επιτόπου.
Έτσι, αφού μου έδωσε ένα κομμάτι ψωμί και εγώ βρήκα ένα κομμάτι σύρμα στον κήπο και έραψα το παντελόνι που είχε σχιστεί έως επάνω στα δάση τέσσερις ημέρες, έφυγα , περνώντας υποχρεωτικά την πλατεία Επιδαύρου.
Εκεί αντικρύζω δεμένους και σε κακά χάλια, χτυπημένους, έως δέκα άτομα. Ανάμεσα σ΄ αυτούς, είδα τον υπεύθυνο της Ε.Π.Ο.Ν. Παντελή Γκιώνη απ΄ το χωριό μας, με γερμένο το κεφάλι αριστερά, (τον έχω μπροστά μου) και τον καθηγητή Πετράκη, τους οποίους κρέμασαν και χλεύαζαν οι ταγματαλήτες του χωριού μας.
Μόλις τους είδα, κρύφτηκα μέσα στον κόσμο, μήπως στην απελπισία τους, με προδώσουν. Βγαίνοντας από την Επίδαυρο, πήγα κοντά σε μιά γυναίκα με το γαϊδουράκι της, δήθεν ότι

Σελ.75
ήμασταν παρέα και για να μην δίνω στόχο, έπαιζα με μια βεργούλα στο χέρι.
Κάπου έξω από την Επίδαυρο στον Αϊ Γιώργη, έμεινε η γυναίκα και προχωρούσα μόνος προς τη Δήμαινα που δεν είχε Γερμανούς. Είχαν περάσει την προηγούμενη μέρα οι Γερμανοί και τώρα ήταν στην Επίδαυρο.
Απάνω που είχα ξεθαρέψει ότι γλίτωσα από την "παγάνα", όπως έλεγαν την εκκαθαριστική επιχείρηση, πριν τη διασταύρωση προς Δήμαινα, αντικρύζω ένα μπουλούκι με περίεργο ντύσιμο. Ήταν τσολιάδες!!
Πρώτη φορά είδα. Δεν είχα ξαναδεί αυτή την απαίσια στολή τους και πριν συνέλθω ακούω ειρωνικά από τον πρώτο, στα δέκα μέτρα περίπου. "Στ΄ άρματα, στ΄ άρματα, εμπρός στον αγώνα". Αντάρτικο τραγούδι από ποιόν; Από τον Αναστάσιο Γκέλη, που ο πατέρας μου, και εξαιτίας του, καταδικάστηκε απ΄ το ανταρτοδικείο σε θάνατο με αναστολή.
Αυτός, που στην κατοχή ήταν Δερβέναγας στο χωριό, από απλός γραματικός της κοινότητας! Αυτός που έκαψε τον Γερο Δημήτρη Καβουρίνο και ζητούσε λύτρα, σε λίρες φυσικά. Αφού τις πήρε, και ήταν και πολλές μάλιστα, βίαζε συνέχεια την αδελφή του Τασία, (έναν πανέξυπνο άνθρωπο με παιδεία και πολύ ζωηρή) που της έκανε την χάρη και δεν τον εκτέλεσε, παρά τον έστειλε όμηρο στα κρεματόρια Νταχάου! Μου τα είχε εκμυστηρευθεί η ίδια με πολλά δάκρυα και πόνο, αργότερα.
Αυτός, που συνέτρωγε και γλεντοκοπούσε με τους Ιταλούς, σφάζοντας τα αρνοκάτσικα και τις κότες των δυστυχισμένων, πεινασμένων, ρακένδυτων συγχωριανών του!
Δυστυχώς, σε όλα αυτά έπερνε μέρος, εκτός του αδελφού του Μηνά, και ο πατέρας του ο Παπαδημήτρης.

Σελ.76
Μια φορά θυμάμαι, γλένταγε ο παπάς μας και χόρευε, ντυμένος ιταλικά με χλένη και καπέλο με κοκορόφτερο, μαζί με τους ιταλούς, τον επικεφαλής και με μια κοπέλα Ελληνίδα, ντυμένη με στολή καραμπινιέρι, με παντελόνι και πουκάμισο άσπρο, πολύ προκλητικό για εκείνη την εποχή. Θυμάμαι όταν είδα τον Παπαδημήτρη να γλεντοκοπά με τους Ιταλούς έπαθα σοκ διότι τον σεβόμουν αφάνταστα, του φιλούσα με ευλάβεια το χέρι.
Μετά από αυτό που είχα δει, πήγα σπίτι και το είπα στον πατέρα μου, ο οποίος δεν μπορούσε να το πιστέψει. Όταν ήλθε ο παπάς πρωτομηνιά για αγιασμό στο σπίτι, τον μάλωσε με τα παρακάτω λόγια:" Ντροπή παπά, πολύ ντροπή, να γλεντοκοπάς με τους κατακτητές, ενώ ο κόσμος πεθαίνει από την πείνα".
Όταν άκουσα την κατσάδα, έφυγα, γιατί ένιωθα ενοχή που το είχα πει στον πατέρα μου.
Για να ξαναγυρίσω στην πρώτη επαφή μου με τους τσολιάδες, παραπίσω από τον Αναστάσιο Γκέλη ακολουθούσαν οι δολοφόνοι του πατέρα μου, Αν. Δάφνης, Β. Λαζάρου, Δ. Τσίγκος και δύο-τρεις ακόμα τσολιάδες και χωριανοί μας πολίτες.
Άρχισαν να με κτυπούν ο Δάφνης και ο Τσίγκος και να μου λένε στα αρβανίτικα: "τον πατέρα σου, τον βάλαμε καντιλανάφτη στην εκκλησία του Σταυρού". Μου έλεγαν δηλαδή, ότι τον σκότωσαν. Δεν τους πίστεψα, διότι η εκκλησία του Σταυρού ήταν στο αντίθετο μέρος απ΄ αυτό που είχαμε την προηγούμενη μέρα χωρίσει.
Σε κάποια στιγμή, αυτός ο κακούργος, ο φονιάς του πατέρα μου, Αν. Δάφνης, ήθελε κι άλλο αίμα. Δεν του έφτασε το αίμα του θείου του και πατέρα μου, ήθελε και το δικό μου, που ήμουν δεκατριάμισι χρονών, για να χορτάσει.
Είχε αφηνιάσει. Με αρπάζει μισοπεθαμένο στο ξύλο και με πετάει, δίπλα στο δρόμο, σε μια λυγαριά, που υπάρχει ακόμα και σήμερα, και κατεβάζει το όπλο, ένα γερμανικό, για να με σκοτώσει.

Σελ.77
Να σκοτώσει τι; Μια σκιά ήμουν, κοντός, αδύνατος έως αποστεωμένος. Εκείνη τη στιγμή, με έσωσε ο τότε πρόεδρος του χωριού, Παναγιώτης Τσάγρης ή Μπολιάρης, που του φωνάζει: "Τι έχεις με το μικρό παιδί, αφού σκότωσες τον πατέρα του;" Απαντά αρβανίτικα: "αυτό το φίδι, κάποια μέρα θα μας φάει!"
Δεν είχε πέσει έξω. Εάν δεν είχα τα αδέλφια μου, τον Παντελή και την Ντίνα, η οποία πήρε το όνομα του πατέρα, διότι γεννήθηκε μετά από δύο μήνες, στις 17 Ιουλίου του 1944, σε μια αχυρώνα ξένη του Δημητράτση, εξομολογούμαι, ότι δεν θα τον άφηνα να ζήσει.
Διότι αυτόν τον κακούργο, ο πατέρας μου, επειδή τον άφησε η αδελφή του νήπιο, ορφανό, τον αγαπούσε αμέσως μετά από μένα.Και αυτός την ημέρα που τον σκότωσε, το πρωί την ίδια μέρα, είχε σπάσει τις μηχανές του μύλου στης θείας Παγώνας Στελέτου το σπίτι.
Της ζήτησε βαριά και η θεία, αδελφή του πατέρα, έτρεξε, βρήκε και του την έφερε. Η βαριά ήταν του Γιωρπρίφτη.
Τι να πώ γι΄ αυτό δεν ξέρω!!!Και δεν μπορώ να το εξηγήσω. Στην κατοχή ο πατέρας μου, έζησε την οικογένειά της με πέντε παιδιά και τους έσωσε από την πείνα, διότι ήταν πολύ φτωχοί, μοιράζοντας το ψωμί μας που ήταν λίγο, διότι ήταν πολύ φιλότιμος. Λυπόταν τον κόσμο που πεινούσε και έδινε.
'Ηταν δε, τόσο καλός και συνετός, που όσο διάστημα ήταν υπεύθυνος, όπως τόνισα και παραπάνω, παρόλες τις φοβερές δυσκολίες που αντιμετώπιζε, διότι ήταν επανάσταση και στην επανάσταση απάνω θέλει μυαλό και μεγάλη αντοχή και ψυχραιμία, κατάφερε να τα βγάλει πέρα χωρίς να γίνει κανένα κακό στο χωριό.
Διότι το χωριό μας, είχε χαρακτηριστεί αντιδραστικό από τον ΕΛΑΣ. Λόγω αυτών των τριών-τεσσάρων αποβρασμάτων που συνεργάζονταν με το κατακτητή.

Σελ.78
Επανέρχομαι στην αποφράδα ημέρα, σε ότι μου έλεγε ο πατέρας μου, τις μέρες που φυγοδικούσαμε στα βουνά. "Φοβάμαι, μήπως με εκτελέσουν οι Γερμανοί, πριν μπορέσω να βρω και να επικοινωνήσω με τον ανιψιό μου Δάφνη, ή με τον Αναστάσιο Γκέλη, οι οποίοι θα με γλιτώσουν". Που να ήξερε!!!!
Οι Γερμανοί τον συνέλαβαν λίγο μετά τον χωρισμό μας και τον μετέφεραν στην διοίκηση. Ο Γερμανός διοικητής, είχε προσωρινά εγκαταστήσει τη διοίκηση στη θέση Σταυρούλια, δίπλα στη εκκλησία του Σταυρού, και έκανε τις ανακρίσεις στους συληφθέντες.
Δεν πέρασαν δύο λεπτά από την στιγμή που είχε ανακρίνει τον πατέρα μου, και τον έβαλε με τους ομήρους, όπως είπα και παραπάνω. Οι δολοφόνοι του ήταν αλλού, αλλά έμαθαν ότι είχαν συλάβει τον Κώστα Μάρρα και τον είχαν στου Σταυρού.
Από τις μαρτυρίες που έχω, αυτοί τρώγανε αρνιά στην στάνη του Μιχάλη του Καρσιώτη. Μόλις το έμαθαν από την γυναίκα του Αναστάσιου Μποζίκη, έφυγαν τρέχοντας με αλαλαγμούς.
Μόλις έφτασαν εκεί, τον αρπάζουν και τον πάνε περί τα πενήντα μέτρα παραπέρα. Εκεί τον χτυπούσαν, τρείς τσολιάδες και ένας Γερμανός, μέχρι θανάτου, παρά τις εκλήσεις που έκανε, και ειδικά στον ανιψιό του Αναστάσιο Δάφνη.
Του φώναζε: "Βρε Τάσο και συ με σκοτώνεις;"
Απάντηση: «Θα πεθάνετε όλοι οι κομουνιστές»
Τελικά τον εκτέλεσαν στις 28 του Μάη 1944, ο ανιψιός του Αναστάσιος Δάφνης, ο Βασίλης Κοτίτσας και ο Δημήτρης Τσίγκος (από τα Εξαμίλια) και ένας Γερμανός. Του έριξαν όλοι. Αυτούς τους στίχους ήθελα να γράψω στον τόπο του μαρτυρίου, αλλά δεν κόταγα. Γι΄ αυτό έμειναν γραμμένοι στην ψυχή μου.

Σελ.80
Ξένε διαβάτη που περνάς,
και ρωτάς για μένα,
της αδελφής μου ο γιός,
με σκότωσε, μου ήπιε και το αίμα.

Τι έχουν τ΄ Αγγελόκαστρου τα βουνά,
και κλαιν τα κορφοβούνια;
Τον Κώστα Μάρρα κόψανε
κει κάτω στα Σταυρούλια,

Εβουβάθηκαν τα βουνά
ερήμαξαν οι λόγγοι,
δεν τραγουδάνε πια πουλιά,
δεν κελαϊδεί τ΄ αϊδόνι.

Τρία παιδάκια άφησε ορφανά
στους δρόμους τρομαγμένα,
να κουρνιάσουν προσπαθούν
κάπου απεγνωσμένα,
μα αλοίμονο, όλος ο βιος
και τα σπίτια τους όλα...
ήταν καμένα

Δεν τον σκότωσε οχθρό,
ούτε ο ξένος Γερμανός,
αλλά της αδελφής του,
το παιδί, ο πρωτοανιψιός.

Σελ. 81
ΗΜΟΥΝ ΕΚΕΙ ΟΤΑΝ ΤΟΝ ΔΟΛΟΦΟΝΗΣΑΝ
Μαρτυρία του δεκαοκτάχρονου τότε ως ομήρου των Γερμανών του Νίκου Οικονόμου από το Αγγελόκαστρο για την δολοφονία του πατέρα μου.
Όπως σχεδόν όλοι οι νέοι τότε έτσι και εγώ ανήκα στην Εθνική Αντίσταση στην ΕΠΟΜ. Προς το τέλος Μαΐου 1944 οι Γερμανοτσολιάδες έκαναν στους νομούς Αργολιδοκορινθίας εκκαθαριστικές επιχειρήσεις "παγάνα" και δεν άφησαν τίποτα όρθιο, κάψανε σπίτια και σκότωσαν όλους όσους είχαν πάρει μέρος στην Αντίσταση τους οποίους έδειχναν οι Ταγματασφαλήτες στους Γερμανούς, οι οποίοι δεν ήξεραν ποιος ή ποιοί ήταν με την Αντίσταση.
Αυτοί οι Αλήτες λέω αλήτες γιατί στα τάγματα ασφαλείας είχαν ενταχθεί όλα τα αποβράσματα της κοινωνίας όπως και στο χωριό μας, αυτοί πήγανε τσολιάδες ήταν ότι σιχαμερότερο είχαμε στο Αγγελόκαστρο.
Θα σας πω τώρα γιατί με συλλάβανε οι Γερμανοί, λίγο καιρό πριν την παγάνα ως επονίτης φύλαγα σκοπιά έξω από το χωριό μας στην θέση Καλλία, φυλάγαμε έξω από το χωριό μην τυχόν οι Ταγματασφαλήτες μας φέρουν ξαφνικά τους γερμανούς και πιάσουν τον κόσμο στον ύπνο και ειδικά τους άντρες, μια μέρα στη σκοπιά κάναμε έλεγχο σε ένα παιδί του Κολοβίνα που ερχόταν στο χωριό ήταν από τα Ξαμήλια, αλλά η μάνα του ήταν αδελφή του αδίστακτου εγκληματία Κοτίτσα, εμείς δεν τον πειράξαμε,

Σελ. 82
μετά τον έλεγχο τον αφήσαμε και μπήκε στο χωριό μας, αυτός όμως όταν γύρισε στα Ξαμήλια ανέφερε το όνομα των Σκοπών όπως και το όνομά μου, για αυτό όταν ήρθαν στη παγάνα με συνέλαβαν όμηρο και με έκλεισαν φυλακή.
Αυτήν την μέρα που εκτέλεσαν τον Κώστα Μάρρα είμαστε και άλλοι όμηροι, δίπλα από την Διοίκηση των γερμανών, μη γνωρίζοντας τι θα μας έκαναν τρέμαμε όλοι, ειδικά εγώ περισσότερο διότι ο αδελφός μου ο Μιχάλης ήταν μεγαλύτερος και ήταν οργανωμένος στην Αντίσταση ο οποίος κρύφτηκε και δεν τον συνέλαβαν.
Αν θυμάμαι καλά ήταν 28 ή 29 Μάη 1944 μας είχαν είμαστε έξω στη εκκλησία του Σταυρού, οπότε το απόγευμα γύρο στις 4

Σελ. 83
η ώρα φέρανε οι Γερμανοί τον Κώστα Μάρρα τον ανέκρινε για λίγο ο Διοικητής και τον βάλανε σε εμάς, ο Μάρρας έβγαλε την ταμπακιέρα να στρίψει τσιγάρο δεν πρόλαβε όμως διότι έφτασαν λαχανιασμένοι οι Τσολιάδες Κοτίτσας, Αν. Δάφνης ο Τασιούλης Γκέλης και ο Δ. Τσίγκος αυτός ήταν Ξαμηλιώτης μόλις τον είδε ο ανιψιός του Αν. Δάφνης του λέει στα Αρβανίτικα εδώ είσαι πουλάκι μου! ο δε Τασούλης του τραγουδούσε το Αντάρτικο εμβατήριο "στ΄ άρματα στ΄ άρματα εμπρός στον αγώνα" δεν προλάβαμενα καταλάβουμε τι έγινε τον αρπάζουν και τον πάνε λίγο πιο πέρα και τον δέρνουν αλύπητα οι τρεις έλληνες! ο Ανιψιός του ο Κοτίτσας και ο Τσίγκος και τελικά τον εκτέλεσαν ποιοί; Ο Δάφνης το παιδί της αδελφής του γιατί; Γιατί του είπαν ότι είναι κομουνιστής; Αγνοώντας ότι τον είχε μεγαλώσει σαν παιδί του επειδή είχε πεθάνει η μάνα του και τον άφησε μικρό και όταν μεγάλωσε αυτό το φίδι σκότωσε τον Θείο του, ένα λεβέντη άνθρωπο ακόμη τον θυμάμαι που μας έκανε παρατηρήσεις να μιλάμε ελληνικά να πλενόμαστε και να σεβόμαστε τους ανωτέρους, ήταν πολύ εργατικός, προοδευτικός ξεχώριζε στο Χωριό μας.
Αυτό το κάθαρμα ο Τασούλης δεν έκανε τίποτα για τον Μάρρα που είχε πάει δυό φορές με τα πόδια στην Γκούρα στο Αρχηγείο να τον γλιτώσει να μην τον εκτελέσουν.
Επειδή στην κατοχή αυτός και αδελφός του Μηνάς Γκέλης ήσαν οι Δραγουμάνοι στο Αγγλόκαστρο και είχε πολύ υποφέρει το χωριό μας.
       Την πρώτη φορά που πήγε ο Κώστας Μάρρας στο Αρχηγείο ήταν και ο αδελφός Μιχάλης μαζί ως επιτροπή και γλίτωσαν το κάθαρμα από την εκτέλεση, και μετά όλα τα χρόνια κυνηγούσε τον αδελφό μου να τον σκοτώσει μέχρι το 1950.
Είχε καταντήσει υπηρέτης του ο πατέρας μου να του δίνει ότι θέλει από το Μπακάλικο μας και το καφενείο μας ακόμα τρόφιμα-ποτά και έτσι ο πατέρας μου γλίτωσε το Μιχάλη από αυτόν

Σελ.84
τον αλήτη, άσε ο Λάγιας που από όμηρος που ήταν μετετράπη σε καταδότη, στις τρεις μέρες που ήμασταν μαζί πρόδωσε 13 άτομα και τους σκότωσαν όπως και τον Νίκο Μπινιάρη τον σκότωσαν δίπλα στη Μονή Ταξιαρχών στη Δίμαινα και δεν σταμάτησε στην δικτατορία του 1967-74 πήρε πολλούς ανθρώπους στο λαιμό του.
Επανέρχομαι στην πρώτη παραλίγο εκτέλεση μου στις 29 Μάη του 1944 πριν τη Δήμαινα. Εκεί που με πέταξε κάτω ο φονιάς ώρα ; Ώρες; Δεν ξέρω. Κάποια στιγμή, άρχισα να συνέρχομαι και όταν άνοιξα τα μάτια μου, δεν ήταν κανείς. Είχαν φύγει οι κακούργοι.
Σηκώθηκα με πόνους σ΄ όλο το σώμα, ματωμένος και από την λυγαριά. Είχαν μπει στα πλευρά μου μέσα, σαν βέλη, τα κομμένα κλαριά της. παρ΄ όλους τους πόνους, έχοντας την αίσθηση ότι ζώ, περπατούσα και έφτασα στη Δήμαινα, στο σπίτι της ξαδέλφης μου Γεωργίας Σταμούλη.
Αγωνιούσα να μάθω αν αληθεύουν αυτά που μου είπαν οι κακούργοι, ότι σκότωσαν τον πατέρα μου.
Μου το απέκρυψαν, η γεωργία και η Φούλα η αδελφή της,. κάποια στιγμή, είδαν αίματα και με ρώτησαν: "τι αίματα είναι αυτά;" Τους είπα ότι με χτύπησαν και μετά αυτός(!) με πέταξε σε μιά λυγαριά να με σκοτώσει, αλλά δεν τον άφησαν οι άλλοι τσολιάδες και ο πρόεδρος Παναγιώτης Τσάγρης που ήταν μαζί τους, και μάτωσα.
Περίμενα να δουν τις πληγές μου, και να μου δώσει η Γεωργία, ένα παντελονάκι, αφού είχε παιδιά στην ηλικία μου, γιατί ήταν σκισμένο μετά τόσο ξύλο, ήταν κομμάτια. Ήμουν ημίγυμνος, ντρεπόμουν την γύμνια μου. Τελικά μου έβαλε να φάω ψωμί και ελιές, αλλά δεν μου έδωσε παντελόνι, που το είχα τόσο μεγάλη ανάγκη.
Το ξαναέραψα κάπως, αφού βρήκα κάποιο σύρμα. Πήγα στο χωριό μου, στο σπίτι του ξαδέλφου μου Νικολάου Γιάννου.

Σελ. 85
Ούτε εκεί μου είπε τίποτα, η θεία μου η Μαγδαληνή, αδελφή του πατέρα μου, παρά μόνο μου έβαλε να φάω πολλά αυγά με βούτυρο. Τα θυμάμαι, γιατί πεινούσα πολύ.
Εδώ σημειώνω, τι μου συνέβη τη νύχτα που ήταν σκοτωμένος ο πατέρας μου, χωρίς να το ξέρω, βέβαια. Στη νέα Επίδαυρο, καίτοι ήμουν κατάκοπος και άυπνος στα βουνά, τρεις βραδιές χωρίς ύπνο σχεδόν, αυτή τη νύχτα δεν μπορούσα να κοιμηθώ.
Είχα ένα μιρμίγκιασμα σε όλο μου το σώμα, σαν να με τσιμπάγανε μικρά μαμούνια. Αυτό δεν μου είχε συμβεί ξανά στην ζωή μου ποτέ! Δεν γράφω τίποτε άλλο, από την λέξη ανεξήγητο!...
Πέρασε η πρώτη μέρα και η δεύτερη, αλλά ο πατέρας μου δεν φαίνοταν πουθενά. Καθόμουν έξω στο πεζούλι του σπιτιού της θείας μου και είχα τα μάτια μου, καρφωμένα στην αυλόπορτα της θείας μου, περιμένοντας να προβάλει ο πατέρας μου.
Μάταια όμως. Όσοι γλύτωσαν από την "παγάνα" άρχισαν σιγά-σιγά να φανερώνονται. Μπορείτε να φαντασθείτε την δυστυχία μου. Τι δυστυχία Θεέ μου... Άπρακτη και η τρίτη ημέρα. Έτσι, κατά το απόγευμα, αποφάσισα να πάω στο Σοφικό.
Το πήρα απόφαση, ότι δεν ζούσε κανείς από τους γονείς και έτσι έπρεπε να πάω να βρώ το μόνο ζωντανό μέλος της οικογένειας μου, τον αδελφό μου Παντελή, που και γι΄ αυτόν δεν ήμουν σίγουρος ότι ζούσε. Με είχε κυριολεκτικά κυριεύσει ο τρόμος και η απελπισία.
Κατεβαίνοντας, στα μισά του δρόμου, συναντώ ξαφνικά τη μαμά, που την ήξερα σκοτωμένη, μαζί με τον παππού Αντώνη. Ένα σκίρτημα απρόσμενης χαράς, στιγμιαίο όμως, γιατί αμέσως συνειδητοποίησα ότι, ήταν ντυμένη στα μαύρα!!
Δεν χρειάζονταν τίποτα άλλο. ΟΛΑ ΕΙΧΑΝ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ για μένα.
Είχα χάσει, ό, τι πολυτιμότερο είχα στη ζωή μου.

Σελ. 86
Είχα χάσει το θεό μου, που λάτρευα, που θαύμαζα και θαύμαζε και το χωριό με υπερχίλιους κατοίκους. Αυτόν που ξεχώρισε απ΄ όλους. Ήταν ο ΕΝΑΣ.
Έτσι έσβησε ο φάρος του Αγγελόκαστρου για πάντα!
Δεν θα ξαναέβλεπα, αυτόν τον υπέροχο ΑΝΘΡΩΠΟ, το ιδαλμά μου, που με υπεραγαπούσε και τον λάτρευα και μπερδευόμουν ποιός ήταν ανώτερος ο πατέρας ή ο θεός;(!)
Για το τι έγινε σ΄ αυτή την συνάντηση, δεν γράφεται... Αφού συνήλθα για λίγο, ρωτάω που είναι ο αδελφός μου; Γιατί δεν είναι παρέα; Ζει; Με καθησυχάσανε ότι είναι καλά, και ότι ήταν στη θεία Μαργαρίτα στο Σοφικό.
Έστω μια ανακούφιση, ότι ζούσε. Ήταν τέτοιος ο τρόμος μου όμως, που τους κοίταγα στα μάτια, μήπως μου έκρυβαν τίποτα. Και φτάνουμε στο χωριό στο σπίτι...Ποιό σπίτι; Στην αυλή, στα αποκαΐδια...
Μπρος στα ρημαγμένα σπίτια
με καμένη τη μουριά, κληματαριά,
σε πιάνει τέτοια ανατριχίλα,
που όμοια δεν υπάρχει στο ντουνιά!

Ούτε μάνα, ούτε πατέρα,
σαν το έρημο πουλί,
βλέπω στάχτες στα κατώφλια,
και ρημάδια στην αυλή!

Τι να πω και τι ν΄ αφήσω,
απ΄ τις τόσες συμφορές,
τον καημό μου σιγοκλαίω,
και ματώνουν οι καρδιές!

Να κάνουμε τι; Δεν υπήρχε τίποτα. Ίχνος ζωής, μόνο η μουριά με την κληματαριά, μισοκαμένες και αυτές. Όλα ΣΤΑΧΤΗ. Λέω πιο πάνω τι να κάνουμε εκεί; Κι όμως κάναμε Τι;

Σελ.87
Ουρλίαζαμε, βογκούσαμε, χτυπιόμαστε, ακούω ακόμα τα ουρλιαχτά μου: "μπαμπά μου, μπαμπά μου, που είσαι μπαμπά μου;" και τα άλλα ουρλιαχτά: "Κώστα μου- Κώστα μου, άντρα μου, που είσαι;"
Συνδρομή, συμπόνοια, από κανέναν! Κάποια ώρα αργά, ήλθε η ξαδέλφη μου, η Φούλα του Στελέτου. Η οποία Φούλα, είναι πολύ καλός άνθρωπος. Την ξεχωρίζω απ΄ όλα τα ξαδέλφια μου και όχι μόνο γι΄ αυτήν της την πράξη. Μας πήρε στο σπίτι τους και μείναμε εκεί, μόνο γιά μιά νύχτα, γιατί την άλλη μέρα το πρωί, ότι είχαμε δει τις μηχανές του μύλου που είχε σπάσει αυτός ο κακούργος ανιψιός και πριν συνέλθουμε και απ΄ αυτό το σοκ, μας λέει η θεία Παγώνα, αδελφή του πατέρα μου: "να φύγετε, διότι θα σκοτώσουν και εμάς..."(!)
Εγώ πάντως, εάν ήσαν τα ορφανά του αδελφού μου, δεν θα το έκανα αυτό ποτέ!!!Και ας με σκότωναν, επί τόπου!! Κι έχω πλήρη επίγνωση γι΄ αυτό που γράφω. Όμως η θεία μας μας έδιωξε!!
Φύγαμε και ξαναπήγαμε στην αυλή του μύλου-σπιτιού, χωρίς τροφή, που ήταν το λιγότερο, και χωρίς νερό όμως. Είχαμε πηγάδι που δεν το έκαψαν!!αλλά δεν είχαμε σχοινί και κουβά.
Την επομένη μέρα; Βρήκαμε ένα αχυρώνα του Δημητράτση, και εκεί μετά από σαράντα ημέρες, γεννήθηκε η αδελφή μας, η τυχερή!! Κυριολεκτικά, γεννήθηκε στην αχυρώνα και την βγάλαμε Κωσταντίνα, αντι Ελευθερία που θα την έβγαζε ο πατέρας, ή Λευτέρη αν ήταν αγόρι.
Έτσι έλεγε, είχε τάξει το όνομα αυτό στην αντίσταση, στην ελευθερία. Εμείς όμως βγάλαμε το δικό του όνομα! Ας μας συγχωρέσει!
Υπολόγιζε ότι το χρόνο που θα γεννιόταν το παιδί θα είχαμε λευτερωθεί. Που να ήξερε, τι είδος λευτεριάς είδαμε, ζήσαμε εμείς!!!

Σελ. 90
....το φρικτό μου παράπονο μια ζωή... χωρίς παπούτσια...!Μου έλειπαν τα παπούτσια !Σταύρωση ήταν. Κι όμως, δεν έφτανα όλα αυτά, είχα κι άλλα.
Εδώ ας με συγχωρέσουν τα εξαδέλφια μου, οι Στελετέοι, για ότι θα γράψω,αλλά ορκίζομαι σε ότι έχω πιο ιερό, στην ψυχή του πατέρα μου, πως δεν γράφω ούτε ένα σίγμα παραπάνω.
Ιούνης του 1944. όπως αναφέρω θερίζαμε, και πάμε να θερίσουμε τελευταία το χωράφι μας, στ΄ αλώνια κοντά. Τι να δούμε όμως; Ήταν θερισμένο! Νομίσαμε, ότι οι συγγενείς μας το θέρισαν, και πήγαν στο αλώνι μας το στάρι. Ρωτήσαμε το θυμωναφύλακα, Αλέκο Γκότση, ποιός το θέρισε και μας λέει, ότι το θέρισε ο Δημήτρης ο Στελέτος για πάρτη του και πήρε το γέννημα στο αλώνι του.
Πραγματικά ήταν πολύ οδυνηρό για μένα. Δεν έφταναν όλα αυτά που είχα περάσει;
Την μεθεπόμενη μέρα, τον συναντώ στην περιοχή Ρογονίτσα. Τον σταματάω και του λέω:
-Μπάρμα, γιατί θέρισες τα χωράφια του πατέρα μου;
Η απάντησή του ήταν:
-Γιατί έτσι θέλω. Γιατί έχω λάβω, κληρονομιά, προίκα, ακόμα μετά από είκοσι ένα χρόνια γάμου!!!
Καλά του λέω:
-Τόσα χρόνια, δεν τα έλεγες του πατέρα μου. Τώρα το λές;
-Ναι, μου λέει.Τώρα τι θέλεις; απειλητικά.
Εμένα με πήραν τα κλάματα(η συνήθης αντίδραση, δεν είχα άλλη), και του λέω κλαίγοντας: "Δεν θα μεγαλώσουμε κι εμείς;" Έβαλα και τον Παντελή, που ήταν μόλις τεσσάρων ετών.
Δείτε τώρα, το άκρον άωτον της κακίας. Ανθρώπου; Λίγο πιο πάνω, περί τα εκατό μέτρα, χωρίς να το γνωρίζω, ήταν οι κακούργοι που είχαν σκοτώσει τον πατέρα μου, στο πηγάδι των Γκιωνέων. Κατά σύμπτωση ήταν εκεί ο Νίκος Γιάννου και ο Δημήτρης Γιάννου. Τι πάει και τους λέει;

Σελ. 91
Ότι του είπα εγώ: "Δεν θα έλθουν πάλι οι αντάρτες; Θα σεις τι θα σου κάνω"!!
Οπότε πετάγονται αυτοί, να έλθουν να με εκτελέσουν, επιτόπου. Δεν ξέρω τι να πώ. Υπάρχει τύχη; Γιατί ήταν εκεί οι άνθρωποι, Ν. Γιάννου, Δ. Γιάννου και Π. Γκιώνης ή Ρούτσιος, οι οποίοι τους εμπόδισαν, λέγοντας ότι αποκλείεται ο Νικολάκης να είπε τέτοια λόγια. Θα το δούμε εμείς.
Έρχονται οι Ν. Γιάννου, Δ. Γιάννου και Π. Γκιώνης ή Ρούτσιος, και μου λένε ότι, αυτοί, ο Δάφνης και ο Κοτίτσας, έχουν δώσει δέκα λεπτά καιρό, αν είπα αυτά. Του είπα, ότι ήμουν τρελός, μ΄ςσα σ΄ αυτήν την τρομοκρατία-λαίλαπα να πω αυτά τα πράγματα. Είπα απλώς: "Δεν θα μεγαλώσουμε κι εμείς;"
Και το λέω και τώρα, μετά από τόσα χρόνια, ότι δεν είπα ποτέ αυτά τα λόγια. Εδώ Θαυμάζει κανείς το μέγεθος της μοχθηρίας και της αχαριστίας αυτού του, ανθρώπου(;)Στελέτου, τον οποίο είχε βοηθήση πολύ ο πατέρας μου, ειδικά στην κατοχή.
Γλίτωσα κι αυτή τη φορά, αλλά πάντα με ανστολή! Αυτούς τους τρεις που μίλησαν, τους άκουγαν γιατί ήταν εθνικόφρονες και τους είχαν ανάγκη. Γι΄ αυτό δε με εκτέλεσαν, και ήταν εθνικόφρονες , διότι είχαν περιουσία στο Αγγλόκαστρο! Ξεροχώραφα, πεύκα, ελιές και γιδοπρόβατα κυρίως. Γι΄ αυτό είχαν μεγάλο φόβο ότι θα τους τα έπαιρναν οι αντάρτες που ήσαν κομουνιστές γι΄ αυτό ήταν πολύ Δεξιοί!
Εδώ πρέπει να δώσω μια εικόνα, για την κατάσταση που επικρατούσε μετά από όλα αυτά. Περί το τέλος Ιουνίου του !944, όταν τελείωσαν οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις "παγάνα" των Γερμανοτσολιάδων. Το τι καταστροφές έκαναν δεν περιγράφεται, με μιά φράση, Στάχτη Αίμα και κρεμάλες, πρωτοσταντόντας πάντα οι ταγματασφαλήτες. Μετά από όλα αυτά εγκαταστάθηκαν οι αντάρτες πάλι στα χωριά και άρχισαν σκληρά αντίποινα σε όσους συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς.
Αυτά τα αντίποινα, γίνονταν με διωγμούς, με εκτελέσεις τις

Σελ. 91
οποίες έκαναν οι ομάδες της ΟΠΛΑ που ήταν μια πρόσφατη οργάνωση παραστρατιωτική του ΕΛΑΣ, που σκοπό είχε τάχα να προστατεύσει τους λαϊκούς αγωνιστές από τους συνεργάτες των κατακτητών, δηλαδή ταγματασφαλήτες κλπ. Ο τίτλος ΟΠΛΑ(Ομάδες Προστασίας Λαϊκών Αγωνιστών), τις οποίες είχαν δημιουργήσει το ΚΚΕ, και από εκεί έπερναν απευθείας εντολές, δεν είχαν σχέση με τον ΕΛΑΣ , και ούτε τον λογάριαζαν. Η ΟΠΛΑ ήταν ο φόβος και ο τρόμος από τον Ιούλιο του 1944 που έκαναν την εμφάνισή τους, και στον ΕΛΑΣ , ακόμα. Τελικά αντί να προστατεύσει τους λαϊκούς αγωνιστές, εκτέλεσε αθώους και ανύποπτους ανθρώπους!
Οι ομάδες αυτές, χωρίς να το καταλάβουν έκαναν ουσιαστικά ότι ήθελαν οι σύμμαχοι μας οι Άγγλοι, οι οποίοι είχαν διεισδύσει μέσα στην ΟΠΛΑ με δικούς τους ανθρώπους, που αναφέρω παρακάτω. Και αλίμονο σε όποιον έπεφτε στα χέρια της. Δεν υπήρχε έλεος.
Έτσι, με αυτόν τον πανούργο τρόπο, η Βρετανική δυναστεία, με τα συνωμοτικά καταχθόνια σχέδιά τους κατάφεραν αυτή η λέπρα οι Άγγλοι να μας διχάσουν, και νας χώρισαν σε κομμουνιστές και εθνικόφρονες. Τώρα, πως και πότε διδαχτήκαμε το 80% του πληθυσμού τον καμουνισμού, σε τόσο λίγο διάστημα (ούτε έξι μήνες) και οι περισσότεροι απλοί άνθρωποι με λιγοστά γράμματα; Εγώ τουλάχιστον δεν το κατάλαβα ακόμα μέχρι σήμερα.
Ευκαιρία για όσους είχαν προστριβές για διάφορα θέματα, παλιανθρώπους να εκδικούνται, υποδεικνύοντας στην ΟΠΛΑ, ότι ήταν αντιδραστικοί ή ερωτοτροπούσαν με ταγματασφαλίτες, οπότε αυτά σήμαιναν θάνατο.
Στο χωριό μας, ίσως το μοναδικό στην περιοχή, δεν είχαμε εκτελέσεις από την ΟΠΛΑ. Και τούτο χάρις στην ικανότητα και την ψυχραιμία του τότε τομεάρχη, "γεροΔήμου" Γεωργίου Πέτρου, και του φρούραρχου Αναστασίου Σιατράνη, ως και της δικής μου ψυχραιμίας. Μην σας φαίνεται παράξενο.

Σελ. 93
Ας ήμουν μικρός, όταν επεκράτησαν οι αντάρτες, έρχονταν στον αχυρώνα που μέναμε και με ρωτούσαν, ο Καπετάν Αχιλέας πιο φορτικά, να υποδείξω ποιοί ήταν οι αντιδραστικοί και επρόσκειντο εχθρικά σε μας.
"ΔΕΝ ΠΡΟΔΩΣΑ ΟΜΩΣ, ΚΑΝΕΝΑΝ", και ας ήξερα αρκετούς. Τότε, το δακτυλάκι μου αν σήκωνα, θα μπορούσα να κάνω μεγάλες ζημιές. Είχε στοιχίσει στο ΕΑΜ πολύ, η εκτέλεση του Κώστα Μάρρα.
Ούτε αυτόν ακόμα, τον Δημήτρη Στελέτο, που είπε ψέματα στους κακούργους ότι τον απείλησα με τους αντάρτες.
Ούτε τον Γ.Π., που μετέφερε τις σφαίρες στους τσολιάδες, όταν παρ΄ ολίγο να τους συλάβουν, στο σπίτι του, που κοιμόντουσαν ένα πρωί, στις 16 Ιουνίου του 1944. Εκείνη την μέρα, αιφνιδιάστηκαν και παράτησαν τα πυρομαχικά και τις σφαίρες, στο σπίτι του, έξω στην κληματαριά κρεμασμένα.
Εάν αυτά που μου είπαν, είναι αλήθεια, τότε ο άνθρωπος αυτός ο Γ.Π., έμεσα ήταν η αιτία για να κάνουν ζημιά οι αντάρτες. Διότι με τα πυρομαχικά που τους πήγε, τραυμάτισαν ένα αντάρτη, με αποτέλεσμα να εξαγριωθούν οι αντάρτες, οι οποίοι είχαν ένα μέρος δίκιο, και να προβούν σε εκτελέσεις και κάψιμο σπιτιών.
Όπως είπαν μετά την μάχη, αφού μας συγκέντρωσαν όλους, μας είπαν: "Εσείς τα αδέλφια Έλληνες, γιατί μας χτυπάτε; Εμείς βγήκαμε αντάρτες να πολεμήσουμε τον κατακτητή και όχι τα αδέλφια μας τους Έλληνες". Το τόνισαν αυτό πολλές φορές.
Επανέρχομαι στα τραγικά γεγονότα που ακολούθησαν με τις τρομερές συνέπειες για το χωριό μας, εξαιτίας αυτών των αδίστακτων δολοφόνων.
Επαναλαμβάνω, πως δεν πέρασαν είκοσι μέρες από την εκτέλεση του πατέρα μου, και είχαμε στο χωριό μεγάλες καταστροφές από τους αντάρτες. Διότι αυτοί οι θρασύδειλοι οι Ταγματαλήτες, μετά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις (παγάνα), εγκαταστάθηκαν

Σελ.94
στο χωριό, οπλίζοντας αθώους, ανίδεους χωριανούς μας, για να αντισταθούν στους αντάρτες, κομμουνιστές για να προστατέψουν τα κατσάβραχα και τις πέτρες. Άλλωστε τα τσαρούχια και τα γίδια ήταν οι περιουσίες τους!!
Στο χωριό, όσοι εαμίτες γλίτωσαν από την "παγάνα", είδαν ότι αυτά τα καθάρματα με τα όπλα που έδωσαν σε μερικούς χωριανούς μας για αντίσταση, θα ερχόταν οι αντάρτες για να κάψουν το χωριό.
Έτσι λοιπόν, οι Αν. Γκιώνης ή Σιαντράνης, ο Χαλέος Οικονόμου, ο Αν. Ζυμβρακάκης, ο Γ. Πέτρου, ήλθαν σε συνενόηση με τον ΕΛΑΣ, για να συλάβουν τους τρεις-τέσσερις πρωταίτιους τσολιάδες έτσι ώστε να σωθεί το χωριό!
Πράγματι στις 16 Ιουνίου του 1944, το πρωί, ζύγωσαν αθόρυβα μια ομάδα ανταρτών κοντά στο χωριό, αλλά κάποιος από λάθος πυροβόλησε και απέτυχε ο αιφνιδιασμός.
Μετά ακολούθησε συμπλοκή για λίγο, διότι οι "πατριώτες"-τσολιάδες, το έβαλαν στα πόδια ως συνήθως, τραυματίζοντας έναν αντάρτη, τον Άρτεμη, είκοσι ενός χρονών, παλικάρι δύο μέτρα από την Κυρά Βρύση, που έμεινε ανάπηρος για πάντα. Μετά το 1946, οι ίδιοι ως χίτες τώρα, σκότωσαν και τον αδελφό του, που βόσκαγε τα πρόβατα στα Ίσθμια. Το έγκλημα του τσοπάνη ήταν ότι ο αδελφός του πήγε αντάρτης!
Ενώ ο προορισμός των ανταρτών, ήταν αρχικά, να συλλάβουν τους τρεις-τέσσερις τσολιάδες, μετά τον βαρύτατο τραυματισμό του πρωτοπαλίκαρου Άρτεμη, εξαγριώθηκαν και μπαίνοντας στο χωριό, έκαψαν τα σπίτια των τσολιάδων. Δεν εξαγριώθηκαν οι αντάρτες μόνο για τον τραυματισμό του Άρτεμη. Οι τσολιάδες του χωριού μας, είχαν σκοτώσει πολλούς αντιστασιακούς, όπως τον Τζαναβάρα, τον Πασπάλα, τον Δημάκο, τον Κόλλια από τ΄ Αθίκια, και απ΄ το χωριό μας τον Κ. Μάρρα, τον Μπινιάρη, τον Γιάννη Δάφνη, τον Παντελή Γκιώνη.
Επίσης τον Γιώργο Δράκο τραυματία, αντάρτη από σοβαρή

Σελ.95
οικογένεια, πρωτονοικοκυραίοι ήταν στο Χιλιομόδι, τον είχαν τραυματίση οι Γερμανοί στην "παγάνα", δύο μέτρα παλικάρι, τον σκότωσαν με πέτρες, τον Δρεμούρα τον Καγκλή και άλλους που δεν συγκρατώ τα ονοματά τους. Είχαν δώσει μεγάλη αφορμή στους αντάρτες, αλλά είχε υπερισχύσει η λογική και είπαν να συλάβουν αυτά τα καθάρματα, που ήσαν και οι πρωταίτιοι για να μην πειράξουν το χωριό.
Όχι βέβαια όλοι οι Αγγελοκαστρίτες, αλλά μερικοί πήραν ντουφέκια και κτύπησαν τους αντάρτες που ήλθαν να συλάβουν μόνο αυτούς , τρεις- τέεσσερις ταγματασφαλήτες. Ήταν τραγικό λάθος η αντίσταση κατά των ανταρτών, αλλά ποιός να τους φρενάρει; Ο Κώστας Μάρρας που μπορούσε, δεν υπήρχε πια...Το χωριό πλέον ήταν ακέφαλο. Το λένε τα μετέπειτα γεγονότα.
Πλήν των δύο-τριών ατόμων που σκοτώθηκαν στη μικρή μάχη, εκτέλεσαν απάνω στην οργή τους για την αντίσταση που βρήκαν, άλλους οκτώ χωριανούς, όπως και τον Αναστάσιο Ν. Δάφνη ο οποίος γλύτωσε από θαύμα με διαμπερές τραύμα στο κεφάλι, χωρίς να είχε καμία σχέση με τους ταγματασφαλήτες, τον χτύπησαν από λάθος.
Τον ρωτάει ο αντάρτης, "Εσύ πως λέγεσαι;" Και απαντά, "Αναστάσιος Δάφνης". Το ίδιο όνομα και επίθετο με το φονιά του πατέρα μου, Αναστάσιο Α. Δάφνη. Χωρίς άλλη λέξη, εκτελεί ο αντάρτης τον υποτίθεται τσολιά, και δύο ακόμη. Τον Δημήτρη Γκιώνη ή Χηρό και την γυναίκα του, που ήταν μαζί αυτή τη στιγμή.
Εδώ θέλω να τονίσω την ανθρωπιά του Τάσου Ν. Δάφνη, που ενώ τον εκτέλεσαν, δεν πείραξε, δεν εκδικήθηκε κανέναν, σε σημείο που μου έλεγε ο γιός του ο Παπανικόλας, ότι με τον εκτελεστή αντάρτη είχαν μιλήσει και ο αντάρτης του ζήτησε συγνώμη!
Επίσης, τα ίδια έπραξε και ο Παναγιώτης Τσάγρης ή Μπολιάρης, που τον είχαν τραυματίσει οι αντάρτες την ίδια μέρα.

Σελ. 97
Δεν πείραξε κανέναν. Να είχε γλυτώσει ανθρώπους, διότι ήταν τότε πρόεδρος, μπορεί. Όπως άλλωστε, είχε γλυτώσει εμένα, όταν προσπάθησε ο φονιάς να με σκοτώσει έξω από την Δήμαινα, όπως αναφέρω παραπάνω.
Μετά από αυτό, μας μάζεψαν όλους μαζί και με αυστηρό ύφος μας είπαν ότι "Ο ΕΛΑΣ , δεν βγήκε στο βουνό για να καίει και να σκοτώνει Έλληνες, αλλά κατακτητές. Αλίμονο όμως στους συνεργάτες τους. Θα τιμωρούμε πρώτα αυτούς και μετά τους Γερμανούς! Γι΄ αυτό προσέξτε καλά: εάν μάθουμε ότι θα ξαναπάρετε όπλα εναντίον μας, θα ξανάρθουμε και θα κάψουμε όλο το χωριό. Επειδή εμείς πολεμάμε για την πίστη, την πατρίδα και τη λευτεριά, δεν μπορεί κανείς σας να μας αντιμετωπίσει".
"Γι΄ αυτό", ξανατόνισαν, "προσέχτε, μην σας πείσουν οι τσολιάδες και κάνετε τα ίδια, γιατί θα την πάθετε σαν το Βαλτέτσι.:"Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους και θάνατος μέχρι το παιδί του παρακούμπαρου!" Εγώ βέβαια, δεν το επικροτώ αυτό.
Εδώ θέλω να σημειώσω, κάτι που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Αυτές τις μέρες, είχαν πάει να ντυθούν τσολιάδες δύο παιδιά δεκαεννέα και δεκαεπτά ετών. Ο Θανάσης ο Μποζίκης και ο Γιώργος ο Καμπετζής. Το είχαν μάθει οι αντάρτες και κάλεσαν τις μανάδες εκεί μπροστά μας και τους είπαν ότι δεν πρέπει να ντυθούν τσολιάδες τα παιδιά με κανένα τρόπο. Γι΄ αυτό, να τα μεταπείσετε να γυρίσουν και δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα. Εάν όχι, δυστυχώς θα έχετε σοβαρές συνέπειες.
Πράγματι, οι δύο μανάδες κατέβηκαν στην Κόρινθο και έφεραν τα παιδιά, οπότε οι αντάρτες τήρησαν τον λόγο τους και ποτέ δεν τους πείραξαν. Το γράφω, διότι οι αντάρτες είχανε λόγο και εννοώ τον ΕΛΑΣ. (!) και όχι την ΟΠΛΑ...
Ο ΕΛΑΣ δεν χτύπαγε μπαμπέσικα. Άλλοι ήταν αυτοί. Το σημειώνω, διότι έχω ακούσει σημεία και τέρατα για τον ΕΛΑΣ, απ΄ τους νικητές. Διότι, φυσικό είναι, ο νικητής γράφει την ιστορία

Σελ. 97
όπως τον συμφέρει και ο αναγνώστης, που δεν έζησε από κοντά, φυσικό είναι να τα πιστεύει. Είναι ψέματα, ο ΕΛΛΑΣ δεν δολοφοφονούσε. Πολεμούσε παλικαρίσια!
Δεν λέω μ΄ αυτό ότι οι αντάρτες ήταν σωστοί. Επανάσταση ήταν και οι αντάρτες ήσαν εθελοντές. Δεν υπήρχε η πολυτέλεια να διαλέξεις, οι περισσότεροι όμως ήταν πράγματι πατριώτες! Οι λίγοι ήταν λάθος άνθρωποι, αυτοί που επάνδρωσαν την ΟΠΛΑ.
Δυστυχώς ,αρκετοί Αγγελοκαστρίτες, δεν άκουσαν τα λόγια των ανταρτών, αλλά των ταγματαλητών και οπλίστηκαν για να φρουρήσουν το χωριό για δεύτερη φορά. Ήταν εκεί κολλημένοι ότι θα τους έπερναν τις περιουσίες οι αντάρτες!! Είχαν πιστέψει ότι αυτό θα γινόνταν. Βέβαια , στο να πιστέψουν βοηθούσε η αμορφωσιά και η αγραμματοσύνη τους. Για καλή ανατροφή και παιδεία, δεν το συζητάμε. Ήταν παντελώς άγνωστα τότε.
..........................................................................................

Σελ.101
Επανέρχομαι στο ότι οι αντάρτες τόνισαν ότι: "σε περίπτωση που πάρετε πάλι όπλα εναντίον μας, θα την πάθετε όπως στο Βαλτέτσι". Δυστυχώς όμως δεν τους άκουσαν και οπλίστηκαν με περισσότερα όπλα.
Αλίμονο όμως για το χωριό, διότι το έμαθαν , όπως ήταν φυσικό, οι αντάρτες και στις 20 Ιουνίου του 1944, το πρωί, επιτέθηκαν στο χωριό. Παρ΄ ότι ήταν αναμενόμενοι από τους τσολιάδες και τους χωρικούς που αμύνονταν ταμπουρωμένοι, η μάχη κράτησε πολύ λίγο.
Οι αντάρτες μπήκαν στο χωριό και αυτοί που το έβαλαν στα πόδια ξυπόλητοι, αφού από τον τρόμο τους έχασαν τα τσαρούχια τους, πρώτοι, ήσαν οι θρασύδειλοι, τα θρασίμια οι εθνικόφρονες ταγματαλήτες, αφήνοντας πίσω τους χωριανούς να πολεμήσουν, στο έλεος των ανταρτών.
Ποιό ήταν το αποτέλεσμα; Στην μάχη απάνω σκοτώθηκαν τρεις τσολιάδες, άσχετα παιδιά δεκαοχτώ χρονών. Ο Αν. Αγγέλου, ο Ντίνος Αναστασόπουλος και ο Βαγγέλης Τσάγρης, τους οποίους είχαν ντύσει τσολιάδες αυτοί οι κακούργοι οι πατριώτες και έτσι τους πήραν στο λαιμό τους!
Σκοτώθηκαν και δύο πολίτες. Ο Μιχάλης ο Μποζίκης και ο Γιώργης Τσάγρης, οι οποίοι ένοπλοι, υπεράσπιζαν και αυτοί τα ιδεώδη: πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια. Και πάλι λέω δεν έφταιγαν αυτοί, η προπαγάνδα των Άγγλων και η αμορφωσιά έφταιγαν.
Πριν τελειώσει η μάχη, έβαλαν φωτιά στα σπίτια, από την πλευρά που μπήκαν, βορειοδυτικά του χωριού. Το πρώτο σπίτι που έκαψαν, ήταν το δικό μας, του παππού μου Νίκου Μάρρα.
Ήταν στο έμπα του χωριού, απ΄ τα μεγαλύτερα εκείνη την εποχή και έτσι χάθηκε και η τελευταία μας ελπίδα να είχαμε τουλάχιστον σπίτι.
Έκαψαν όλα τα σπίτια στην πλευρά που μπήκαν και μαζί με αυτά κάηκαν και τα υπαρχοντά μας που είχα γλιτώσει από τη φωτιά στις 14 μαρτίου του 1944, όταν έκαψαν το μύλο και το σπίτι οι ταγματασφαλήτες.

Σελ. 102
Οι αντάρτες αυτή την ημέρα, έκαψαν από τα τριακόσια σπίτια που υπήρχαν περίπου στο χωριό, τα είκοσι μ είκοσι πέντε, και όχι όλα, όπως είχαν προειδοποιήσει.
Απορία είχαμε , πως σταμάτησαν; Μερικοί αφελείς συγχωριανοί μου θρησκευόμενοι, έως ανόητοι, έλεγαν ότι τους σταμάτησε ο Άγιος Δημήτριος , καβάλα στο άλογο! Φαντασθήτε το πνευματικό, μορφωτικό επίπεδο που υπήρχε τότε.
Το πως σταμάτησε η φωτιά το μάθαμε αργότερα. Ο επικεφαλής ήταν από το χωριό Αθίκια, (μου διαφεύγει το ονομά του, αλλά νομίζω ότι λεγόταν Κόλλιας Κ., γιατρός) και δεν συνέχισε την καταστροφή του χωριού.
Έτσι, μ΄ αυτή την ανόητη αντίσταση των ταγματαλητών, έπαθαν αυτές τις ζημιές οι φιλότιμοι, αθώοι Αγγελοκαστρίτες, τους οποίους αγαπώ, εκτιμώ και είμαι περίφανος που κατάγομαι από εκεί.
Και κάτι ακόμα για τον επικεφαλής Αθικιώτη, που εύγε του, για την πράξη του, να σταματησει τη φωτιά. Λίγες μέρες πριν ο Τσιάκος με τον Μιχάλη τον Μποζίκη, είχαν σκοτώσει τον εξάδελφο του Κόλλα, στη θέση Καλαντάρη στο χωριό μας.
Συγκεκριμένα, ήταν δύο Αθικιώτες, ο Κόλλιας και ένας ακόμα και περνούσαν από το χωριό μας. Δεν ξέρω που πηγένανε. Είπαν ότι ήταν σύνδεσμοι του ΕΛΑΣ. ίσως για να δικαιολογήσουν την εκτέλεση, είπαν αυτά. Τους κυνηγάνε ο Τσιάκος με τον Μιχάλη Μποζίκη και σκοτώνουν τον έναν. Ο δεύτερος , αρπάζει την φοράδα του Γιάννη Τσίλη και την καβαλάει τρέχοντας. Ευτυχώς δεν τον πέτυχαν και σώθηκε.
Και τώρα μια συγκινητική φάση. Ένα χρόνο μετά, όπως σημειώνω παρακάτω, με το ζώο μας έκανα τον αγωγιάτη. (Έτσι το ήθελαν!Από αφεντικό, εργοδότης, αγωγιάτης και χωρίς παπούτσια ξυπόλητος!)
Είμαστε στα Αθίκια για να φορτώσουμε μούστο για λογαριασμό του Μητσιολάζρη, περί τα έξι ζώα. Εκεί που ετοιμάζαμε τα ασκιά για φόρτωση, πλησιάζει κάποιος σχεδόν τρέχοντας και

Σελ. 103
αγκαλιάζει φιλώντας, κλαίγοντας την φοράδα του Γιάννη Τσίλη!!  Κοιταχτήκαμε με απορία και παράξενα, λέγοντας ότι του έχει στρίψει. "Οχι", μας λέει ο Μπαρπαγιάννης ο "Χασάπάκης" , "δεν του έχει στρίψει. Αυτή η φοράδα, του έσωσε πέρσι κυριολεκτικά τη ζωή από τους δικούς σας!! Και μόλις την είδε τυχαία, εκδηλώθηκε μ΄ αυτόν τον τρόπο".
Δεν απάντησε κανείς από την παρέα μας. Οι άλλοι που ήταν και μεγαλύτεροι στην ηλικία, ντράπηκαν. Τι να πουν;
Θα κάνω μια παρένθεση τώρα για την θρησκεία, που πίστευαν οι αφελείς συγχωριανοί μου, ότι σταμάτησε τη φωτιά ο Αη Δημήτρης.
Ο καλύτερος τρόπος να έχεις υποταγμένους τους αγράμματους και απλούς ανθρώπους, είναι να τους γεμίσεις με το φόβο του θεού και του δεσπότη. Με τα βαρύτιμα, 'άμφια, εγκόλπια, πατερίτσες, μήτρες, κ.λ.π.
................................................

Σελ. 111
ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΟΡΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ...ΜΕ ΕΚΤΕΛΕΣΑΝ
Μετά την "παγάνα", όπως ανέφερα παραπάνω, εγκαταστάθηκαν στο χωριό αυτά τα αποβράσματα για να το προστατεύσουν απ΄ τους κομμουνιστές, αντάρτες! Η αντίσταση που έκαναν ήταν ιδιόρυθμη, φαγοπότι, κραιπάλη και που και που σκότωναν και κάποιον περαστικό.
Σκότωσαν αρκετούς και ειδικά Αθικιώτες, ως και ένα βαριά τραυματισμένο από τους Γερμανούς στην "παγάνα" της 27ης Μάη του 1944, αντάρτη από το Χιλιομόδι, Δράκος το επίθετο του, από σοβαρή οικογένεια, από τους πρώτους νοικοκυραίους στην περιφέρεια. Αυτόν τον σκότωσαν με τις πέτρες(!), (όπως και μένα αργότερα στις 16 Αυγούστου του 1947) δύο μέτρα παλικάρι, γιατί έκανε το έγκλημα να βγει στο βουνό, να κτυπήσει τον κατακτητή.
Μιά μέρα, απ΄ αυτές, εκεί που γλεντοκοπούδαν, θυμήθηκε ο ένας απ΄ αυτούς Αναστάσιος Μαζιώτης ή Τσάκος, ότι η γριά Νικήτενα που είχε το καφενείο, μοναδικό στο χωριό, τον είχε κυνηγήσει με τις πέτρες, γιατί της έκλεβε τα σύκα.
Θα πρέπει να τονίσω εδώ, ότι όταν ο Τσιάκος ήταν φυλακή για κλοπές και ληστείες, πριν το 1940 με έστελνε ο πατέρας μου κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα, με δώρα, κρέας, πάστες και άλλα διάφορα στην οικογένεια του. Ήταν φτωχοί,  με λίγα πρόβατα, τίποτα άλλο.
Επίσης, τα ίδια δώρα είχα πάει πολλές φορές και στου Κοτίτσα, γιατί ήταν φυλακή για απόπειρα φόνου, πριν το 1940.

Σελ.112
Ευκαιρία του, ήταν τώρα να εκδικηθεί την γριά. Την τραβάει έξω από το καφενείο, μαζί με τον Δάφνη τον φονιά μας και την εκτελούν δίπλα στην πόρτα του καφενείου τους. Ακούει τους πυροβολισμούς ο γέρο-Νικήτας, βγαίνει έξω και όπως ήτανε πεσμένη κάτω και σφάδαζε, την αγκαλιάζει φωνάζοντας: "Σοφία μου, Σοφία μου", και όπως την κρατούσε στην αγκαλιά του, έτσι απλά σκοτώνουν και το γέρο-Νικήτα, ενώ δεν είχαν σκοπό να τον εκτελέσουν. Ήταν αν θυμάμαι καλά 18 Ιουνίου 1944.
Επειδή κατ΄ αυτούς, η γριά Νικήτενα ήταν κομουνίστρια, δεν επέτρεψαν να την θάψουν στο νεκροταφείο με παπά. Τους έθαψαν οι συγχωριανοί, στο χωράφι-κήπο τους και όχι σε βάθος επειδή ήταν βραχώδες το μέρος, οπότε σε λίγο καιρό τους μισοέφαγαν τα σκυλιά!
Όλα αυτά συνέβαιναν στο ηρωικό Αγγελόκαστρο, όπως ονόμασαν το χωριό μας, τρομάρα τους, για όλα αυτά τα κατορθώματα των λίγων αποβρασμάτων του χωριού μας.
Την επόμενη μέρα, θερίζαμε στο Ντέρθι. Είχα έλθει με δεμάτια στάρι στα αλώνια. Με είδαν, αφου παρακολουθούσαν, και έστειλαν τον Βασίλη Μέτσιο. Με συνέλαβε και με πήγε δίπλα στους σκοτωμένους, Σοφία και Νικήτα Μπινιάρη. Τα πρόσωπά τους ήταν αλλοιωμένα με αίματα πολλά που είχαν πέσει κάτω, και τα τριγύρναγαν πολλές μύγες!! Θα πρέπει να πώ, ότι ο Βασίλης Μέτσιος ήταν ο πιο φτωχός του χωριού. Ε, αυτός ήταν εθνικόφρων και αντικουμουνιστής με πλήρη δικαιοδοσία για τον κάθε συγχωριανό μας!
Μόλις τους είδα, είπα: "Τώρα δεν γλιτώνω" Αμέσως πάνω στο μπαλκόνι προβάλει ο κακούργος ο Κοτίτσας και με ρωτάει που έχουμε κρύψει τα ρούχα, αυτά που είχα γλιτώσει απ΄ τη φωτιά.
Εγώ δεν απάντησα στις ερωτήσεις. Πως να μιλήσω άλλωστε, με τον φονιά του πατέρα μου; Με ξαναρώτησε άγρια, αλλά και πάλι δεν απάντησα.Τότε τραβάει το πιστόλι, μεγάλο πλακέ ήτανε θυμάμαι, και φωνάζει στον δεσμοφύλακά μου Μέτσιο στα αρβανίτικα,

Σελ. 113
διότι δεν ήξεραν καν ελληνικά: "Κάνε πέρα!" Να μην σκοτώσει και τον εθνικόφρονα, αλλά τον κομμουνιστή μόνο!
Μόλις έκανε παραπέρα, κατευθύνει το πιστόλι προς το μέρος μου. Εκείνη τη στιγμή- στιγμή ή δέκατα του δευτερολέπτου; προβάλει και του αρπάζει το χέρι ένας άντρας ψηλός, ταγματασφαλήτης , με μαύρο φέσι. προφανώς ήταν ο επικεφαλής, ή αξιωματικός και μου φωνάζει :"Φύγε! Φύγε, γαμώ την Παναγία σου, γαμώ το Χριστό σου, από εδώ!"
Τι ένιωσα αυτή την στιγμή; Δύσκολο να το περιγράψω. Πρώτα-πρώτα, αντικρίζοντας το φονιά του πατέρα μου, δεν υπάκουα στις εντολές και τις φωνές του ανθρώπου που με γλίτωσε από βέβαιο θάνατο. Γιατί; Γιατί πείσμωσα. Λάθος βέβαια, αλλά δεν σάλεβα από την θέση μου, γι΄ αυτό και βλαστημούσε. Μετά έφυγα.
Μετά από χρόνια, μου έλεγαν οι άνθρωποι, όπως ο Γιώργος Κύππης που ήταν εκεί κοντά, ότι έφυγα αργά αργά, σαν να μην έτρεχε τίποτα! Πράγματι έτσι έγινε. Είναι απίστευτο, αλλά έγινε ακριβώς έτσι. Δεν μπορούσα να υπακούσω για να σωθώ!
Ήταν και είναι, τόσο το μίσος γι΄ αυτούς τους κακούργους, γιατί μας σκότωσαν άδικα! Άδικα γιατί δεν είχαμε πειράξει κανέναν και δεν έχω πειράξει κανέναν!!
Αυτό που θυμάμαι απ΄ την εκτέλεση, είναι ότι μόλις αντίκρυσα το πιστόλι που κατευθυνόταν προς εμένα, ακαριαία έφυγε το σάλιο από το στόμα μου και αναπληρώθηκε από μια πικρίλα.
Φυσικά, ούτε κατάλαβα το πως αντέδρασε ο οργανισμός. Με τέτοια ταχύτητα να δημιουργηθεί αυτό το φαινόμενο; πάντως αυτή την εμπειρία, δεν θα την ευχόμουν, ούτε σε εχθρό μου. Δεν περιγράφεται, δεν μεταφέρεται αυτή η στιγμή!!
Όση προσπάθεια και αν καταβάλω, υπενθυμίζω ότι ήμουν μόλις δεκατεσσάρων χρονών, πολύ αδύνατος μετά τις τόσες κακουχίες, κοντός, με κοντό παντελόνι κουρελιασμένο και ξυπόλητος.

Σελ. 114
        Μια σκιά, ένα φάντασμα. Φανταστήτε τι ανθρωπόμορφα τέρατα ήταν, που ήθελαν να εκτελέσουν ένα πεντάρφανο παιδάκι αποστεωμένο σχεδόν, ένα φάντασμα.
Κι  όμως, ανάμεσα σ΄ αυτά τα τέρατα, ήταν και μερικοί έντιμοι άνθρωποι, όπως αυτός που με γλίτωσε απ΄ το θάνατο, και δεν το λέω μόνο γι΄ αυτό, αλλά ξέρω πως ντύθηκαν τσολιάδες από ανάγκη, διότι η Ο.Π.Λ.Α.δεν χαρίζονταν σε κανέναν υποτίθετε ύποπτο. Έτσι η ΟΠΛΑ ,στην ουσία ήταν ο στρατολόγος των ταγμάτων ασφαλείας. Έκανε πολύ καλά την δουλειά της, όπως ακριβώς ήθελαν οι Άγγλοι για να δημιουργήσουν αυτό το μεγάλο μίσος μεταξύ των Ελλήνων.
Ας επανέλθω όμως στην παραλίγο εκτελεσή μου. Ήθελα λοιπόν και έπρεπε να αναζητήσω, αυτόν τον ψηλό αξιωματικό, τσολιά και να τον ρωτήσω, τι τον έκανε να θέλει να με γλιτώσει κυριολεκτικά από τον θάνατο; Ήταν πατέρας; Συγκινήθηκε από το χάλι μου και την ηλικία μου; Ήταν απλά άνθρωπος;
Δυστυχώς, ενώ το είχα στο μυαλό μου, δεν τον αναζήτησα και στεναχωριέμαι γι΄ αυτό.
Φυσικά τα πράγματα ήταν πάρα πολύ δύσκολα και ίσως η αναζήτηση αυτή, να ήταν πολυτέλεια μέσα σ΄ αυτήν την δίνη, την μάχη για επιβίωση.Δεν το κρύβω ότι πολλές φορές είχα ξεπεράσει τα οριά μου!
Από που να αρχίσω; Το ότι δεν είχαμε σπίτι; Το ότι δεν είχαμε ρουχισμό; Δεν είχαμε πόρους ζωής; Το μόνο που είχαμε ήταν ψωμί. Μόνο ψωμί , τίποτα άλλο και καμιά από πουθενά βοήθεια, σαν να πάσχαμε από την κολλητική αρρώστια, την ευλογιά ή την χολέρα!!Δεν μας ζύγωνε κανείς!
Ήμουν ο αρχηγός(!) της οικογένειας σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών, με μοναδικό εφόδιο ένα ζώο, ένα μουλάρι!!Με αυτό ξεκίνησα την ανασυγκρότηση του σπιτιού, ως αρχηγός της οικογένειας!
Έκανα σχεδόν τρία χρόνια αγωγιάτης, από το τέλος του 1944 έως τον Μάιο του 194.., που επανιδρύσαμε το μύλο.
............................................................

Σελ.117
Η ΑΝΘΡΩΠΙΑ ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ, ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ...ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1944
Εδώ θα αναφερθώ, σε δύο σημαντικά περιστατικά.Το πρώτο όπως ανάφερα και πιο πάνω, ότι δεν πρόδωσα κ α ν έ ν α ν στον Καπετάν Αχιλέα, που εάν κατέδηδα η ποινή θα ήταν θάνατος!
Και δεύτερο. Δεν δέχτηκα να πάω να βάλω σε λειτουργία τον μύλο του Σούλου στο Σοφικό, που είχαν αποδεκατίσει τους ιδιοκτήτες του, η ΟΠΛΑ. Οι οποίοι ιδιοκτήτες του μύλου, δεν είχαν καμία ενοχή ότι ήταν κατά των ανταρτών. Ήταν φιλήσυχοι άνθρωποι, αλλά έπεσαν θύματα του Κ.Κ.Ε. ή κάποιας διένεξης που ίσως είχαν με ορισμένους συγχωριανούς τους οι οποίοι βρήκαν την ευκαιρία να ξεκαθαρίσουν τους παλιούς τους λογαριασμούς, καταδίδοντάς τους στην ΟΠΛΑ, η οποία με την σειρά της δίκαζε, καταδίκαζε και εκτελούσε τους αντιδραστικούς, τους συνεργάτες των καταχτητών, όπως τους άξιζε! Αυτή ήταν η εντολή από το Κ.Κ.Ε.!
Εδώ θέλω να κάνω μιά παρένθεση, όχι βέβαια να δικαιολογήσω την ΟΠΛΑ, αλλά ποιός είναι ο ηθικός αυτουργός; Ο συγγενής για ένα πεύκο που διεκδικούσαν χρόνια; Τι ήξερε η ΟΠΛΑ για το ποιόν και την ιδεολογία του κάθε χωρικού;
Συνεχίζω. Απ΄ ότι θυμάμαι, τότε είχε έλθει κάποιος ανώτερος στο αξίωμα, στο χωριό μας. Πολιτικός επίτροπος ήταν; Τότε με

Σελ.118
κάλεσαν να με δει. Αφού με ρώτησε, υποτίθετε με ενδιαφέρον, πως είμαστε και πως περνάμε(!) του απάντησα: "δεν με βλέπεις;" Διότι ήμουν με το κοντό, κουρελιασμένο παντελόνι, ξυπόλητος, ρεκένδυτος.
Είμαστε στου Μιχάλη του Οικονόμου του χουλιάρα το μαγαζί.
Μου λέει: "ξέρεις, στο Σοφικό υπάρχει ο μύλος του "Σούλου" Παπανικολάου, ο οποίος, δεν λειτουργεί και υπάρχει μεγάλη ανάγκη να λειτουργήσει. Να έλθεις λοιπόν, να επιβλέπεις, να λειτουργεί και άλλοι άνθρωποι θα σηκώνουν τα στάρια και τα άλευρα."
Του απαντώ: ¨Δεν μπορώ να έλθω, διότι δεν έχω, όπως βλέπεις παπούτσια".
Απάντηση: "Θα σου βρούμε παπούτσια". Τότε για να τον αποφύγω αμέσως σκέφτηκα και του λέω: "Δεν μπορώ, γιατί δεν είναι ο ίδιος ο μύλος. Γιατί αυτή η μηχανή, έχει ένα βολάν, ενώ η δικιά μας είχε δύο".
Αυτό βέβαια ,δεν άλλαζε τίποτα, αλλά γι΄ αυτόν που δεν ήξερε, άλλαζε και έτσι απέφυγα αυτή την δελεαστικότατη πρόταση για μένα. Και λέω δελεαστικότατη διότι ο μεγάλος(!), άφησε να ενοηθεί ότι τελικά ο μύλος θα ήταν δικός μου, μια και είχε καταστραφεί ο μύλος μας και θα εξηπυρετούσα τα δύο μεγάλα χωριά, το Σοφικό και το Αγγελόκαστρο. Τελικά δεν υπέκυψα στην πρόταση, που τόσο λαχταρούσα τον μύλο που είχα στερηθεί και τον έπεζα στα δάχτυλά μου.
Και γενάται η απορία. Γιατί δεν πήγα; Γιατί δεν πήγα; Μα πως να βάλω τον μύλο εμπρός, δεν μου έκανε η καρδιά, που από τους πέντε ιδιοκτήτες, τους τέσσερις τους είχε εκτελέσει η ΟΠΛΑ;
Γι΄ αυτό δεν πήγα. "Γιατί την ανθρωπιά ,δεν μπορείς να την φτιάξεις αν δεν την έχεις, και ας είσαι δεκατεσσάρων χρονών!"
Γι΄ αυτά τα δύο περιστατικά, νιώθω υπερήφανος, πολύ υπερήφανος. Διότι παρ΄ όλα αυτά που είχα υποστεί, την ολοκληρωτική καταστροφή, και το σημαντικότερο απ΄ όλα, την δολοφονία

Σελ. 119
του πατέρα μου που ήταν τόσο ΑΔΙΚΗ, παρόλη τη μικρή μου ηλικία (μόλις δεκατεσσάρων), δεν πρόδωσα , δεν πείραξα, και δεν αδίκησα ποτέ κανέναν συνάθρωπό μου!! Να οφέλησα μπορεί...!
Δείτε κατάντια του καλοφαγομένου, καλοντυμένου επιτρόπου. Εάν πήγαινα να λειτουργήσω τον μύλο, θα μου εύρισκε παπούτσια αμέσως! Όταν όμως αρνήθηκα , δεν μου βρήκε παπούτσια. Αυτός ήταν κομμουνιστής, ο δίκαιος που ενδιαφέρθηκε αν είμαστε καλά;
"Αυτά για τους ιδεολόγους κομουνιστές. Περιμένω τα παπούτσια!"
Μετά τον Αύγουσο του 1944, ηρέμησαν κάπως τα πράγματα. Αλλά αλίμονο. Τα δεινά δεν είχαν τελειωμό. .....................................

Σελ.120
………………………………….
Αλλά και να είχε ξεφύγει κανένας, ανέλαβαν τα αποβράσματα, οπλισμένοι όλοι τώρα από τους Άγγλους, να ξεκάνουν τυχών επιζώντες. Άρχισαν έναν ανελέητο διωγμό, με πολύ ξύλο, βασανιστήρια, βιασμούς κοριτσιών και μανάδων, εκτελέσεις.
Όλα αυτά γίνονταν, ανεξέλεγκτα με νόμιμες κυβερνήσεις από το 1945 έως το 1949!! Βιασμούς έκαναν μπροστά στα μάτια των πατεράδων, τους οποίους έδεναν σε μια αμπάρα που είχαν οι τότε πόρτες στα χωριά πίσω και τα έλεγαν "κολδεμίρια".
Αυτά που γράφω προέρχονται από μαρτυρίες, αλλά και από ίδια αντίληψη. Όπως μια φορά που ήμουν στο χωριό της μάνας μου, στον Αη Γιάννη. Είχαν βασανίσει τη γυναίκα του Σωτήρη Σοφού ή Καντούλη, Μαρίνα, και την πεντάμορφη κόρη του Μαριότα. Οι δράστες δυστυχώς ήταν συγχωριανοί.

Σελ.121
Είχαν κόψει τις κοτσίδες των μαλιών τους, τις είχαν περάσει στη ζώνη τους, και χόρευαν. Ταυτόχρονα, είχαν μια φωτογραφία του βασιλιά Γεώργιου και ήταν υποχρεωμένοι να την ασπάζονται όλοι.
Νομίζω ήταν απόκριες του 1946, δεν αναφέρω τα ανοματά τους, διότι είναι εν ζωή δύο απ΄ την ομάδα αυτή των χιτών. Οι άνθρωποι αυτοί, οι θύτες, αγράμματοι, φτωχοί, ρακένδυτοι, επέβαλαν να τραγουδάνε όλοι μαζί, εκεί στο αλώνι-πλατεία, τραγούδια του ταλαιπωρημένου(!) βασιλιά, που εγκαταλείποντας την Ελλάδα, άρπαξε όλο το χρυσό που είχε το κράτος και το ροκανίζουν ακόμη, εδώ και εξήντα τέσσερα χρόνια, οι ύαινες!
Το θέαμα αυτό ήταν φοβερό. Να βλέπεις ανθρώπους αγράμματους , άπλυτους, στην κυριολεξία ράκη, πεινασμένοι άγρια, ταλαιπωρημένοι, ως επί το πλείστον τσοπάνηδες, να τραγουδάνε με καημό τα βάσανα που πέρναγαν εκει στο εξωτερικό οι ελέω θεού βασιλείς μας!!Θυμάμαι καλά, ορισμένοι ηλικιωμένοι γέροι, έκλαιγαν για την άτυχη μοίρα των βασιλιάδων μας, όπως ο Αναστάσιος Σπανός, ο Αναστάσιος Λαυκιώτης, ο Σούκουλης ή Πατσιαβούρας και άλλοι.
...................................................

Σελ.126
.......................................
Οι δεξιοί έπερναν πάντα την κυβέρνηση, όχι μόνο με την τρομοκρατία, αλλά και με διάφορα τερτίπια, όπως τα εξωφρενικά εκλογικά συστήματα που εφάρμοζαν!!
Για παράδειγμα στους νομούς που υπερτερούσαν οι δεξιοί όπως για παράδειγμα στους νομούς Κορινθίας και Αργολίδος, υπερίσχυαν πάντοτε οι δεξιοί, διότι ο "μεγάλος κομουνιστής" καπετάν "Στάθης" Γ. Τριανταφύλλου, είχε κάνει πολύ καλά την δουλειά που το 1944 του είχε αναθέσει η Αγγλία. Δηλαδή σφάζοντας, εκτελώντας πάρα πολύ κόσμο, υποτίθεται αντιδραστικούς δεξιούς, φορτώνοντας φυσικά αυτά τα εγκλήματα στον ΕΛΑΣ,

Σελ.127
ενώ έπερνε εντολές απ΄ ευθείας από το ΚΚΕ, Σιάντο Ιωαννίδη.
...............................................................................................

Σελ.134
………………………….
Επίσης, εδώ θα αναφερθώ σε κάτι που άκουσα με τα αυτιά μου και ακόμα αντηχούν αυτά τα λόγια.
Δεκέμβρης του 1948 ήταν, όταν κατέβηκε η 9η μεραρχία στην Πελοπόννησο για να εξαθρώσει τον Δημοκρατικό Στρατό Πελοποννήσου. Ήμουν στην Κόρινθο. Ειδοποιήσαν τον κόσμο με το καλό και με το ζόρι. Όλοι έπρεπε να βρεθούν στην πλατεία φλοίσβου. Θα μιλούσε ο στρατηγός Τσακαλώτος.
Είπε πολλά , για την πατρίδα, την οικογένεια την θρησκεία, και ότι θα συντρίψουνε τους κομουνιστοσυμμορίτες. Τελειώνοντας είπε: "Να είστε σίγουροι, ότι με την βοήθεια της Παναγίας(!) θα τους συνρίψουμε. Δεν θ΄ αφήσουμε ρουθούνι!", είπε επί λέξει.
ΑΝΑΤΡΙΧΙΑΣΑ. πρώτη φορά άκουγα, να ζητάνε τη βοήθεια της Παναγίας, για να συντρίψουμε τα αδέλφια μας. Και το δραματικότερο ήταν ότι αυτοί οι κομουνιστοσυμμορίτες, κατά 90% τουλάχιστον, είχαν αναγκαστεί να πάρουν τα βουνά για να γλιτώσουν από τους ομαϊδεάτες του Τσακαλώτου. Αμφιβάλω ακόμα αν ήταν 10% κομουνιστές που βγήκαν στα βουνά στο δεύτερο αντάρτικο, εθελουσίως.
Ο Τσακαλώτος , ο οποίος έπρεπε να γεράσει, μετά από σαράντα χρόνια, για να καταλάβει το λάθος του, και να ζητά σύμφιλίωση από τον άσπονδο εχθρό του Μάρκο Βαφειάδη, με αγκαλιές και φιλιά. ¨Μάρκο μου, εμείς φταίμε, εμείς και έπειτα οι άλλοι. Εμείς, εμείς, εμείς... Και εγώ κι εσύ φταίξαμε Μάρκο!

Σελ.135
          Το αίμα μας Μάρκο μου είναι λίγο. Δεν πρέπει να γίνουν άλλες θυσίες. Δεν μας περισεύει αίμα Μάρκο μου"!
Παρόλα αυτά, δεν παραλείπω να τονίσω, ότι αυτό που έκανε τον τιμά. Έστω και τόσο αργά. Γιατί ήταν Έλληνας , αυτό δείχνει ανάνηψη. Άλλο αν φταίει το σύστημα το αγγλικό, που τον πήρε απλό παιδί από την Ήπειρο, και τον έκανε γενίτσαρο.
Αυτή η κατάρα που έχουμε, να υποκήπτουμε στον μεγάλο!
Ίσως να μην φταίμε εμείς, αλλά τα κατάλοιπα της τουρκοκρατίας. Τι να πω; τετρακόσια πενήντα χρόνια ήταν αυτά. Δεν ήταν λίγα.

Σελ. 138
ΤΡΙΤΗ ΦΟΡΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΕ ΕΚΤΕΛΕΣΑΝ
8 Ιανουαρίου 1945, δεν ήμουν δεκαπέντε χρονών ακόμα. Αργά το βράδυ, μπένουν στο σπίτι-σταύλο που μέναμε. Ο Γιάννης Μέτσιος με έναν ακόμα χίτη ξένο, χωρίς αιτία, με παίρνουν από το σπίτι χτυπόντας με, με ότι μπορούσαν και οι δύο, χωρίς να μιλάνε, προφανώς για να μην τους πάρει χαμπάρι το χωριό. Σ΄ ένα σημείο στου Μανώλη Βύρλα τον κήπο, αυτό το κτήνος ο Μέτσιος, βγάζει ένα παλούκι και με κτυπούσε αλύπητα, έως του Τάσι Γκιώνη. Εκεί έπεσα κάτω, και ο άλλος με σήκωσε επάνω, καρφώνοντας μου, το μαχαίρι στο λαιμό δεξιά. Υπάρχει ακόμα η ουλή. Εγώ δεν μπορούσα να σηκωθώ. Τελικά με άφησαν εκεί. Προφανώς ήθελαν να με πάνε έξω από το χωριό να με εκτελέσουν.
Ήταν άνοιξη του 1945. Είχαν φέρει τρόφιμα, οι προστάτες μας οι Αμερικάνοι, αλλά μόνο για τους εθνικόφρονες! Αυτή την εποχή, έκαναν διανομή στου Θαναστέση.
Επειδή ήταν λίγο παράκεντρα, (γιατί στο κέντρο του χωριού, δεν εμφανιζόμουν ποτέ για να μην τους προκαλώ) αποφάσισα να πάω να ζητήσω λίγο ρύζι, αλεύρι ή κονσέρβα.
Επειδή ο μπάρμπα Θανασιέτης ήταν καλός άνθρωπος, θα μου έδινε. Αλλά ήμουν άτυχος, διότι αυτοί οι κακούργοι, τρωγόπιναν παραπέρα, χωρίς να τους αντιληφθώ. Δίπλα τους ήταν ο γέρο Τσιάγρης, πατέρας του Βαγγέλη, που είχαν σκοτώσει στη μάχη του χωριού οι αντάρτες.
Μόλις με είδε, τους λέει αρβανίτικα: "Αυτοί οι κομουνιστές

Σελ.139
έχουν και μούτρα, τι θέλουν εδώ; Θέλουν και τρόφιμα ακόμα;"
Αυτοί όπως κάθονταν και μπεκρόπιναν, με κρεμασμένα τα αυτόματα, γυρίζουν και μόλις με βλέπουν, τραβάνε τα όπλα τους. Μου ρίξανε με ριπές, αλλά δεν με προλάβανε. Ότι είχα στο τσακ δρασκελίσει την αυλόπορτα και πήραν οι σφαίρες την αυλόπορτα.
Νομίζω ότι και τώρα ακόμα, οι τρύπες είναι εκεί. Πέρασα μετά από χρόνια και τις είχα δει.
Μετά από χρόνια, ο γέροΤσαγρης ή Κολιτσιάγρης, ζύγωνε στην παρέα μου και τον φίλεβα, κέρναγα, οπότε οι φίλοι μου παραξενεύονταν με την στάση μου αυτή, επειδή ήξεραν ότι εξαιτίας του παραλίγο να με σκοτώσουν. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι ο Κολισιάγρης είχε δίκιο, αφού έτσι του είχαν πει.
Ο Μάρρας ήταν κομουνιστής, άρα εγκληματίας, αφού ήταν ομοϊδεάτης με τους αντάρτες που σκότωσαν το γιο του Βαγγέλη! Τι ήξερε αυτός, ένας αγράμματος άνθρωπος;
Θυμήθηκα τώρα ότι τον Καλιτσιάγρη όταν παντρεύτηκα, τον είχα βοηθό μάγειρα! Αυτά τα λίγα για την διαφορά που έχουμε εμείς οι δημοκράτες με τους υπερεθνικόφρονες πατριώτες που θάψανε την δημοκρατία εκεί που γεννήθηκε!!

Σελ.140
Η ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΠΟΥ …ΕΠΕΖΗΣΑ
16 Αυγούστου του 1947. Ήταν η ώρα δώδεκα τα μεσάνυχτα. Κοιμόμουν , όταν ξαφνικά σπάνε την πόρτα και μπαίνουν μέσα δύο τρεις σκυλάνθρωποι, άγνωστοι με αυτόματα.
Με τραβάνε έξω χωρίς να μιλάνε. Ήταν πέντε ως οχτώ, με καλυμένα τα πρόσωπα τους με λαγοτόμαρα, προφανώς ήταν γνωστοί μου. Μετά από είκοσι-τράντα μέτρα, άρχισαν να με κτυπάνε όλοι μαζί, όπου έφταναν και όποιος έφτανε, σπρώχνοντας με, άλλα τριάντα μέτρα περίπου, στο ξεροπόταμο-χαντάκι του Δ. Μαζιώτη Ροζογιάννη.
Εκεί έπεσα και με χτυπούσαν όλοι. Εγώ, ενστικτοδώς, είχα βάλει τα χέρια μου γύρω στο κεφάλι, κάτω στο χώμα και δεν μου έσπασαν το κρανίο, διότι όπως ήμουν πεσμένος, αφού κουράστικαν να με χτυπάνε, με ρόπαλα, κοντακιές και ότι άλλο μπορούσαν, άρχισαν να μου πετάνε πέτρες μεγάλες.
Κυριολεκτικά με σκέπασαν. Εγώ ένιωθα τους γδούπους που έκαναν οι πέτρες πάνω στο σώμα μου, αλλά δεν πονούσαν πλέον. Πρέπει να ήταν, λίγο πριν χάσω τις αισθήσεις μου. και όταν συνήλθα, αργά το πρωί, αφού το μυαλό μου άρχισε να λειτουργεί, έκανα να σηκωθώ να φύγω, αλλά δεν μπορούσα παρά τις προσπάθειες.
Σημειώνω ότι, ενώ είχα πέσει δίπλα στο δρόμο, κανείς δεν ζύγωσε να δει, αν ζω ή αν είχα πεθάνει!!Εκεί έμεινα δεκατέσσερις ώρες περίπου!! Τέτοια τρομοκρατία είχαν σπείρει οι εθνικόφρονες χίτες!!

Σελ.141
Την νύχτα ,άκουγαν οι γείτονες τη φωνή μου, έως ότου σταμάτησε εντελώς. Φυσικά νόμισαν ότι τελείωσα.
Το πρωί, άρχισα να μιλάω, αφού δεν μπορούσα να φωνάξω για βοήθεια, αλλά και να με άκουσαν, κανείς δεν τόλμησε να έλθει να με ξεπλακώσει απ΄ τις πέτρες, που ήμουν πλακωμένος σαν το σκυλί...Θυμάμαι μικρός, ότι έτσι σκότωναν τα λυσασμένα σκυλιά...
Προσπαθούσα να απελευθερώσω το αριστερό μου πόδι. Με τα πολλά, σέρνοντας, δεν ξέρω κι εγώ πως και πότε, έφτασα στο σπίτι-σταύλο. Σταύλο περισσότερο, διότι μέναμε μαζί με το μουλάρι!
Ξαναέχασα τις αισθήσεις μου, επανερχόμουν και πάλι τα ίδια.
Σαν όνειρο μου φένονταν. Είχαν έλθει, η Μαργαρίτα η Λαζάρου, αυτός ο εξαίσιος άνθρωπος!, η θεία Γεωργία η Ζαμπρακάκη και η θεία Κολέσια χήρα Ν. Μπινιάρη.
Αφού καθάρισαν από τα ξερά αίματα, με έπλυναν με κρασί. Το θυμάμαι γιατί μου μύριζε πολύ άσχημα, καθότι δεν έπινα. Κατόπιν, με τύλιξαν με φρεσκογδαρμένο τομάρι από σφαχτό. Ακριβώς τι έκαναν, δεν θυμάμαι καλά.
Νομίζω ότι μου έβαλαν λάδι και κρεμύδια για να αποροφήσουν τους πόνους και τα αιματώματα, σε όλο το σώμα.
Την πρώτη μέρα, πέρασε μεταξύ πόνου και λήθαργου. Τις επόμενες μέρες οι πόνοι, ήταν αφόρητοι. Δεν μπορούσα να σαλέψω, ούτε να φάω τίποτα.
   Δεν ξέρω πόσα κατάγματα πρέπει να είχα; στα πλευρά, αφού δεν μπορούσα να ανασάνω, κάτι που τόσο ήθελα. Η αναπνοή είχε περιοριστεί στο ελάχιστο.
Αυτό κράτησε δύο-τρεις εβδομάδες περίπου. Δηλαδή ανάρωσα, χωρίς καμία ιατρική βοήθεια! Για τους Εαμοβούλγαρους, δεν επιτρεπόταν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.
Οι γιατροί ήταν για τους ανθρώπους, όχι για εμάς τα σκυλιά!!
Θα μου πει ο αναγνώστης, γιατί δεν μας σκότωσαν, δεν μας εκτελούσαν ,αλλά προτιμούσαν το θάνατο με ξυλοδαρμό και

Σελ.142
πέτρες; Είχαμε πολλούς θανάτους από αυτούς στα χωριά γιατί με τον ξυλοδαρμά πρώτον, ικανοποούσαν τα αιμοβόρα ένσικτά τους, νιώθοντας ηδονή, οι κανίβαλοι.
Δεύτερον, με την εκτέλεση η ηδονή περιοριζόταν, και όχι μόνο αυτό, αλλά με τα όπλα, τους πρόδιδε ο κρότος και δημιουργείτο θέμα. Ποιός τον σκότωσε;Άλλωστε έπρεπε για τα μάτια του κόσμου, το κράτος να προστατεύει τον πολίτη!! Έπρεπε να κάνουν ανακρίσεις και ήταν κουραστικό και αντεθνικό, απαράδεκτο να καλούσαν οι εθνικόφρονες χίτες, οι ήρωες ταγματασφαλήτες, σε απολογία!
Διότι αυτοί, υπερασπίζονταν τα ιερά και τα όσια, θρησκεία-πατρίδα-οικογένεια, ενώ εμείς το 80% δεν πιστεύαμε σε τίποτα απ΄ αυτά, ήμασταν κομουνιστές! Είχαμε ξαφνικά έλθει από άλον πλανήτη το 1944.
Ήταν απαράδεκτο, αυτοί οι πατριώτες(!), να διασύρονται από τα δικαστήρια. Όχι βέβαια. και εάν έφτανε κάποια δολοφονία στα δικαστήρια, ήταν τέτοιο το θράσος τους, που από κατηγορούμενοι, μετατρέπονταν σε κατήγορους, λέγοντας πως δεν τους προστατεύει το κράτος και δίνει το δικαίωμα στους εχθρούς της πατρίδας, τους κομουνιστές, να τολμούν κιόλας, κάνοντας μηνύσεις στους εθνικόφρονες που γλίτωσαν την Ελλάδα από τον επάρατο κομουνισμό!!
Αντί να τους βοηθήσει στο έργο τους, ξεπαστρεύοντας ότι υπολείματα υπάρχουν ακόμα από τους σφαγιάδες κομουνιστές.
...................................................................................................

Σελ.143
....................................................................................................
         Θυμάμαι , ένα συγκλονιστικό περιστατικό.
      Στην επιμονή του προέδρου του δικαστηρίου, να ομολογήσει και να ζητήσει συγνώμη ο κατηγορούμενος ότι είχε εκτελέσει τον τάδε, νομίζω από την Στιμάγκα, ο κατηγορούμενος αντάρτης απαντά, ότι δεν είχε ιδέα γι΄ αυτήν την εκτέλεση που τον κατηγορούσαν, διότι τον χρόνο αυτό του εγκλήματος ήταν σε εντελώς αντίθετη περιοχή και επέμενε ότι ήταν αθώος. "Γι΄ αυτό δεν ζητώ συγνώμη, διότι αν είχα κάνει αυτό το λάθος, θα ζήταγα συγνώμη"
      Οπότε ο βασιλικός επίτροπος(!), οργισμένος φωνάζει: "Επτάκις εις θάνατον στον Εαμοβούγαρο!"
      Ήρεμος ο αντάρτης του απαντά: "Για να ικανοποιήσω τα αιμοβόρα ένστικτά σου, θ΄ αφήσω εντολή, μετά την εκτέλεση να σου δώσουν τ΄ αρχίδια μου, να τα κάνεις καπνοσακούλα, μιας και καπνίζεις!!"

Σελ.144
Αυτήν την θαραλέα απάντηση την εκμεταλεύονταν και έλεγαν:
"Βλέπετε το θράσος του σφαγέα; Μας προκαλεί κιόλας!"
Δηλαδή το πνίξημο από την αδικία, το έλεγαν θράσος.
Απίστευτο, αλλά το είπε. Η ΑΔΙΚΙΑ ήταν τέτοια, που σε έβγαλε εκτός εαυτού.
Σημειώνω ότι οι στρατοδίκες, ήταν αξιωματικοί των ταγμάτων ασφαλείας. Φυσικά από ταγματασαλήτες, τι να περιμένεις;
Εδώ θέλω να υπογραμμίσω, ότι για ότι τραβήξαμε εμείς οι αντιστασιακό, μεγάλη ευθύνη είχαν οι ηγέτες του ΚΚΕ.
Και αυτοί έπρεπε να λογοδοτήσουν και όχι τα βλαστάρια του έθνους μας, για τις βλακώδεις, εγκληματικές πράξεις τους, που βρήκαν την ευκαιρία να εκμεταλευτο΄ν αυτόν τον τίμιο, ανιδιοτελή, ΙΕΡΟ, αγώνα που έκαναν για την λευτεριά τα ηρωικά παλικάρια του ΕΛΑΣ και της ΕΠΟΝ
..........................................................................................
Σελ.146
Και τώρα ,θα αναφερθώ στην άλλη πλευρά, σ΄ αυτήν του ΚΚΕ. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, δημιούργισαν την ΟΠΛΑ(Ομάδες Προστασίας Λαϊκών Αγωνιστών) και έτσι ξεκίνησε ο πιο φοβερός πόλεμος, ο εμφύλιος. Δεν υπάρχει άλλος χειρότερος πόλεμος, από τον εμφύλιο! Το τονίζω γιατί τον έζησα.
     Πρώτα άρχισαν οι ταγματασφαλήτες, μαζί με τους Γερμανούς, να βασανίζουν, να καίνε, να κρεμάνε και να σκοτώνουν. Και λέω πρώτα αυτοί, διότι ο στρατός του ΕΛΑΣ, από το 1942 έως και την άνοιξη του 1944, στους νομούς Κορινθίας και Αργολίδας είχε εκτελέσει τέσσερα άτομα. Αυτοί που είχαν εκτελεστεί ήταν ληστές, βιαστές, ζωοκλέφτες, προδότες κλπ.
Συγκεκριμένα στην περιοχή μας, σκότωσαν έναν, τον Κάπιλη από το Σοφικό, μετά από αίτημα των κατοίκων, διότι έκανε ληστείες και βιασμούς. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος στην περιοχή.
Συνελήφθη και δικάστηκε από το λαϊκό δικαστήριο, που αποτελούνταν από ντόπιους και μόνο ο πρόεδρος ήταν "ξένος" αντάρτης, εγγράματος. Όπως ήταν φυσικά, καταδικάστηκε εις θάνατο.
Θυμάμαι φέρανε τον παπα- Γιάννη και τον μετάλαβε. Μετά τον εκτέλεσε απόσπασμα του ΕΛΑΣ στο νεκροταφείο. Ήταν τέλος του 1943.
...........................................................................................
Σελ.148
Αρχές της άνοιξης του 1944, άρχισαν τις εξόδους στα χωριά οι Γερμανοί.Ξεθάρεψαν τώρα μαζί με τους ταγματασφαλήτες, που γνώριζαν τα κατατόπια πολύ καλύτερα από αυτούς και άρχησαν τις συλήψεις, τους εμπρησμούς σπιτιών, σχολείων, δημοσίων κτιρίων, τις λεηλασίες και να εκτελούν οικογένειες και συγγενείς ακόμα, επειδή κάποιο παιδί ήταν αντάρτης.
Το δε πλιάτσικο δεν λέγεται. Αυτό ήταν το λιγότερο κακό. Έκαναν μεγάλες καταστροφές όπου περνούσαν. Ξέρναγαν φωτιά και μολύβι, γι΄ αυτό από την άνοιξη του 1944, τα πράγματα άλλαξαν πολύ από τους αντάρτες, οι οποίοι άρχισαν καταρχήν να συλαμβάνουν οικογένειες τσολιάδων.
Με αυτόν τον τρόπο, τους εκβίαζαν, και αποδείχτηκε ότι το έκαναν για εκβιασμό, διότι από τις οικογένειες των συληφθέντων δεν εκτελέστηκε κανείς σχεδόν. Άρα , ήθελαν να τους αναγκάσουν να γυρίσουν πίσω στα σπίτια τους ή να ενταχθούν στον ΕΛΑΣ, όσοι είχαν ντυθεί τσολιάσες, παιδιά τους ή αδέρφια τους και πράγματι πέτυχε ως ένα σημείο. Γι΄ αυτούς που δεν γύρισαν, εκτόπισαν τους δικούς τους, και όλα αυτά έως το τέλος Μαϊου του 1944, τους οποίους δεν εκτέλεσαν, όπως και στο χωριό μας από τις έξι ως οκτώ οικογένειες που είχαν συλάβει, τους άφησαν ελεύθερους.
Μόνο έναν από τα τριάντα άτομα περίπου που είχαν συλάβει, τον Παπαδημήτρη εκτέλεσαν, επειδή είχε προκλητικά συνεργαστεί με τους Ιταλούς και μετά με τους δύο γιούς του τσολιάδες, όταν οι γερμανοτσολιάδες έκαναν εκτεταμένες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην Πελοπόννησο την "παγάνα", όπου έσπειραν κυριολεκτικά το θάνατο και τη φωτιά.
Και εδώ είναι το θλιβερό. Τις περισσότερες εκτελέσεις στην "παγάνα", τις έκαναν οι ταγματασφαλήτες, παρά οι Γερμανοί. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του πατέρα μου, που τον συνέλαβαν

Σελ.149
οι Γερμανοί και τον πήγαν στη διοίκηση να τον ανακρίνουν γιατί ήταν υπεύθυνος του ΕΑΜ.
Ο διοικητής, ταγματάρχης Γερμανός, τον ανέκρινε, (στα αγγλικά μάλιστα, τα οποία ο πατέρας μου τα μίλαγε πολύ καλά) με αποτέλεσμα να μην τον εκτελέσει, παρά τον έβαλε με τους ομήρους που είχε.
Συνεχίζω για τις προληπτικές εκτοπίσεις που εφάρμοσε ο ΕΛΑΣ, για οικογένειες των τσολιάδων, τους οποίους άφησαν ελεύθερους, πλήν του Παπαδημήτρη.
Το σημειώνω αυτό, διότι αυτός ο φονιάς έλεγε ότι σκότωσε το θείο του Κώστα Μάρρα, επειδή ο ΕΛΑΣ είχε συλάβει τον πατέρα του, και ότι ήταν υπεύθυνος γι΄ αυτό ο πατέρας μου. Που εξαιτίας του ήταν σταμπαρισμένος σαν αντιδραστικός. Τι ευθύνη να είχε ο πατέρας μου όταν είχε καταδικαστεί από τον ΕΛΑΣ , εις θάνατον με αναστολή, σαν καμουφλαρισμένη αντίδραση εξαιτίας του;
'Οταν την επόμενη μέρα στη Δήμαινα, ο Βασίλης Ζέρβας τόλμησε να τον ρωτήσει γιατί σκότωσε το θείο του, του είπε ότι οι αντάρτες είχαν συλάβει τον πατέρα του και δεν ήξερε εάν ζούσε, επειδή αυτός ήταν τσολιάς.
Πράγματι, όπως αναφέρω, οι αντάρτες είχανε κάνει συλήψεις για εκφοβισμό, για να γυρίσουν πίσω οι τσολιάδες. Αλλά έως τότε την "παγάνα", δεν είχαν κ α ν έ ν α ν εκτελέσει. Ούτε φυσικά και τον πατέρα αυτού του κακούργου, ο οποίος ζούσε. Τον είχαν απολύσει ήδη οι αντάρτες όπως και όλους τους άλλους, πλήν του Παπαδημήτρη που εκτέλεσαν, αφού καταδικάστηκε από το Ανταρτοδικείο.
Αυτές είναι οι ΑΛΗΘΕΙΕΣ, και όχι αυτές που έγραψαν οι δοσίλογοι νικητές!
Μετά την "παγάνα", παρά τις καταστοφές, το αντάρτικο μεγάλωσε ακι σε λίγο καιρό ήταν κυρίαρχος στην περιφέρεια, πλήν των μεγάλων πόλεων. Τότε άρχησαν τα αντίποινα, που ήταν σκληρά για τους συνεργάτες των Γερμανών και όχι μόνο.

Σελ.150
Αντίποινα, "γεύτηκαν" ακόμα και αθώοι άνθρωποι, μακρινοί συγγενείς και διάφοροι άλλοι. Δόθηκε η ευκαιρία σε ορισμένους να "λύσουν" ακόμα και πολιές διαφορές, με εκτελεστικά όργανα των αποφάσεων, την ΟΠΛΑ.
Η ΟΠΛΑ, εμέσως πλην σαφώς , ήταν δημιούργημα της αγγλικής κατασκοπείας, χωρίς φυσικά να γνωρίζει αυτήν την παγίδα ο λαός και η ηγεσία του ΚΚΕ, πράγμα ασυγχώρητο, με αποτέλεσμα, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία του λαού ήταν ΕΑΜ, με τα εγκλήματα και αθώων που πραγματοποιούσε το εκτελεστικό του όργανο η ΟΠΛΑ, ο κόσμος άρχισε να προβληματίζεται για τους αληθινούς σκοπούς του ΕΑΜ.
Η κατασκοπεία είχε θριαμβεύσει κιόλας, είχε πετύχει τον απαίσιο σκοπό της, την διχόνοια ανάμεσα στους Έλληνες.
Θα αναφέρω δύο παραδείγματα, για την αγγική κατασκοπεία.
Στο Σπαθοβούνι Κορινθίας, (κοινώς Μερτσαούση) είχε την έδρα του ένα κλιμάκιο της ΟΠΛΑ, με επικεφαλής τον διαβόητο καπετάν -Στάθη, ο οποίος τυπικά ανέκρηνε τους συληφθέντες από διάφορα χωριά, για να αποδόσει δικαιοσύνη!
Αποτέλεσμα των ανακρίσεων, ήταν: "Αντιδραστικός. Πάρτε τον ,θάνατος!" Αυτός ο αδίστακτος, τον θυμούνται φυσικά όσοι ζουν, δεν χάρισε τη ζωή σε κανέναν άνθρωπο. Ποιός ήταν αυτός, ο μέγα σφαγέας; Μα ο Γεώργιος Τριανταφύλλου, ταγματάρχης Έλληνας(!), πράκτορας της ιντέλιτζεντ σέρβις, ο οποίος ζούσε έως το 1988 στην Αθήνα, απολαμβάνοντας τα αγαθά με το χρήμα που εισέπραξε για τον κόπο του, με όσα πρόσφερε στους χολεριασμένους Άγγλους.
Την άνοιξη του 1944, το ΚΚΕ, έστειλε, έδιωξε όπως θα δείτε παρακάτω, τον Άρη στην Πελοπόννησο. Συγκεκριμένα το ΚΚΕ είχε πρόβλημα με τον Αρη, διότι δεν υπάκουε, δεν εφάρμοζε τις εντολές του. Και όπως ήταν φυσικό, ήθελε να απαλαγεί από δαύτον, αλλά δεν τολμούσε ευθέως, διότι ο Άρης είχε κατορθώσει να

Σελ.151
έχει την πλειοψηφία των ανταρτών αντιστασιακών με το μέρος του.
Είχε έναν τρόπο, που όποιος συνομιλούσε μαζί του, γίνονταν φίλος του. Παράδειγμα. Είχαν στείλει το ΚΚΕ τρεις φορές ανθρώπους να τον βγάλουν απ΄ τη μέση. Οι δύο πρώτοι αντί να τον σκοτώσουν, έμειναν κοντά του, υπό τις διαταγές του. Ο τρίτος ήταν ένα δυναμικό στέλεχος του ΚΚΕ, ο Τάσος Παπαδάκης (ή Λευτεριάς) ο οποίος υποσχέθηκε και πίστευε, ότι απ΄ αυτόν δεν θα γλίτωνε ο Άρης.
Όμως , όπως γράφει στο βιβλίο του, όχι μόνο δεν εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ, και ήταν μετά το δεξί του χέρι.
       Φτάνοντας ο Άρης στην Πελοπόννησο, είδε τον Στάθη, ο οποίος δεν του άρεσε. Τότε βέβαια ο Στάθης ήταν απλά ο μεγαλοκομουνιστής. Δεν είχε ακόμα δημιουργηθεί η ΟΠΛΑ, δεν είχε ακόμα δράση.
Με την μεγάλη διορατικότητα που είχε ο Άρης, είπε επί λέξει:
"Τι άφησαν αυτόν τον Στάθη να αλωνίζει την περιοχή, εις βάρος του αγώνα; Αυτοί (ενοούσε την ηγεσία του ΚΚΕ) θέλουν μαστίγωμα που του επέτρεψαν να έχει τέτοιες δικαιοδοσίες! Αυτό αύριο μπορεί να κάνει μεγάλο κακό στον λαό!"
Προφήτης(!) ήταν; Μετά από τρεις-τέσσερις μήνες, έκανε μεγάλο κακό αφανίζοντας πολύ κόσμο στους νομούς Αργολιδοκορινθίας.
Το ΚΚΕ ξύπνησε κάποτε(!) και στις 14 Οκτωβρίου του 1944, τον διέγραψε και τον καθαίρεσε, αλλά ήταν πια πολύ αργά...
Έτσι, πολύς κόσμος δεν ήθελε να ακούει για τους αντάρτες που σφάζουν-σκοτώνουν τους αθώους πολίτες!
Για να επανέλθω όμως στον Γεώργιο Τριανταφύλλου. Δεν ήταν λίγα αυτά που κατόρθωσε. Δεν ξέρω πόσους ακριβώς σκότωσε έσφαξε, αλλά σίγουρα πολλούς, με αποτέλεσμα να πετύχει στο έπαρκο την αποστολή του και να δημιουργήσει τέτοιο μίσος

Σελ.152
και τέτοια απέχθεια του κόσμου για τον ΕΛΑΣ, στους δύο νομούς Κορινθίας και Αργολίδας, που κρατάει μέχρι σήμερα ακόμα!
Ο άλλος στην περιφέρεια μας, στο Σοφικό-Αγγελόκαστρο, ήταν ο Αχιλέας. Και αυτός δεν πήγε πίσω. Τα ίδια έκανε περίπου, ότι και ο άλλος. Ήταν από τα Ίσθμια ,λεγόταν Σπανός. Ο ίδιος στη Μακρόνησο, αφού μετανόησε άφησε όνομα για τα βασανιστήρια που έκανε στους, κάποτε, συναγωνιστές του !!!Φανταστείτε τι κάθαρμα ήταν!
Όλα αυτά τα αίσχη, τα φόρτωσαν στον ΕΛΑΣ, οι νικητές!!Ο ΕΛΑΣ δεν δολοφόνησε, όπως λένε οι ταγματαλήτες. Αυτοί δολοφονούσαν με την βοήθεια των ούνων, και κάψανε την μισή Ελλάδα χωρίς να δώσουν λόγο σε κανένα, ενώ κατακρεούργησαν, εξαφάνισαν τα παιδιά του ΕΛΑΣ για το έγκλημα που έκαναν, να πολεμήσουν άοπλοι, σχεδόν ξυπόλητοι και πεινασμένοι, τον κατακτητή, που ήλθε απροσκάλεστος, γιατί είχε υπεροπλία και μπήκε στα σπίτια μας, στην κρεβατοκάμαρά μας. Και επειδή αυτό, οι περισσότεροι Έλληνες πατριώτες, δεν το ανεχτήκαμε, μας βασάνισαν, μας σκότωσαν, μας κρέμασαν, μας έκαψαν.
Και μάλιστα, όπως ανέφερα και πιο πάνω, αυτό δεν γίνονταν ¨επί ίσοις όροις". Εάν εμείς σκοτώναμε ένα Γερμανό, αυτοί για  αντίποινα σκότωναν πενήντα από εμάς!! Δηλαδή ο ούνος, είχε αξία, όχι μία ή δύο φορές παραπάνω, αλλά πενήντα!
Και όμως, όπως και άλοτε, υπήρξαν σφογκοκωλάριοι και ποταπά μισθαρινά όργανα , εφιάλτες-πηλιογούσιδες που συνεργάστηκαν με τους καταχτητές, ξεχνώντας την ένδοξη καταγωγή τους.
Ξέχασαν ότι όταν οι πρόγονοί τους έχτιζαν Παρθενώνες(!), οι ούνοι έτρωγαν βελανίδια.Τι να πει κανείς...
Κατάρα; Αρχίσαμε με Αζήτηδες. Κοτζαμπάσηδες και συνεχίσαμε με Βαυαρούς, Δανούς, Άγγλους, Ιταλούς, Γερμανοτσολιάδες και πάλι Άγγλους για να φτάσουμε στο σήμερα με τους πλανητάρχες-αλητάρχες.

Σελ. 160
Ο ΕΜΦΥΛΙΟΣ 1946-1949
..................................................................................................................................
Όπως αναφέρω παραπάνω, άρχισε ένας ανελέητος διωγμός, ειδικά στην ύπαιθρο. βίασαν, σκότωσαν χωρίς έλεος έως και μακρυνούς συγγενείς αντιστασιακών. Αυτό κράτησε πέντε χρόνια σχεδόν.

Σελ.161
Σ΄αυτά τα πέντε χρόνια στο Αγγελόκαστρο, έλεγα κάθε μέρα:"Έζησα και σήμερα"! Αυτή η λέπρα οι χίτες -αλήτες πρώην ταγματασφαλήτες, όλα αυτά τα χρόνια, ζούσαν εις βάρος του χωριού. Μέρα -νύχτα γλεντοκοπούσαν και πυροβολούσαν προς κάθε κατεύθυνση.
Έτσι για γούστο, αλλά και για να μας τρομοκρατήσουν, μας πέταγαν πέτρες απάνω στην σκεπή που είχε τσίγκους, καμένους από τον μύλο. Το σπίτι μας , αν ήταν σπίτι, ήταν ένα είδος σταύλου-αχυρώνα όπως έχω αναφέρει. θυμάμαι και  απορώ στεκόταν η ψυχή μας στο σώμα με όλες αυτές τις ομοβροντίες από πέτρες και ριπές όπλων όπου γινόταν χαλασμός Κυρίου. Η τρομοκρατία άγρια όσο ποτέ.
Και σαν μην έφταναν όλα αυτά, μας είχαν επιβάλει και κεφαλικό φόρο "χαράτσι", όπως επί τουρκοκρατίας. Για να έχουμε δικαίωμα να φέρουμε το κεφάλι μας, στους ώμους μας, έπρεπε να πληρώσουμε. Αυτοί, οι Κοτίτσας, Τσιάκος και λοιποί, επέβαλαν τοπικό κεφαλικό φόρο.
Ήταν το 1946. Είχαν αναλάβει μόνοι τους, χωρίς διορισμό, να μοιράσουν την βοήθεια από Αμερική της ΟΥΝRΑ από το 1945, που ήταν τρόφιμα, ιματισμός, κλπ.
Αυτά όμως είχαν μερικά έξοδα, για να τα πάρεις, τα οποία έδινε ο κόσμος. Αυτοί όμως, όπως ήταν απολύτως φυσικό δεν το απέδωσαν, αλλά τα έφαγαν, τα σπατάλησαν. και όταν τα ζήτησε το δημόσιο δεν τα είχαν, και έτσι επέβαλαν χαράτσι.
Ποιός κόταγε να μην τα δώσει; Τα αυτόματα όπλα που είχαν κρεμασμένα πάντα στους ώμους τους, ήταν τα νέα, αμερικάνικα που δεν είχε ούτε ο στρατός ακόμα(!), με μεγάλη ευστοχία και εμβέλεια.
Ήταν τόσο το θράσσος τους, που ζήτησαν και από την οικογένεια μου φόρο, χωρίς όμως να μας δείνουν τρόφιμα!! Είμαστε οι μοναδικοί που δεν πέρναμε, διότι ήμασταν μιάσματα, όπως μας αποκάλεσε αργότερα το 1965 ο βασιλιάς Κωνσταντίνος,

Σελ.166
...........................
Έτσι είχαν οπλίσει τον όποιον τυχάρπαστο, απόβρασμα της κοινωνίας. Αυτοί έμοιαζαν με τους γενίτσαρους. Για παράδειγμα, θα αναφέρω την ομάδα στην Κορινθία των Κοτίτσα-Μιεκριζή- Μπάκουλη- Μαγγανά και άλλους που κατατρομοκρατούσαν την περιφέρεια μας κυρίως.
Οι αντιστασιακοί, αλόφρονες, δεν ήξεραν τι να κάνουν μπροστά στον θάνατο. Το δίλημμα ήταν τραγικό, έτσι έφευγαν άλλοι στις πόλεις, άλλοι πάλι στα βουνά, και άλλοι όπως εγώ, περιμέναμε πέντε χρόνια από το 1945-1950 σαν μελλοθάνατοι(!) και λέγαμε ζήσαμε και σήμερα. Είναι τόσο απίστευτα αυτά που ζήσαμε....
Όταν αναλογίζομαι όλα αυτά, δεν το κρύβω, απορώ πως στέκω όρθιος, πως στέκει ο λογισμός μου.
Πρέπει ο άνθρωπος να έχει απίθανες αντοχές. Διότι σε μένα δεν έμεινε τίποτα σκληρό κι απάνθρωπο, που να μην δικιμάσθηκε και το τραγικότερο, όλα αυτά σε ηλικία δεκατεσσάρων έως δεκαεννέα ετών!
Εδώ θα σας φέρω ένα παράδειγμα, τον εαυτό μου. Παρακαλώ να δώσετε προσοχή στα παρακάτω και θα βγάλετε συμπέρασμα ποιός ευθύνεται για την δημιουργία του εμφυλίου και το δεύτερο αντάρτικο, το Δ.Σ.Ε. (Δημοκρατικός, Στρατός, Ελλάδος).
Αφού μας κάψανε, μας εκτελέσανε (τον πατέρα μου), εμένα τρεις φορές με έδειραν και με βασάνισαν και με έβαλαν για εκτέλεση δύο φορές στα δεκατέσσερα και μία στα δεκαπέντε, υπήρξε και τέταρτη που με σκότωσαν στα δεκαεπτά, αλλά ζω παράνομα! Σύνολο τέσσερις φορές για σκότωμα!
Όλα αυτά μου συνέβαιναν, χωρίς να μιλάω, χωρίς καν να βγαίνω έξω από το σπίτι. Και το τραγικό;
Να βλέπω τους δολοφόνους του πατέρα μου, και να μην

Σελ.167
βγάζω μιλιά. Λες και συμφωνούσα που τον δολοφόνησαν, σαν να είχαν δίκιο!!Απερίγραπτα πράγματα!!
'Αλλωστε, για τιε δουλειές μου έφευγα πολύ πρωί, την ώρα που αυτοί κοιμόντουσαν μετά από ολονύχτια κραιπάλη, τρώγοντας σε καθημερινή βάση κρέατα και μεθυσμένοι συνεχώς, χωρίς φυσικά να πληρώνουν!
Είχαν δε, αυτοχρεισθεί ο νόμος. Έκαναν χρέη χωροφύλακα, αγροφύλακα δικαστή!!Είχαν όλες τις εξουσίες στα χέρια τους. Γύριζαν στο χωριό, δέρνοντας όποιον γουστάριζαν.
Θα πρέπει να σημειώσω, ότι είχαν δείρει σχεδόν όλο το χωριό, νέους και μεγάλους στην ηλικία. Ελάχιστοι τολμούσαν να βγαίνουν στην πιάτσα, ή να αντιδράσουν σε ότι αυτοί επιθυμούσαν.
Τώρα θυμάμαι ένα περιστατικό από τα πολλά. Ζήτησαν από τον Παναγιώτη τον Βύρλα (ή Παναγή πέρα), ζει σήμερα ο άνθρωπος, να τούς πάει αμέσως ένα αρνί και όταν αυτός αντέδρασε, πήγαν στο σπίτι του και του πήραν το μεγαλύτερο, το πρώτο που είχε για κριάρι.
Όπως είπα παραπάνω, από το 1945 είχαν μια ομάδα περί τα δεκαπέντε άτομα, νέους από το χωριό. Τους είχαν εξοπλίσει μα αραβίδες ιταλικές και αυτόματα και με την ταυτότητα της ΧΙ. Η ΧΙ ήταν μία παρακρατική οργάνωση "οι χίτες", με αρχηγό κάποιον στρατιωτικό Γρίβα Γεώργιο.
...............................................................................................

Σελ. 168
Παρακάτω αναφέρω μερικά από τα κατορθώματα που έκαναν οι χίτες και στο χωριό μας!!
Αγράμματα παιδιά, και αμόρφωτα καθώς ήσαν, αρκετά από αυτά, παρασύρθηκαν σε ορισμένα επεισόδια. Λόγου χάρη, πολλές φορές πήγαιναν σε άλλα χωριά νύχτα. Σπάζοντας πόρτες έμπαιναν μέσα στα σπίτια, τράβαγαν έξω τους αθώους ανθρώπους και τους τσάκιζαν στο ξύλο, αφού τους άρπαζαν ότι τους άρεσε, ρούχα και διάφορα τιμαλφή.
Κάτι αντίστοιχο έκαναν και σε μένα, όπως ανέφερα, μόνο που εμένα δεν μου πήραν τίποτα, γιατί δεν είχα! Απλά με σκότωσαν με πέτρες!
Η Χάρη τους, έφτασε όπως μου είχαν περιγράψει οι Μ. Μπέκας και Τάκης Γκέλης, μέχρι και τα κοντινά νησιά, το Αγκίστρι, την Αίγινα, την Σαλαμίνα. Σ΄ ένα νησί που είχαν πάει νύχτα, αφού μπήκαν μέσα σ΄ ένα σπίτι, ο Κοτίτσας, ο Τσιάκος και ο Γιάννης Κλάσκας, τράβηξαν έξω τον άντρα για τα παραιτέρω...
Του λέει η γυναίκα του, σιγά στα αρβανίτικα!!!
-Να φωνάξω τον τάδε;
-Τι ρωτάς, δεν βλέπεις ότι θα μας σκοτώσουν;
Που να ήξεραν ότι τα αρβανίτικα, ήταν ουσιαστικά η μόνη γλώσσα που ήξεραν. Ο Μπέκας που την άκουσε, φυσικά δεν της επέτρεψε να βγει έξω.
Άλλη περίπτωση σε νησί πάλι. Λέει χαμηλόφωνα ο άντρας στη γυναίκα στα αρβανίτικα: "Χτύπα τους, από πίσω με το τσεκούρι!" Η γλώσσα τους έσωσε και πάλι, αφού ήταν σε νησί και θα μπορούσαν να εγκλωβιστούν. Γλύτωσαν όμως αφού έλιωσαν τον άντρα στο ξύλο, τη γυναίκα την σκέπασαν κάτω από μία σκάφη και έβαλαν επάνω σακιά γεμάτα αλεύρι για να μην μπορεί να βγει. Την φυλάκισαν με αυτόν τον απλό τρόπο!
Ανέφερα δύο περιπτώσεις, για να δώσω μια εικόνα στο τι γινότατε τότε σε όλη τη χώρα, για τέσσερα τουλάχιστον χρόνια.

Σελ. 169
    Προσπαθούσαν άμεσα με την τρομοκρατία, να διώξουν τον κόσμο να πάρει τα βουνά.
Για να επανέλθω, στα ωράριά μου και ότι δεν τους προκαλούσα με κανένα τρόπο.
Το βράδυ γύριζα από την αγροτική δουλειά με προσοχή, και ποτέ από κεντρικό δρόμο του χωριού.
Και ρωτώ τον αναγνώστη. Τι θα έκανες όταν ήσουν δεκαεπτά χρονών με όλα αυτά; και οι αντάρτες να είναι δέκα χιλιόμετρα μακριά από το χωριό; Ήταν συγκεκριμένα στο Σιέσι Μάδι, σύνορα Αγγελοκάστρου με Λίμνες, δεκαπέντε λεπτά δρόμος για μένα.
Ασφαλώς θα πήγαινες αντάρτης και θα σε βάφτιζαν "κατσιαπλιά-κομουνιστοσυμορίτη", και ας ήσουν άγιος.
Εδώ τώρα εξομολογούμαι ,'οτι εάν δεν είχα τα αδέλφια μου Παντελή και Ντίνα, θα πήγενα αντάρτης.
Και ξαναρωτώ τον κάθε καλόπιστο, λογικό άνθρωπο να σκεφτεί με το χέρι στην καρδιά και να απαντήσει: Ποιός δημιούργησε το δεύτερο αντάρτικα, τον εμφύλιο; Ποιός θα με έστελνε αντάρτη; Μα οι χίτες φυσικά αφού δεν με άφηναν να κοιτάξω την δουλειά μου, τα χάλια μας, παρά συνέχεια ξύλο, απειλές, τρομοκρατία.
Και πάντα με την ψυχή στο στόμα αν θα μ΄ αφήσουν ζωντανό.
Παρόλα αυτά, εγώ ο ορφανός, ο κατεστραμένος, ο κατατρομαγμένος που προσπαθούσα να επιζήσω, μαζί και η τριμελής οικογένεια, με μοναδικό εφόδιο ένα μουλάρι και τίποτε άλλο, δεν το έβαλα κάτω. Είπα αν μ΄ αφήσουν να ζήσω, θα επιβιώσω και θα προοδεύσω. Και όχι μόνο επιβίωσα, αλλά η μεγάλη ΑΔΙΚΙΑ μου χαλύβδωσε την ψυχή και το σώμα και είπα:
"Μα εγώ δεν ζω γονατιστός, γιατί είμαι του Κώστα και της Διοφάνος γιός!!"
Επιπλέον δημιούργησα και οφέλεισα την οικογένειά μου και

Σελ.170
γενικά τον συνάθρωπό μου, επανιδρύοντας τον πετρόμυλο τότε φτάνοντας σήμερα σ΄ ένα υπερσύγχρονο κυλινδρόμυλο, ίσως τον μοναδικό στην Ελλάδα, που απασχολεί 140-150 άτομα προσωπικό, μαζί με την νέα σύγχρονη μονάδα οινοποιείου.
Γι΄ αυτό, σε πείσμα των εθνικοφρόνων, δεν πήγα αντάρτης. Δεν έκανα το κέφι, στους στρατολόγους του Ζαχαριάδη χίτες και ορθώς έπραξα. Βέβαια λέω τώρα ορθώς έπραξα γιατί ΕΖΗΣΑ! Ίσως ήταν θέμα τύχης ή έζησα από ένα καπρίτσιο της τύχης...!
Τι θα είχε γίνει αν είχα πάει αντάρτης; Απλά σήμερα δεν θα υπήρχα, άρα δεν θα υπήρχε και αυτή η αξιόλογη μονάδα, που δίνει δουλειά σε εκατόν πενήντα οικογένειες.
Τα βλέπετε κομουνιστοφάγοι εθνικόφρονες...!; Ότι ζημιά θα κάνατε, έαν με στέλνατε αντάρτη; Έτσι λοιπόν, εάν είχα πάει αντάρτης, θα με είχατε στείλει εσεις!! Το πού-πολύ να είχα

Σελ.171
αφαιρέσει κάποιες ζωές, δηλαδή μόνο κακό θα είχαν δημιουργήσει στρατολογώντας με, με αυτό τον τρόπο, δηλαδή ούτε εγώ θα υπήρχα ούτε εσείς θα κάνατε τον κόπο να διαβάσετε αυτό το βιβλίο.
..........................................................................................

Σελ.177
……………………………….
Ποιός φταίει τότε; Ο καταχτητής ή για παράδειγμα ο Νίκος ο Κουτσούκος ή Λάγιας χωριανός μου; Αυτός που άκουσε από τους ομήρους των Γερμανών από τις λίμνες, στις 27 μαϊου του 1944 την νύχτα τους είχαν πιάσει οι Γερμανοί που κανόνιζαν όλοι μαζί να αποδράσουν μιλώντας στα αρβανίτικα, και ενώ συμφώνησαν όλοι και αυτός μαζί μετά βρίσκει κρυφά τον διερμηνέα και του αποκαλύπτει το μυστικό;
Το αποτέλεσμα ήταν, να τους ακτελέσουν όλους την ίδια στιγμή, τη νύχτα, στα παλιάμπελα του χωριού μας πλήν βέβαια του Λάγια.
Και την επόμενη μέρα, σαν μην έφτανε το κατόρθωμά του, πρόδωσε τον Νίκο Μπινιάρη, υπεύθυνα του ΕΛΑΣ, τον οποίο κυνηγούσαν οι Γερμανοί. Όταν ζύγωσαν κοντά οι Γερμανοί, μπήκε ο Νίκος Μπινιάρης σ΄ ένα χωράφι στη Δήμαινα, που θέριζαν άσχετοι αγρότες, και θέριζε μαζί τους.
Θα γλίτωνε, εάν δεν τον έδειχνε ο προδότης ο Λάγιας!!
Τον σκότωσαν και αυτόν επειδή ήταν στο ΕΑΜ κατά των καταχτητών, αφήνοντας την χήρα γυναίκα του με πέντα παιδιά ηλικίας από οχτώ χρονών το μεγαλύτερο, ο Γιάννης έως κάτι ημερών το μικρότερο!! Αυτό κι αν δεν ήταν ανδραγάθημα! Τα οποία πέντε παιδιά, όταν μεγάλωσαν, ο Καραμανλής τα έστειλε στα καμίνια της Γερμανίας και της Αυστραλίας, για να απαλύνει τον πόνο τους!

Σελ.178
Ο οποίος Λάγιας, από όμηρος εξελίχθηκε σε καταδότη κλάσεως και έφτασε η χάρη του, έως την χούντα που ήταν και πάλι όπως τότε, ο φόβος των συγχωριανών του, ειδικά στη Δήμαινα που κατοικούσε.
Είχε φέρει πολλούς ανθρώπους σε δύσκολη θέση. 'Εβαζε τη μύτη του σε όλα, όπως μου έλεγε ο νουνός μου, Νιχάλης Θεωδώρου (ή Κοσμάς ή Μαγκιώρος) όπως έγραφε η ταμπέλα του μαγαζιού του).
Μου λέει κάποτε: "Βρε βαφτιστήρι, με αυτόν το παλιοτόμαρο, έχω βρει τον μπελά μου. Με παρακολουθεί μέρα-νύχτα! Τι τον πήρε ο δαίμονας από την άκρη του Αγγελόκαστρου και τον έφερε μπροστά μου, στο κέντρο της Δήμαινας; Με καλούν κάθε τόσο στην Επίδαυρο, στην αστυνομία". Εκείνη την εποχή ήτανε γείτονες, εννοώ στην Δήμαινα ,ενώ το πατρικό του Λάγια, ήταν στην άκρη του χωριού μας.
Εδώ μια παρένθεση. Θυμήθηκα την αστυνομία, όταν μετά το 1950 απαλαγήκαμε από τους χιτομάυδες, μας παρέλαβαν οι χωροφύλακες!!
......................................................................
Σελ 184
ΜΕΡΙΚΑ ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΑ
Ήταν μεγάλο Σάββατο του 1946, αργά το απόγευμα, και η μητριά μου ήταν στην αυλή μας. Της φωνάζει ο Τσιάκος οπλισμένος σαν αστακός: "Απόψε θα πεθάνετε, εαμοβούλγαροι!!"
Η τρομοκρατία στο αποκορύφωμά της. Φοβηθήκαμε πολύ και αμέσως φύγαμε κρυφά, από το βουνό Πουλαζέζα Κρούαθι. πήρα την αδελφή μου την Ντίνα στα χέρια, που δεν ήταν ακόμα δύο ετών. Ο Παντελής στα έξι του, μπορούσε να περπατήσει;
Μόνο αυτός το ήξερε, αν μπορούσε να περπατάει στο βουνό! Δεν θυμάμαι αν είχε παπούτσια! Πηγαίναμε στο Σοφικό. Στα μισά του δρόμου, ήταν η στάνη του Νίκου Γιάννου, που ήταν πρώτος εξάδελφος. Φιλοτιμήθηκε να κρατήσει μόνο έναν ,εμένα. Το φιλότιμο ήταν, όπως φαίνεται, μέχρι εκεί, για ένα άτομο. Και ο άνθρωπος ήταν ευκατάστατος, γι΄ αυτό δικαιολογημένα ήταν δεξιός, γιατί ήταν εύπορος. Ένας μικρός χωρισμός και εκεί, το θυμάμαι!
Οι άλλοι, πήγαν στο Σοφικό. Την άλλη μέρα, η οικογένεια του ξάδελφου, που ήταν μεγάλη, έψησε αρνί για το καλό, αφού ήταν ανήμερα Πάσχα. Εγώ για να μην κλαίω μπροστά τους, πήγαινα τάχα μου να βρω φωλιές πουλιών. (Τότε τα πουλιά στην περιοχή ήταν πολλά. Σήμερα δεν υπάρχει κανένα!)
Με φώναξαν το μεσημέρι. Φάγαμε και πεινούσα πολύ, αλλά ο κόμπος ήταν συνέχεια στο λαιμό μου. Πως να φας, όταν η οικογένεια έλειπε ατή την ημέρα; Ήμουν πολύ δεμένος με την οικογένειά μου.

Σελ. 185
Το απόγευμα, φύγαμε για να πάμε στο χωριό, γιατί γινόταν η αγάπη στην εκκλησία. Τώρα ήταν δύσκολα. πως να πάω με παλιοπάπουτσα και το παντελόνι πίσω με μπαλώματα και λίγο σχισμένο; Τι να έκανα τώρα; ο κόσμος που υπήρχε, ήταν τότε πολύς. Η λύση που μπόρεσα να βρώ, ήταν να πάω κοντά στην μάντρα της εκκλησίας και να περπατήσω με τα νώτα, μάντρα- μάντρα! Έτσι μετρίασα κάπως την ντροπή!
Θα αναφερθώ και σ΄ ένα άλλο περιστατικό την ίδια εποχή περίπου. Τότε έφερναν πολλά τρόφιμα, αμερικάνικη βοήθεια. Τόλμησε η μητριά μου, να πάει εκεί που έκαναν διανομή, στου Βασίλη Κλάσκα το σαρματζίδικο.
Όπως έφτασε στην πόρτα, βλέπει (ήταν ξύπνια, ας ήταν αγράμματη) τον Τσιάκο, να παίρνει μια μεγάλη κονσέρβα και να την εκσφενδονίζει επάνω της. Δεν την πέτυχε, διότι πρόλαβε και έφυγε τρέχοντας τον ανήφορο. Από κοντά αυτός και ο Γιάννης ο Μέτσιος. Τους πήρε χαμπάρι, μπαίνει μέσα στο σπίτι και παίρνει την Ντίνα που ήταν δύο χρονών στα χέρια.
Όπως έλεγε μετά, το έκανε για προστασία. Σου λέει: "θα με σκοτώσουν με το μωρό στην αγκαλιά;" Αυτή ήταν έξυπνη κίνηση. Παρ΄ όλα αυτά, την βγάλανε έξω από το σπίτι, την βάλανε στη μουριά κοντά και τη σημάδευαν με τα αυτόματα, λέγοντας: "Κομουνίστρια, ήρθε το τέλος σου!" Τους είπε: "Σκοτώστε με επιτέλους, τι άλλο θέλετε;"
Δεν ήταν και λίγο αυτό. Που να ήξερε, τι θα αποφάσιζαν; Τελικά, αφού της έστειλαν την ψυχή στην Κούλουρη, ξεκουμπίστηκαν οι θρασύδειλοι.
Άνοιξη του 1945 ή του 1946, δεν θυμάμαι ακριβώς, ακούσαμε τον τελάλη απέναντι να λέει, ότι έχει έρθει ο αρμόδιος υπάλληλος και ζητά όποιος έχει πάθει ζημιά από τους γερμανούς, να πάει στου Μ. Οικονόμου το μαγαζί, να δηλώσει για τις ζημιές.
Ήταν νομίζω, το σχέδιο MARSAL., για να αποκατασταθούν τα κοινωφελή έργα, εργοστάσια, γέφυρες, κ.λ.π.

Σελ.186
Γιά καλή μου τύχη, αυτή την ημέρα, δεν ήταν η λέπρα χίτες στο χωριό, οπότε πέρασα την γραμμή πυρός, που ήταν η πιάτσα για μένα. Φτάνω εκεί να δηλώσω. Μου λέει: "Γιατί ήρθες εσύ;" "Γιατί δεν έχω πατέρα."
Πάντα απέφευγα να λέω ότι τον σκότωσαν οι Γερμανοί, γιατί αυτόματα σε βάφτιζαν κομμουνιστή! "Ούτε λόγος" για το ότι τον σκότωσαν οι τσολιάδες. Τότε έπρεπε να σκοτώσουν και μένα!
Επεμβαίνει ο Κ. Οικονόμου, και αφελώς λέει ότι τον πατέρα μου, τον σκότωσαν οι Γερμανοί.
"Πως λέγεσαι;΄"
"Μάρρας."
"Πως είπες; Μάρρας;" Τότε πετάγεται αυτό το σίχαμα, ανοίγει το συρτάρι του τραπεζιού, και βγάζει ένα περίστροφο μαύρο με μύλο, ουρλιάζοντας: "Κομουνιστές, την Παναγία σας, τον Χριστό σας που έχετε μούτρα και ζητάτε ακόμα".
Μια παρατήρηση να κάνω. Οι δεξιοί λένε ότι σέβονται και πολεμάνε για την πατρίδα, την οικογένεια, την θρησκεία τα όσια και τα ιερά, αλλά τις χριστοπαναγίες τις κατεβάζουν χωρίς αιδώ!
Φυσικά δεν πρόλαβε να μου ρίξει, διότι είχα εκπεδευτεί στην τρεχάλα και με τα πρώτα ουρλιαχτά το είχα βάλει στα πόδια. Αυτός ήταν ένα σύχαμα από το Σοφικό, Μερτίκας Μίμης το ονομά του, τον οποίο έχω γείτονα τώρα στην Κόρινθο, μένει απέναντι από την πολυκατοικία μας. Κρίμα τη δράση του και τους παχυλούς μισθούς. Σε νοίκι μένει...
Τελικά δεν πήραμε καμιά βοήθεια από το σχέδιο Μάρσαμ. Τα έφαγαν όλα. Ποιοί; Αυτοί που μας κατέστρεψαν, οι δοσίλογοι ταγματασφαλήτες, Πανούσηδες, Παπαλεονάρδου και λοιποί.
Αλλά εμείς, σε πείσμα όλων αυτών, τα φτιάξαμε όπως και πριν και πολύ καλύτερα, έχοντας δύο φοβερά όπλα. Δύο όπλα ανίκητα, την τιμιότητα και την εργασία. Πολύ εργασία, παρόλα τα εμπόδια που καθημερινά βρήσκαμε μπροστά μας. Δηλαδή καρφώματα από τους δύο-τρεις χαφιέδες που είχαμε στο χωριό, στην αστυνομία, για απίθανα πράγματα, όπως για σκόνες, για απόβλητα, του κυλινδρόμυλου!!
Που; Στο Αγγλόκαστρο,........

Σελ. 196
ΠΑΣΧΑ 1947
Μόλις είχαμε πάρει μια βοήθεια, σαν σύνταξη ,η οποία κράτησε λίγο καιρό. Μετάνοιωσαν; Ποιός ξέρει γιατί μας έκοψαν μετά από λίγο καιρό, ενώ οι ταγματασφαλήτες έπαιρναν συνέχεια και παίρνουν!
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, μετά από τρία χρόνια όλο παλιά ρούχα με μπαλόματα, να έχω για το Πάσχα παπούτσια καλά, σκαρπίνια και πουκάμισο πουπλίνα! Γιατί έως τότε, φορούσα παπούτσια από ρόδα αυτοκινήτου, τα λεγόμενα καλουτσούκα.
........................................................
Ως συνήθως, την Λαμπρή ,πέφτουνε διάφορα βαρελότα και

Σελ.197
πυροβολισμοί. Μετά το μεσημέρι όμως πύκνωσαν οι πυροβολισμοί και προστέθηκαν σε αυτούς και ριπές των αυτομάτων. Η κατάσταση πλέον, δεν θύμιζε γλέντι του Πάσχα, αλλά μάχη.
Είχαν μεθύσει αυτά τα καθάρματα; οι χίτες και συναγωνίζονταν, ποιός θα ρίξει περισσότερες σφαίρες. Οι οποίες σφαίρες, όταν έρχονταν προς το σπίτι μας, νόμιζες ότι έσκαγαν πάνω από το κεφάλι μας, γιατί ποτέ δεν μας ξέχναγαν!
Γύριζαν τις κάννες προς το σπίτι μας, καθότι είμαστε εύκολος στόχος, διότι το σπίτι ήταν κοντά στην αγορά και η εκκλησία, ούτε πενήντα μέτρα προς τα επάνω. Έτσι λοιπόν την αναμενόμενη χαρά, την διαδέχτηκε η θλίψη.
Ποια ήταν η αντίδρασή μου; Το κλάμα και πάλι κλάμα, και πάντα επικαλούσα τον πατέρα μου με τις γνωστές φράσεις. "μπαμπά μου-μπαμπά μου", μέσα στο σπίτι, χωρίς να μπορώ να ξεμυτήσω ούτε στην αυλή του σπιτιού μας.
Αλήθεια, για ποιό σπίτι μιλάω; Στον καμένο μύλο, είχαμε ρίξει λαμαρίνες, τσίγκους καμένους όπως στις στάνες. Το είχα χωρίσει στη μέση με ντούσκο, ήρεμη βελανιδιά. Στο δωμάτιο εμείς και στο άλλο το μουλάρι μας , ο σωτήρας μας, ο μόνος πόρος (έσοδο) για να ζήσουμε.
Σημειώνω ότι όλος ο κόσμος ήταν στον Άγιο Δημήτρη και τραγουδούσε. Το πόσο ζήλευα, δεν περιγράφεται. Δεν ήταν αδικία; Να γλεντάει όλο το χωριό και μόνο εμείς δεν είχαμε αυτό το δικαίωμα, για το γνωστό έγκλημα μας, να αντισταθούμε στους ούνους. Άρα είμαστε εθνοπροδότες και δεν είχαμε ίδια δικαιώματα με αυτούς που συνεργάστηκαν μαζί τους και μας κατέστρεψαν ολοσχερώς!

Σελ.202
ΠΩΣ ΠΑΡΑΛΙΓΟ ΝΑ ΠΑΩ ΑΝΤΑΡΤΗΣ
Αυτή τη φορά, τα γεγονότα που θα γράψω έχουν συμβεί μέσα στον Νοέμβρη του 1947.
Έχουμε πάει με τον Θανάση τον Δάφνη στο βουνό, να κάνουμε ξύλα για το τζάκι. Ποιό τζάκι; Ας το πούμε έτσι. Είχαμε αφήσει τα ζώα να βοσκίσουν. Πιο πάνω ήταν χωράφι σπαρμένο, χωρίς να ξέρουμε. Εξάλου, ότι είχε φυτρώσει το γέννημα. Δεν έκαναν ζημιά τα ζώα, απλώς πέρασαν. Έλα όμως που ο προστάτης των ανθρώπων ήταν ο "Τσιάκος" Α. Μαζιώτης, χίτης υπαρχηγός στο χωριό μας.
Είπα παραπάνω, ότι είχαν όλες τις εξουσίες στα χέρια τους. Ακόμη και του δραγάτη-αγροφύλακα. Οπότε, ακούμε κάποιον να βρίζει χυδαία και να βλαστημάει και σε κάποια φάση να λέει τη λέξη κομουνίστρια. Έτσι αποκαλούσε το μουλάρι μου, που ήταν θηλυκό, αλλά ζόρικο, σαν το αφεντικό του!!
Αυτός, είχε πιάσει τα δύο ζώα και τα έσερνε προς τα κάτω που είμαστε εμείς, αλλά η μούλα μου με τις φωνές αγρίεψε και δεν τον ακολουθούσε, με αποτέλεσμα να φωνάζει "κομουνίστρια, θα σε γ........ εγώ!)
Λέω του Θανάση: "Πήγενε να δεις τι γίνεται"
Ακούω όμως σε λίγο τις μαγκουριές που έτρωγε ο Θανάσης, ο οποίος ήταν ομοϊδεάτης τους, αλλά τις έτρωγε γιατί έκανε παρέα με κομουνιστή.
Έρχονταν τώρα προς εμένα, βρίζοντας. "Θα του φάω την

Σελ.203
καρδιά του εαμοβούλγαρου του Μάρρα". Φυσικά όλα αυτά εις άπταιστον αλβανβική. Αρβανίτικη γλώσσα. ΑΓΡΙΕΨΑ!!! Ήμουν ήδη δεκαεπτά χρονών, πολύ δυνατός και αφάνταστα ψύχραιμος.
Στα λίγα λεπτά που μεσολάβησαν, πήρα την οριστική απόφαση να τον σκοτώσω και με το όπλα του να πάω αντάρτης στον Δ.Σ.Ε.
Είπα μέσα μου: "Άει σιχτίρ επιτέλους, ε, δεν υποφέρονται πια". Είχε προηγηθεί η πολτοποίησή μου(!), τον Αύγουστο, από τους χίτες και από τότε είχα ορκιστή ότι δεν θα δεχόμουν ποτέ πια να με ξαναχτυπήσουν. Γ΄ αυτό και δεν δεχόμουν ποτέ πια να με ξαναχτυπήσουν. Γι΄ αυτό και δεν το έβαλα στα πόδια να φύγω.
Θα πήγενα στο βουνό, οπότε δεν κούνησα από την θέση μου και τον περίμενα όρθιος με το ξυνιάρι στο χέρι, χαλαρά τάχα μου. Τον βλέπω να έρχεται καταπάνω μου, με το αμερικάνικο αυτόματο, μ΄ ένα περίστροφο μπροστά στη ζώνη και την απαραίτητη κάμα σεβαστών διαστάσεων, με λαβή σε ανοιχτό χρώμα και μιά γερμανική χειροβομβίδα με ξύλινη χειρολαβή.
Όλα αυτά αποτυπώθηκαν αστραπιαία, για το πως θα ενεργήσω. Θα τον χτύπαγα ακαριαία, θα έπερνα τα όπλα του και θα πήγαινα στους αντάρτες, οι οποίοι ήταν περί τα δέκα χιλιόμετρα μακριά στη θέση Σεσιμάδι, περιοχή του γειτονικού μας χωριού Λίμνες. Εδώ ίσχυε πλέον αυτό απ΄ το θούριο του Ρήγα το "καλύτερα μιάς ώρας ελεύθερη ζωή...."
Κι έτσι μετά την οριστική απόφαση, τον περίμενα. Ο Τσιάκος ήταν αγράμματος, αλλά ήταν υπέρ του δέοντος πονηρός. Ενώ έδινε την εντύπωση ότι θα με λιντσάρει, την τελευταία στιγμή, αφού είδε ότι εγώ δεν κούνισα, κάτι υποψιάστηκε. Προφανώς και η όψη μου, θα είχε καταφανώς αλλάει. Φυσικό ήταν, με τέτοια απόφαση τραγική που είχα πάρει, πεζοντας τα πάντα κορώνα -γράμματα, ως και την ζωή μου ακόμα!! Φώναζε, για να καλύψει την υποχώρηση, ότι τα ζώα έκαναν ζημιά στο χωράφι του Πάνο Βασιλ-Γκιώνη.
Απαντώ με δύο κουβέντες: "Αν έκαναν ζημιά, και έχει απαίτηση ο Παναγιώτης Γκιώνης, θα την πληρώσουμε". Τα ζώα, λέει επιτάσονται λόγω ζημιάς. Πάλι πρυτάνευσε η λογική και η ψυχραιμία, που απ΄ ότι φαίνεται είχα πολύ!! Έτσι λοιπόν δεν έδωσα συνέχεια για να τον εμποδίσω να πάρει τα ζώα.
Τα πήγε παραπάνω και τα άφησε, αν θυμάμαι καλά χωρίς να τα επιτάξει. Μην σας φαίνεται αστείο, τότε πίστευαν ότι ήταν εξουσία. Μπορούσαν να κάνουν ότι ήθελαν, δεν είναι άλλωστε λίγα τα παραδείγματα.
Στις Κλένιες συγκεκριμένα, με αυτόν τον τρόπο σκότωσαν τον εαμίτη Τόμπρο, φίλο του πατέρα μου, έναν λεβέντη μορφωμένο ωραίο άντρα, και στις Λίμνες είχαν σκοτώσει ανθρώπους νόμιμα αφού πρώτα φορούσαν στρατιωτικό καπέλο με την κορώνα του βασιλιά!! Έλεγαν στον ετοιμοθάνατο: ¨εν ονόματι του νόμου και του βασιλέως των Ελλήνων..." απαγγέλοντας την κατηγορία ότι...και στο τέλος "ζήτω ο Βασιλέης"!
............................................................................................

Σελ. 205
...........................................................................................
Εδώ παίρνω αφορμή και θα αναφέρω ένα πραγματικό τραγικό γεγονός, που έγινε στο Ξυλόκαστρο. Ήταν Κυριακή τον Μάη του 1944, όταν ακούστηκε ότι έφεραν έναν αξιωματικό αντάρτη, σκοτωμένο έξω από την αστυνομία. Μαζεύτηκε κόσμος για να δει τον σκοτωμένο, οπότε βλέπουν κάποιον ταγματασφαλήτη να έρχεται με φούρια και να λέει:"να του κόψουμε το κεφάλι!"
Οι ταγματασφαλήτες, έκοβαν με ευκολία τα κεφάλια των σκοτωμένων και των αιχμαλώτων!!Ποιο κεφάλι ήθελε να κόψει; Το κεφάλι του αδελφού του!! Και όμως, ήταν πραγματικά ο ίδιος του ο αδερφός!

Σελ.226
ΤΟ ΛΙΝΤΣΑΡΙΣΜΑ ΤΟΥ ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΥ ΦΡΑΓΚΑΚΗ
Ήταν Μάρτιος του 1947. Σκάβαμε μια παρέα στα αμπέλια του χωριού μας. Μαζί μου ο Τάκης Γκέλης, ο Σωτήρης Ζυμβρακάκης, ο Δημήτρης Τζάθας και ο Δημήτρης ο Ζερβός. Η τρομοκρατία ΒΑΣΙΛΕΥΕ! Κυριολεκτικά βασίλευε παντού ελέω βασιλιά Γεωργίου του β΄ που η καλοσύνη του, ήταν αποτυπωμένη στη φάτσα του. Εδώ ίσχυε το ρητό: "οία η μορφή και η ψυχή".
Εκεί κοντά σκάβανε και τα τρία αδέλφια Φραγκάκη. Σε κάποια στιγμή, βλέπουμε να έρχονται προς τα εμάς ,οι δύο εγκληματίες χίτες, ο Κοτίτσας και ο Τσιάκος, που συναγωνίζονταν οι δθο τους, στις θηριωδίες. Μου λέει χαμηλόφωνα ο Τάκης ο Γκέλης:" Τους βλέπεις; Έρχονται εδώ, τι θα κάνουμε;" Του λέω:"Τίποτα. Για μένα έρχονται."
Συνέχιζα να σκάβω, περιμένοντας τι θα γίνει. Θα με δείρουν; Θα με σκοτώσουν; Το είχα πάρει απόφαση. Δεν ήταν εξάλλου η πρώτη φορά. Είχα συνηθίσει να περιμένω το θάνατο;Τι να πω!!
Όμως αυτήν την ημέρα, δεν είχα εγώ σειρά, αλλά ο πριν από εμένα εικοσάχρονος κομουνιστής, Θρασύβουλος Φραγκάκης, ο οποίος όταν ήταν δεκαοχτώ χρονών και με γραμματικές γνώσεις σχεδόν δημοτικού, μελέτησε Μάρξ και Λένιν, καταπώς φαίνεται στα πρόβατα που φύλαγε!! Έτσι λοιπόν βγήκε τέλειος κομουνιστής, και γι΄ αυτό πήγε αντάρτης, για να πουλήσει την Ελλάδα στους Βούλγαρους και στους Ρώσους.

Σελ. 227
Έτσι δίνω μια εικόνα για τους πατριδοκάπηλους, που αγωνίζονταν τάχα μου για τα όσια και ιερά, πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια, και ήταν-είναι το 20% περίπου του πληθυσμού, ενώ εμείς οι πολλοί, το 80% ήμαστε άθεοι, πατριδοκτόνοι. Η κακοήθεια στο μεγαλείο της και έτσι με τον μπαμπούλα του κομουνισμού, οργίασαν, κάψανε, σκότωσαν και πλούτισαν εις βάρος του απλού φτωχού λαού της πατρίδος μας!!
Όπως έγραψα λοιπόν και πιο πάνω, σειρά είχε ο Θρασύβουλος, τον οποίον έδερναν μπροστά στα τρία αδέλφια του, ανηλεώς, χωρίς αυτά να μπορούν να αντιδράσουν. Ναι, δεν μπορούσες να αντιδράσεις, δεν είχες να κάνεις μόνο με αυτούς τους δύο. Είχες να κάνεις με το νόμιμο κράτος. Κοντολογίς, τον έδειραν τόσο άγρια, έως που έχασε τις αισθήσεις του και νόμισαν ,ότι πέθανε. Έτσι νομίσαμε και εμείς, που είμαστε σχετικά κοντά, στα τριάντα μέτρα περίπου το πολύ. Μετά τον φόρτωσαν σε μουλάρι και έφυγαν για το χωριό τους τη Δήμαινα. Έχω μπροστά μου την εικόνα. Ήταν αυτός ο λεβέντης Θρασύβουλος μια άμορφη μάζα πλέον.
Εκεί είδα δύο "ανθρώπους;" να είναι κατάκοποι και να τρέχει ο ιδρώτας τους, ποτάμι. Φανταστείτε με πόση λύσσα τον χτύπαγαν! Ποιόν χτύπαγαν; Τον Θρασύβουλο, που δεν τον έκανε κανένας καλά(ζάπι) στο χωριό.
Ο Θρασύβουλος ήταν ένα παιδί για το οποίο η λέξη ζωντανός, χάνει την αξία της. Ήταν πολύ δυνατός, καλοπροαίρετος, καλοσυνάτος και με μεγάλα αποθέματα αντοχής. Μας νικούσε όλους στο χωριό, στην πάλη, το παιχνίδι της εποχής. Ήταν επίσης φοβερά γρήγορος, αίλουρος σωστός.
Το 1944 στα δεκαοχτώ του χρόνια, μέσα στον γενικό ξεσηκωμό, εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ. Τι το ήθελε; Αυτόματα συνεπώς, τον βάφτισαν κομουνιστή και αυτό επειδή στη μάχη της Στυμφαλίας, έπιασε μερικούς Γερμανούς αιχμαλώτους (και όχι μόνο ένα).

Σελ.228
Εκεί τα χρειάστηκαν οι Γερμανοί. Πως τα κατάφερε; Με την πίεση του ΕΛΑΣ, η μάχη ήταν προς το τέλος της. με το αετίσιο βλέμμα του, ανακάλυψε Γερμανούς να είναι μέσα στη λίμνη και να αναπνέουν με καλάμια. Έτσι λοιπόν, έναν-έναν τους έβγαζε έξω, σαν βρεγμένες γάτες.
Βαρύ το ατόπημά του! Χωρίς να μακρηγορώ, δεν είχε πειράξει Έλληνα ούτε κατά διάνοια. Αλλά η ρετσινιά που τον κυνήγαγε, ήταν η μεγάλη αντίσταση κατά των ΦΙΛΩΝ Γερμανών.
Έπρεπε να τιμωρηθεί, με την ποινή του θανάτου, αλλά όχι με σφαίρες. Με αργό θάνατο, για το έγκλημά του να πολεμήσει τους κατακτητές και να τους ρεζιλέψει, πιάνοντας τους αιχμαλώτους; Ε αυτό πήγαινε πολύ!
Μετά από πολύ καιρό, τον είχα ρωτήσει:" Τι έγινε μετά με τους Γερμανούς; Τους χτύπησες, τους σκότωσες;" Μου απάντησε: "Τι να χτύπαγα από δαύτους; Τρέμανε σαν το ψάρι, και φαίνονταν σαν το ποντίκι που έχει πέσει μέσα στη λίμπα με το λάδι. Πίστεψέ με, τους λυπήθηκα! Τους παραδώσαμε στο τάγμα μας .Δεν ξέρω τι έγινε"
Απίστευτο να ακούς από αντάρτη, ότι τους λυπήθηκε. Τέτοια καρδιά είχε ο Θρασύβουλος, ο κακός, ο κομουνιστής!!!
Περίπου παρόμοια τύχη είχε και ο αδελφός του ο Στέφανος, που τον κομμάτιασε ο Μαγγανάς ένα χρόνο αργότερα το 1948, στο χωράφι του που καμάτεβε, σπέρνοντας σιτάρι για να θρέψει την οικογένειά του. Χωρίς να έχει ιδέα σχεδόν για τίποτα από τα παραπάνω, ένας πολύ καλός άνθρωπος που δεν είχε πειράξει μύγα, πέθανε γιατί ήταν αδελφός του Θρασύβουλου, που πολεμούσε τους ούννους!!

Σελ. 229
Ο ΜΑΓΓΑΝΑΣ
Ήταν Οκτώβρης του 1948. Το άλλο μπουμπούκι της υπερεθνικοφροσύνης, ο Μαγγανάς, έκανε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στους νομούς Πελοποννήσου. Την εντολή την είχε πάρει από τον εαυτό του, όπως κλένμε από την σημαία. Είχε μια αγέλη από κτηνάθρωπους, ότι πιό σιχαμερό στοιχείο υπήρχε τότε. 'Ολα τα κατακάθια του υποκόσμου, κλέφτες, ληστές, αλήτες, καταδότες, αποτελούσαν ένα συνοθήλευμα, που όμοιό του δεν υπήρχε άλλο.
Είχε φτάσει στο Αραχναίο Χέλι και ετοιμαζόταν για το γειτονικό χωριό, το Αγγελόκαστρο, για να ξεπαστρέψει ένα υπόλειμα κομουνιστή, το γιο του μεγαλοκομουνιστή Κώστα Μάρρα, τον Νίκο, δηλαδή εμένα!
Η τύχη ήταν και πάλι με το μέρος μου. Στο Χέλι, ήτανε ο εξάδελφος της μητριάς μου, Αλέκος Τούσουλης, ο οποίος μας συμπονούσε. Μας είχε φέρει κάποια φορά ένα τενεκέ λάδι, άλλες φορές κρέας τυρί. Ήταν ίσως ο μόνος που μας βοήθησε στις τραγικές εποχές.
Εκείνη τη στιγμή βέβαια, το σπουδαιότερο που έκανε, ήταν ότι ουσιαστικά μου έσωσε τη ζωή.
Μόλις άκουσε ποιός ήταν ο επόμενος προορισμός τους, και τι σκοπό  είχαν, διπλαρώνει τον Μαγγανά. Τον φιλεύει, δηλώνοντας του φιλία και του λέει: "Όπου πας ,θα έλθω μαζί σου από δω και πέρα" Του λέει ο Μαγγανάς."Θα πάω Αγγελόκαστρο"

Σελ.230
Οπότε τον ακολούθησε. Στην διαδρομή Χέλι-Αγγελάκαστρο, εκμυστηρεύτηκε ο Μαγγανάς για τον σκοπό που πάει στο Αγγελόκαστρο. Ο Τούσουλης με τον τρόπο του, τον έπεισε ότι ο Νίκος Μάρρας, είναι ένας ασήμαντος νέος, δεκαεπτά χρονών και απ΄ ότι έχει ακούσει, κοιτάει την δουλειά του και καταφέρεται κατά των κομουνιστών!
Έτσι φτάνοντας στο χωριό μου, αρκέστηκαν στο φαγοπότι με κρέατα και κρασιά, φυσικά προσφορά του κόσμου, δωρεάν στο φύλακα άγγελο Μαγγανά! Και όλα αυτά συνέβαιναν με νόμιμη ΔΕΞΙΑ ΕΘΝΙΚΗ κυβέρνηση διακοσίων σαράντα βουλευτών, μ΄ ένα ηλίθιο πρωθυπουγό Κορίνθιο, τον Τσαλδάρη!!
Αυτή την ημέρα σπέρναμε. Καμάτευα στον μικρό κάμπο του χωριού μας, στο Χάζι. Ήταν απόγευμα, όταν βλέπω να κατεβαίνουν

Σελ. 231
από το χωριό μας, μπουλούκια-μπουλούκια μεθυσμένοι τραγουδώντας το βασιλικό άσμα! "του βασιλιά αϊτού ο γιός, πάει κι αυτός εμπρός"
Το Χωράφι που καμάτευα συνόρευε με το δρόμο και προσπαθούσα, κανόνιζα έτσι, τα ζώα, να μην τελειώσουν στο δρόμο, για να μην συναντήσω κάποιο μπουλούκι. Τα ζώα τα οδηγούσα πότε γρήγορα πότε αργά, μια φορά όμως συναντήθηκα με ένα μπουλούκι. Τότε ένας από αυτήν την χολέρα, μου λέει: "Γειά σου ρε πουτσούλα".
"Γεια σου", απαντώ όσο πιο ήρεμα μπορούσα. Μέσα μου, έτρεμα βέβαια. Έφυγαν και τους έστελνα στον αγύριστο, από μέσα μου φυσικά.
Μετά από δύο μέρες , πήγαν στο διπλανό χωριό στη Δήμαινα. Σκότωσαν τον Στέφανο Φραγκάκη, εκεί που καμάτευε, έσπερνε στάρι ο άνθρωπος να ταΐσει την φαμίλια του, επειδή ο αδελφός του ο Θρασύβουλος, είχε πάει για ένα διάστημα αντάρτης το 1944.
Τα δύο αδέλφια, ήταν άγιοι άνθρωποι, δεν είχαν πειράξει ούτε κουνούπι. Αλλά το αμάρτημά τους ήταν μεγάλο. Να πάει ο ένας αντάρτης και να σκοτώνει τον σύμμαχό τους Γερμανό καταχτητή; Γι ΄ αυτό, του έπρεπε αυτή η τιμωρία του αδελφού Στέφανου.
Μετά από τέσσερα χρόνια που κατατάχτηκα φαντάρος στην Τρίπολη, το 1952, στην ίδια δοιμηρία ήταν και αυτός που μου είχε πει, "γεια σου ρε πουτσούλα". Το γνώρισα αμέσως γιατί τέτοιες φάτσες και μάλιστα σε τέτοιες εποχές, δεν ξεχνιούνται!
Λεγόταν Γιαννούλης, ήταν κοντός, εγκληματική φυσιογνωμία, με γλάρα μαύρα μάτια, προφανώς από διάφορες ουσίες. δεν πέρασε μία εβδομάδα από την κατάταξη, και τον βλέπω να μπαινοβγένει στο γραφείο του λοχαγού μας και δίπλα στο Α2. Δεν έκανε ποτέ αγγαρίες και ήταν σχεδόν ασύδοτος.
Άκουγα από τους συναδέλφους: "Αυτός ο Γιαννούλης , πρέπει

Σελ.232
να είναι στενός συγγενής του λοχαγού!" Που να ήξεραν τα παιδιά, πόσο στενός συγγενής ήταν! Εγώ από την μεριά μου, ανάσα. Δεν ήξερα, δεν έβλεπα, και δεν άκουγα τίποτα.
Για το στρατό, δεν θα αναφερθώ. Είναι μια άλλη μεγάλη ιστορία, με την ρετσινιά που μου είχαν κολήσει οι διάφοροι "καλοπροαίρετοι" εθνικόφρονες! Χαφιέδες συγχωριανοί μου λίγοι ήταν δύο-τρεις, αλλά την ζημιά την έκαναν.

Σελ.252
......................................................................................................
Τέλος, θα ήθελα όποιος διαφωνεί με ότι διάβασε στο βιβλίο μου, να προσπαθήσει να σκεφτεί τα πράγματα μέσα από την δική του ΑΛΗΘΕΙΑ. Είναι φυσικό και υγιές να μην συμφωνούμε όλοι σε όλα. Αυτό θα πει ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ!

Σελ.253
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Δύο λόγια, αντί προλόγου..............................................................15
Ο πατέρας μου...........................................................................................19
Τα παιδικά μου χρόνια.............................................................................22
28η Οκτωβρίου 1940...................................................................................26
Η Εθνική Αντίσταση .................................................................................32
Πως δημιουγήθηκαντα Τάγματα Ασφαλείας .....................................46
Πως δημηουργήθηκε ο Ε.Λ.Α.Σ. ..............................................................49
Όταν πρωτοείδαμε τους αντάρτες ..........................................................51
Η αντίστροφος μέτρησης για μας............................................................53
14 Μαρτίου 1944 .........................................................................................61
28 Μάη: Η αποφράδα μέρα. Ο τρίτος χωρισμός και τελευταίος ........70
Η πρώτη παρ΄ ολίγο εκτελεσή μου .........................................................74
η δεύτερη φορά που δεν με εκτέλεσαν .................................................111
Η ανθρωπιά γεννιέται δεν γίνεται ......... .............................................117
Η επανίδρυση του πετρόμυλου ..............................................................136
Η τρίτη φορά που δεν με εκτέλεσαν .....................................................138
Η τέταρτη εκτελεσή μου που επέζησα .................................................140
Το άκρον άωτον της κακίας ....................................................................153
Πως μας έσπρωξαν στον εμφύλιο .........................................................157
Ο εμφύλιος 1946-1949 ...............................................................................160
Μερικά παραλειπόμενα ..........................................................................184
Πάσχα 1947 ................................................................................................196
Ο Ιαβέρης μου ............................................................................................198
Μη το σεντούκι, εσύ κακοχρονιασμένε!.................................................200
Πως παραλίγο να πάω αντάρτης ...........................................................202
Γιατί είπα ψέματα......................................................................................207
Οι Γ΄ κατηγορίας άνθρωποι .....................................................................210
Το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων .........................................216
Η μαγική λέξη Ελευθερία .......................................................................220
Μάης 1967 "Καθαιρείσαι" ........................................................................224
Το λιντζάρισμα του θρασύβουλου Φραγκάκη......................................226
Ο Μαγγανάς ...............................................................................................229
Ο ακρωτηριασμός που δεν έγινε .....  .......................................................233
Μικρά και κωμικοτραγικά........................................................................236
Το χωριό μου................................................................................................239 
=====================================================================


==========================================================
     Η τόλμη, η λεβεντιά και η ευθύτητα του Νίκου Κ. Μάρρα είναι   εκτιμητέα και εδώ η μόνη επιτρεπτή σημείωση είναι ότι αυτός απεβίωσε τον Νοέμβριο του 2010.
         Ευχαριστίες στους οικείους του γιά το βιβλίο!  
==========================================================
12-3-14
Σωτήριος Ριζόγιαννης
==========================================================
Η Διεύθυνση αυτής της ανάρτησης:http://rozosotiris.blogspot.com/2014/03/blog-post_12.html